Δεν γνωρίζω ποια στοιχεία ώθησαν τις αρμόδιες αρχές να αρχίσουν να ερευνούν τον τέως πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη και κατ’ επέκτασιν δεν είμαι σε θέση να κρίνω πόσο βάσιμα είναι αυτά τα στοιχεία.
Από θεσμικής απόψεως, πάντως, είναι απαράδεκτη η θύελλα αντιδράσεων από ένα ολόκληρο δίκτυο πολιτικών, επιχειρηματικών και μιντιακών δυνάμεων, οι οποίες θεωρούν τον Σημίτη ένα είδος τοτέμ. Αντιδράσεις που, αν αφαιρέσουμε τα ρητορικά φτιασίδια, συνοψίζονται στη φράση «ο Σημίτης είναι υπεράνω του νόμου και των αρμοδίων αρχών».
Σε ένα Κράτος Δικαίου, ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να είναι υπεράνω του νόμου και των αρμοδίων αρχών. Στις δυτικές δημοκρατίες, που τόσο επικαλούνται οι κάθε λογής σημιτικοί, επανειλημμένως πρόεδροι και πρωθυπουργοί όχι μόνο έχουν ερευνηθεί, αλλά και έχουν παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη. Το «κάτω τα χέρια από τον Σημίτη» είναι προκλητικά αντιθεσμικό και αποπνέει μία δύσοσμη καθεστωτική αντίληψη. Πολύ περισσότερο, όταν επί πρωθυπουργίας του αφενός έχουν λάβει χώρα -αποδεδειγμένα δικαστικά- κραυγαλέα σκάνδαλα, αφετέρου είναι κοινός τόπος πως η διαπλοκή-διαφθορά χτύπησε ταβάνι. Δεν είναι τυχαίο ότι τον αποκάλεσαν άλλοι «αρχιερέα» και άλλοι «μέγα μάγιστρο της διαπλοκής».
Επειδή, λοιπόν, και οι συνήγοροι του πρώην πρωθυπουργού κάπου το συνειδητοποιούν, οχυρώνονται πίσω από τον ισχυρισμό ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έχει χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη και δρομολόγησε την έρευνα με σκοπό να δημιουργήσει εντυπώσεις και να εξυπηρετήσει μικροκομματικές σκοπιμότητες. Δεν έχω αμφιβολία ότι η παρούσα κυβέρνηση επιδιώκει να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη. Αυτό, ωστόσο, επεδίωκαν και όλες οι προηγούμενες, οι οποίες, μάλιστα, διέθεταν και πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες από τη σημερινή για να το επιτύχουν. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ τα γνωρίζουν, όπως γνωρίζουν κι ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι όσο τυφλή θέλει να λέει πως είναι.
Αναφορικά με το επιχείρημα ότι πρόκειται για πολιτική δίωξη κι ότι την έρευνα διέταξε η κυβέρνηση για προεκλογικούς λόγους, το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι πως πρόκειται για αναπόδεικτο ισχυρισμό. Μπορεί να είναι έτσι, αλλά μπορεί και να μην είναι. Δεν λέω ότι οι σημερινοί ένοικοι του Μαξίμου δεν κάνουν τέτοια. Λέω απλώς ότι και παλαιότερα ένοικοι του Μαξίμου, περισσότερο ή λιγότερο, χρησιμοποίησαν τα ερείσματά τους στη Δικαιοσύνη άλλοτε για να συγκαλύψουν κραυγαλέα σκάνδαλα κι άλλοτε για να παίξουν μικροκομματικά παιχνίδια. Δεδομένου ότι μιλάμε για θεσμικές λειτουργίες, η εντύπωση και οι ενδείξεις δεν αρκούν.
«Μην αγγίζετε»
Ένα άλλο επιχείρημα των ηρακλειδών του Σημίτη είναι ότι η έρευνα σπιλώνει τον πρώην πρωθυπουργό, με την έννοια ότι δημιουργεί εντυπώσεις, οι οποίες θα αφήσουν το στίγμα τους και εάν αποδειχθεί η αθωότητά του. Το επιχείρημα δεν είναι αβάσιμο. Πράγματι, δημιουργούνται εντυπώσεις, με αποτέλεσμα αυτός που ερευνάται και πολύ περισσότερο αυτός που παραπέμπεται κατά κάποιον τρόπο να υφίσταται πλήγμα στη δημόσια εικόνα του.
Αυτή η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν μπορεί να οδηγήσει στο «μην αγγίζετε». Όπως υφίσταται την εγγενή αυτή «αδικία» κάθε πολίτης, είναι υποχρεωμένος να την υποστεί και ο πολιτικός, ο οποίος μπήκε στο μικροσκόπιο της έρευνας των αρμοδίων αρχών ή και πολύ περισσότερο παραπέμφθηκε. Παραπομπή δεν σημαίνει ενοχή. Πολύ περισσότερο έρευνα δεν σημαίνει ενοχή. Εάν δεν κάνουμε ξεκάθαρο αυτό τον διαχωρισμό η αναγκαία κάθαρση εκφυλίζεται σε λιντσάρισμα και μάλιστα όχι υποχρεωτικά ενόχων.
Παραδοσιακά, η κάθαρση βρισκόταν εγκλωβισμένη στις συμπληγάδες: Από τη μία πλευρά εμποδιζόταν από το σύνδρομο αλληλεγγύης-συγκάλυψης, το οποίο κυριαρχούσε στα μεγάλα κόμματα-φυλές της μεταπολίτευσης. Είναι ενδεικτική η υπόθεση Τσοχατζόπουλου και όχι μόνο. Από την άλλη πλευρά, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η κάθαρση χρησιμοποιήθηκε επιλεκτικά ως όπλο εναντίον πολιτικών αντιπάλων και παραλλήλως ως μέσο εκτόνωσης της λαϊκής οργής.
Το “δόγμα Πολάκη”
Οι πολιτικοί αντίπαλοί της κατηγορούν την κυβέρνηση Τσίπρα και γι’ αυτό, υποστηρίζοντας ότι εφαρμόζει το “δόγμα Πολάκη”. Η πρακτική “δίνω αίμα στον λαό” ουσιαστικά ακυρώνει την κάθαρση. Όσο κι αν είναι δικαιολογημένη η καχυποψία και η οργή των πολιτών, έχει ζωτική σημασία να αντισταθούμε, να μην διολισθήσουμε στο ανθρωποφαγικό παιχνίδι εντυπώσεων.
Ποιος, όμως, μπορεί να πει μετά βεβαιότητος ότι η έρευνα που διεξάγεται για τον Σημίτη ανήκει σ΄αυτή την κατηγορία και δεν είναι προϊόν συλλογής στοιχείων ή έστω ισχυρών ενδείξεων; Όσοι έσπευσαν να αντιδράσουν και μάλιστα με απόλυτο τρόπο, το μόνο που στην πραγματικότητα επικαλέσθηκαν είναι οι υποψίες τους, ή έστω η προσωπική πεποίθησή τους πως η κυβέρνηση Τσίπρα έχει δρομολογήσει πολιτική δίωξη. Ούτε οι υποψίες, ούτε η προσωπική πεποίθηση, όμως, επαρκούν για να αμφισβητηθεί μία ενέργεια των αρμοδίων αρχών.
Θεωρητικά, θα έπρεπε πολίτες και πολιτικοί να εμπιστεύονται απολύτως τη Δικαιοσύνη και τις κάθε είδους ελεγκτικές αρχές. Να θεωρούν δεδομένο πως ό,τι κάνουν το κάνουν με βάση τη συνείδησή τους και όχι υπαγορευμένα. Η πραγματικότητα, βεβαίως, διαφέρει από τη θεωρία. Η πείρα μας διδάσκει πως εμφυλοχωρεί όχι μόνο η πολιτική σκοπιμότητα, αλλά και η διαπλοκή-διαφθορά. Ως εκ τούτου, οι επιφυλάξεις είναι δικαιολογημένες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς.
Οι δύο παγίδες
Από την άλλη πλευρά, όμως, στο δημοκρατικό πολίτευμα δεν έχουμε εναλλακτική λύση. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις που μπορεί κάποιος να έχει για την μία ή την άλλη ενέργεια των αρμοδίων αρχών, οφείλει να αναμένει το αποτέλεσμα της έρευνας και την κρίση της Δικαιοσύνης, εάν η υπόθεση τελικώς παραπεμφθεί εκεί. Και βεβαίως, η όποια δικαστική κρίση μπορεί και συχνά επιβάλλεται να κριθεί.
Η κάθαρση, λοιπόν, πρέπει να αποτελεί οργανική διαδικασία του πολιτεύματος, με σκοπό την κατά το δυνατόν εξυγίανση του πολιτικού συστήματος. Πρέπει να καταργηθούν αφενός τα θεσμικά εμπόδια κι αφετέρου να καταστούν αδύνατοι οι επιλεκτικοί χειρισμοί και τα συναφή τεχνάσματα, στα οποία κυβερνήσεις και κόμματα καταφεύγουν συχνά όταν θέλουν ή να χρησιμοποιήσουν σκάνδαλα σαν πολιτικό όπλο ή να τα συγκαλύψουν. Στο μικροσκόπιο των αρμοδίων ελεγκτικών και δικαστικών αρχών πρέπει να μπαίνουν όλοι και κατά προτεραιότητα τα δημόσια πρόσωπα, ώστε να λειτουργεί η αποτροπή.
Είναι κοινός τόπος ότι η διαπλοκή-διαφορά είχαν καταστεί σχεδόν κανόνας και η εντιμότητα σχεδόν εξαίρεση. Η Ελλάδα, λοιπόν, έχει ζωτική ανάγκη από κάθαρση που θα σπάσει αποστήματα, θα τιμωρήσει παραδειγματικά και θα αποτρέψει την επανάληψη νοσηρών φαινομένων. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επαγγελθεί κάθαρση και ως κυβέρνηση πράγματι έκανε βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, είναι εμφανές ότι υπέκυψε στον πειρασμό να παίξει πολιτικά παιχνίδια με την κάθαρση.
Είναι ζωτική ανάγκη, ωστόσο, να τηρηθεί με θρησκευτική προσήλωση να τηρηθεί μία ισορροπία. Δεν πρέπει η κάθαρση να εκφυλιστεί σε κυνήγι μαγισσών. Και κυρίως πρέπει να αποφεύγονται δύο μεγάλες παγίδες:
- Πρώτον, δεν πρέπει να γίνεται εξίσωση πταισμάτων και κακουργημάτων. Ουδείς αναμάρτητος, αλλά δεν έχουν όλοι τις ίδιες αμαρτίες. Στον δημόσιο βίο η εξίσωση βολεύει πολύ τα μεγάλα λαμόγια, επειδή δημιουργεί σύγχυση και διαχέει τη λάθος εντύπωση ότι είναι όλοι ίδιοι.
Δεύτερον, δεν πρέπει οι υποθέσεις να προωθούνται ή να παραμένουν στο συρτάρι με βάση πολιτικούς υπολογισμούς, όπως συνέβαινε πάντα και συνεχίζει να συμβαίνει και τώρα.
Του Σταύρου Λυγερου