Όχι, δεν βρισκόμαστε στις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1920 και του 1930, αλλά στην Ελλάδα του 2020 και η ποτοαπαγόρευση είναι πλέον νόμος του κράτους, καθώς το αλκοόλ κρίθηκε υπαίτιο για την έμμεση μετάδοση του κορωνοϊού!
Πώς συμβαίνει αυτό, αφού ένα μεγάλο ποσοστό των κρουσμάτων είναι αλλοδαποί μουσουλμάνοι παράνομοι μετανάστες, κατά βάση φονταμενταλιστές που δεν πίνουν αλκοόλ; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να μην συγχρωτίζονται οι νέοι στις πλατείες και δημιουργούν αντικυβερνητικούς πυρήνες…
Το νέο σχέδιο της Αστυνομίας βάσει των εντολών της κυβέρνησης για να περιορίσει τον «συνωστισμό» στις πλατείες μπήκε εδώ και λίγα λεπτά σε εφαρμογή και ανάμεσα στις ενέργειες που αναμένεται να κάνει η ΕΛ.ΑΣ είναι και οι «έλεγχοι ποτοαπαγόρευσης».
Τι είναι οι «έλεγχοι ποτοαπαγόρευσης»;
Από τη πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκαν τα νέα μέτρα της κυβέρνησης υπήρχε το εύλογο ερώτημα. Το κλείσιμο των περίπτερων, μίνι μάρκετ και καβών από τα μεσάνυχτα πως ακριβώς θα αποτρέψει τους πολίτες από το να πηγαίνουν στις πλατείες το βράδυ;
Εύκολα μπορεί κάποιος να πάρει την μπύρα του από το σπίτι και να κάτσει μέχρι πρωίας.
Αυτό το μέτρο εύκολα μπορεί να αποδειχθεί ως «μια τρύπα στο νερό» – όπως συνέβη και με το κλείσιμο των μπαρ, κλαμπ, καθώς ο κόσμος που θέλει να βγει έξω πήγαινε σε πλατείες, εκεί όπου δεν υπάρχει κανένα μέτρο.
Όμως η Αστυνομία βρήκε τον τρόπο για να πετύχει το σχέδιο της «άδειες πλατείες».
Σύμφωνα με πληροφορίες θα ελέγχει τους πολίτες και θα βλέπει αν φέρνουν ποτά από το σπίτι τους.
Μένει να δούμε στην πράξη πώς ακριβώς θα γίνονται αυτοί οι έλεγχοι και αν θα έχουν κάποιες συνέπειες και ποιες όσοι φέρνουν μαζί τους στις πλατείες, αλκοόλ.
Ποτοαπαγόρευση ονομάστηκε η περίοδος από το 1920 έως το 1933 στις ΗΠΑ, όταν κηρύχθηκε παράνομη με συνταγματική πρόνοια η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.
Το κίνημα της ποτοαπαγόρευσης είχε ξεκινήσει στις αρχές του 19ου αιώνα και ήδη ως το 1850 αρκετές πολιτείες, κυρίως του νότου, είχαν ψηφίσει νόμους που περιόριζαν ή απαγόρευαν τη διάθεση αλκοολούχων ποτών. Η πρωτοβουλία ανήκε σε θρησκευτικές προτεσταντικές οργανώσεις, κυρίως του Μεθοδιστικού δόγματος.
Γρήγορα, σχηματίσθηκαν δύο πανίσχυρες ομάδες πίεσης, η «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League) και η «Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια» (Women’s Christian Temperance Union).
Μέλη των δύο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το Κόμμα της Απαγόρευσης (Prohibition Party), που πήρε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872, αλλά συγκέντρωσε μόλις 5.608 ψήφους.
Το 1879 ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Κάνσας και τέσσερα χρόνια αργότερα το Κάνσας έκανε η πρώτη πολιτεία στην Αμερική, που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ. Το 1884 ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Αμερικής με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης και έλαβε 150.369 ψήφους. Ο σπόρος της Ποτοαπαγόρευσης είχε ριφθεί.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν μη πατριωτική πράξη τη χρησιμοποίηση δημητριακών για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών και όχι τροφίμων.
Πολλές ζυθοποιίες είχαν ιδιοκτήτες γερμανικής καταγωγής, γεγονός που επαύξησε τα αντιγερμανικά αντανακλαστικά των Αμερικανών. Επιφανείς εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου (Φορντ, Ροκφέλερ) δήλωναν ότι οι εργαζόμενοι θα ήταν πιο παραγωγικοί εάν απείχαν από το αλκοόλ.
Μάλιστα, ο Τζον Ροκφέλερ δώρισε 350.000 δολάρια στην «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League).
Η κοινή γνώμη άρχισε να αλλάζει διάθεση και ως το 1919 το 75% των πολιτειών είχε ευθυγραμμισθεί με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος, που απαγόρευσε την πώληση ή διακίνηση αλκοολούχων ποτών (16 Ιανουαρίου 1919). Ένας χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ με το νόμο Βόλστιντ (Volstead Act).
Ήταν η ληξιαρχική πράξη για την έναρξη της Ποτοαπαγόρευσης.
Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα και η μαύρη αγορά άρχισε να ανθίζει, το έγκλημα να κινείται ανοδικά και οι οργανωμένες συμμορίες να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Η αστυνόμευση ήταν δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την προ Ποτοαπαγόρευσης εποχή.
Η διαφθορά στους κόλπους της αστυνομίας κάλπαζε, καθώς οι πειρασμοί για τους γλίσχρα αμειβόμενους αστυνομικούς ήταν μεγάλοι. Ο Αλ Καπόνε κόμπαζε ότι είχε στο μισθολόγιό του τη μισή αστυνομία του Σικάγου. Πολλοί γιατροί θησαύριζαν συνταγογραφώντας ουίσκι για ιατρικούς λόγους, που ήταν νόμιμο και διατίθετο από τα φαρμακεία.
Οι παράνομοι διακινητές έγιναν λαϊκοί ήρωες, καθώς πρόσφεραν δουλειά σε περίοδο μεγάλης ανεργίας, όπως ήταν η εποχή της Μεγάλης Ύφεσης («Κραχ»). Μεγάλες ήταν οι δημοσιονομικές απώλειες, καθώς η φορολόγηση του αλκοόλ έφερνε «ζεστό» χρήμα στα κρατικά ταμεία. Υπολογίστηκε ότι το κράτος έχανε κάθε χρόνο 500 εκατομμύρια δολάρια από τη φορολογία του αλκοόλ.
Στις προεδρικές εκλογές του 1932 ο δημοκρατικός υποψήφιος Φραγκλίνος Ρούσβελτ, λάτρης του μαρτίνι, συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του την άρση της ποτοαπαγόρευσης.
Ένα χρόνο αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1933, η Ποτοαπαγόρευση ήρθη στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μετά την υιοθέτηση από το Κογκρέσο της 21ης Τροποποίησης του Συντάγματος.
Το Μισισιπί ήταν η τελευταία Πολιτεία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ το 1966!