«Λάβαμε την απόφαση μετατροπής της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί όχι σε σχέση με όσα λένε οι άλλοι, αλλά σε σχέση με τα δικαιώματά μας, όπως κάναμε στη Συρία, στη Λιβύη και αλλού»
Από τον Μιχάλη Ψύλο
«δημοκρατία»
Με αυτή την κυνική δήλωση, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στα εγκαίνια μιας γέφυρας στην περιοχή Βαν το περασμένο Σάββατο, ξεκαθάρισε πλήρως τις προθέσεις του. Η προκλητική ενέργειά του ουδεμία σχέση έχει με όλα όσα «ταΐζει» τους ισλαμοσυντηρητικούς ψηφοφόρους για να υφαρπάζει την ψήφο τους, σε μια περίοδο άλλωστε που το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ υποχωρεί λόγω των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι Τούρκοι. Με τη νεοοθωμανική μεγαλομανία στο αίμα του, ο Ερντογάν προσπαθεί να επιτύχει μια «πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμο», όπως εύστοχα γράφει η γαλλική «Humanite».
Οι στόχοι του Ερντογάν είναι πολύ πιο κυνικοί και αφορούν τόσο την εσωτερική πολιτική όσο και τις γεωπολιτικές αντιπαλότητες που έχουν απομονώσει την Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν ανακοίνωσε πως η πρώτη προσευχή στην Αγια-Σοφιά θα πραγματοποιηθεί στις 24 Ιουλίου και όχι στις 15 Ιουλίου, την επέτειο του αποτυχημένου πραξικοπήματος πριν από τέσσερα χρόνια. Στις 24 Ιουλίου 1923 είχε υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάννης – μια συνθήκη που ο Ερντογάν προσπαθεί διακαώς να ανατρέψει για να προωθήσει τα νεοοθωμανικά επεκτατικά σχέδιά του.
«Ο Ερντογάν παίζει ένα άλλο παιχνίδι γύρω από την Αγια-Σοφιά» γράφει η ιταλική «Avvenire» και προσθέτει: «Πρόκειται για ένα πολύ λεπτό και συχνά μη κατανοητό παιχνίδι από εμάς τους Ευρωπαίους, το οποίο παίζεται στον σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο».
Χρόνια τώρα, η Τουρκία βρίσκεται σε πορεία σύγκρουσης με τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο. Η υποστήριξη του Ερντογάν στα αραβικά κινήματα του λεγόμενου «πολιτικού Ισλάμ» ανησυχεί τον Αλ-Σίσι στην Αίγυπτο, αλλά και τους πετρελαιοσεΐχηδες του Κόλπου. Αυτή η σύγκρουση παίζεται σε διάφορα επίπεδα: γεωπολιτικά, ειδικά στη Λιβύη, γεωοικονομικά, με τον ανταγωνισμό για την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική και την Κεντρική Μεσόγειο, αλλά και σε ιδεολογικά-θρησκευτικά.
Και αυτό που λείπει από την Τουρκία είναι ένα ισλαμικό θρησκευτικό σύμβολο, που μπορεί να ανταγωνιστεί, αν όχι τις ιερές πόλεις της Μέκκας και της Μεδίνα που αποτελούν το λίκνο του Ισλάμ, τουλάχιστον το τέμενος Αλ Αζχάρ στο Κάιρο, που έχει ιστορία πάνω από 1.000 χρόνια και μαζί με το ομώνυμο πανεπιστήμιο αποτελεί ένα από τα πιο ιερά μέρη του σουνιτικού Ισλάμ. «Η Αγια-Σοφιά θα μπορούσε να προσφέρει στον Ερντογάν το συμβολικό τζαμί που χρειάζεται για το δικό του μοντέλο του Ισλάμ» γράφει η ιταλική εφημερίδα, κατηγορώντας τον «σουλτάνο της Άγκυρας» για «αδίστακτο κυνισμό και αυξανόμενη δίψα για εξουσία».
Πολύ σωστά, ο δρ Ο. Γκιουντάι, ειδικός σε θέματα Διοικητικού Δικαίου, διερωτάται: «Αυτή η κυβέρνηση είναι στην εξουσία εδώ και 18 χρόνια. Για 18 χρόνια μπορούσαν να αλλάξουν την απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών του 1934, λαμβάνοντας μια νέα απόφαση. Αλλά δεν το έκαναν. Γιατί περίμεναν 20 χρόνια;»
Δεκάρα δεν δίνει ο Ερντογάν για το δήθεν «θρησκευτικό συναίσθημα» των μουσουλμάνων. Στις 16 Μαρτίου 2019 ειρωνευόταν κάποιους φανατικούς θρησκόληπτους Τούρκους που ζητούσαν να μετατραπεί σε τζαμί η Αγια-Σοφιά, λέγοντάς τους: «Δεν γεμίζετε καν το διπλανό τζαμί Σουλτάν Αχμέτ και λέτε ότι πρέπει να ανοίξουμε την Αγια-Σοφιά για προσευχή. Δεν πρέπει να παίζουμε το παιχνίδι. Αυτές είναι όλες μηχανορραφίες. Γεμίστε πρώτα το Σουλτάν Αχμέτ και μετά βλέπουμε».
Προς τι, λοιπόν, η ξαφνική στροφή του «σουλτάνου»; Ο Γάλλος ιστορικός Νικολά Καζαριάν, ειδικός στη γεωπολιτική των θρησκειών, είναι κατηγορηματικός: «Μετατρέποντας την Αγια-Σοφιά σε τζαμί, ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει να παραπλανήσει το εκλογικό του σώμα, αψηφώντας τη Δύση».
Η Τουρκία αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα που ο Ερντογάν δεν μπορεί να λύσει αυτή τη στιγμή. Ακόμη και πριν από την κρίση του κορωνοϊού, η τουρκική οικονομία βρισκόταν σε βαθιά κρίση. Η κατάσταση πιθανότατα έχει επιδεινωθεί πολύ περισσότερο σήμερα. Η ανεργία είναι στο 12,8%, και αυτός είναι μόνο ο επίσημα εγκεκριμένος αριθμός. Σύμφωνα με την τουρκική εταιρία δημοσκοπήσεων MetroPoll, το 44% του πληθυσμού εκτιμά ότι η κίνηση αυτή έχει σχεδιαστεί με σκοπό τον αποπροσανατολισμό από την τρέχουσα οικονομική κρίση, ενώ σχεδόν το 12%, διαβλέπει ότι ο διάλογος για το θέμα θα ωφελήσει πολιτικά την κυβέρνηση, ειδικά σε περίπτωση ξαφνικής προκήρυξης εκλογών. Κατά τη δημοσκόπηση, μόλις το 29% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι πίσω από την κίνηση βρίσκεται πραγματικά η επιθυμία μετατροπής του μουσείου σε τζαμί.
Παρά τις προσπάθειες του Ερντογάν για αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, η τουρκική λίρα χάνει συνεχώς την αξία της, ο τουριστικός τομέας αποδυναμώνεται και ο Ερντογάν προσπαθεί να τονώσει τον τομέα των κατασκευών και των ακινήτων με φτηνά δάνεια, όπως και την ιδιωτική κατανάλωση. Αλλά όλα αυτά είναι τακτικά μέτρα, που λειτουργούν μόνο κοντοπρόθεσμα.
«Η κυβέρνηση Ερντογάν είναι νευρική και ψάχνει έναν τρόπο να κρύψει αυτή τη νευρικότητα. Με άλλα λόγια, η απόφαση για την Αγια-Σοφιά μπορεί να θεωρηθεί ως επιβεβαίωση της ανικανότητας του Ερντογάν» γράφει η γερμανική «Die Zeit».
Ως επακόλουθο, το κόμμα του Ερντογάν χάνει συνεχώς τη στήριξη των ψηφοφόρων. Σύμφωνα με το αναγνωρισμένο ινστιτούτο έρευνας Metropoll, το AKP ήταν στο 33,9% τον Φεβρουάριο και στο 30,7% το Μάιο, ποσοστά πολύ μικρά, αν αναλογιστούμε ότι υπήρξαν στιγμές στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 που το κόμμα του Ερντογάν αποσπούσε το 50% των ψήφων. Στις τελευταίες κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές, το 2018, το ΑΚΡ είχε αποσπάσει το 42,6%.
Αλλά δεν είναι μόνο οι αριθμοί. Αυτό που είναι πολύ πιο προβληματικό για τον Ερντογάν είναι ότι το AKP έχει χάσει τη μαγεία του, την έλξη που δημιουργούσε στους Τούρκους πολίτες. Το AKP ξεκίνησε πριν από σχεδόν 20 χρόνια με στόχο την ανανέωση της χώρας, την ενίσχυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, αλλά τα τελευταία χρόνια πήρε μια διαφορετική, άκρως αυταρχική κατεύθυνση, με μόνο στόχο τη διατήρηση της εξουσίας του Ερντογάν με κάθε μέσο.
Άλλωστε, σήμερα υπάρχει ανταγωνισμός στην κεντροδεξιά «πολυκατοικία» της Τουρκίας. Πολλοί πρώην σημαντικοί ηγέτες και ιδρυτικά μέλη του AKP το εγκατέλειψαν δημιουργώντας νέα κόμματα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Αλί Μπαμπατσάν.
Όλοι αυτοί -μαζί και ο πρώην πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ- υποστήριξαν φυσικά τη μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, καθώς αποτελούν σάρκα εκ της σαρκός του Ερντογάν και ψαρεύουν στα θολά νερά του εθνικιστικού-ισλαμικού μπλοκ. Προβάλλουν όμως ως εναλλακτική στον Ερντογάν πολιτική κίνηση, γεγονός που ανησυχεί τον «σουλτάνο».
Αν κάποιοι πιστεύουν επίσης ότι η πολιτική αυτή είναι απλά μόνο του Ερντογάν και της τουρκικής Κεντροδεξιάς, πλανώνται. Με εξαίρεση το φιλοκουρδικό HDP και κάποιους διανοουμένους, τα υπόλοιπα κόμματα στήριξαν την απόφαση του «σουλτάνου». Ακόμη και το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), το οποίο βλέπει τον εαυτό του ως κληρονόμο του Ατατούρκ, δεν τάχθηκε εναντίον της μετατροπής της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί.
«Ο Ερντογάν παίζει ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι στο θέμα της Αγια-Σοφιάς» περιορίστηκε να δηλώσει ο αντιπρόεδρος του CHP Ινάλ Τσεβικόζ, τονίζοντας ότι το κόμμα του δεν θέλει να πέσει στην παγίδα και να μπει σε μια αντιπαράθεση που χρησιμεύει μόνο για την αύξηση της πόλωσης στην Τουρκία, σε αυτή την περίπτωση μεταξύ κοσμικών και ισλαμικών κύκλων. Αυτή την κοινωνική πόλωση επιδιώκει ο Ερντογάν με την Αγια-Σοφιά, αφού αποτελεί πάντα ένα δοκιμασμένο εργαλείο των λαϊκιστών πολιτικών, εάν δεν μπορούν πλέον να σκεφτούν άλλους τρόπους επικράτησης. Δεν αποκλείεται μάλιστα ο Ερντογάν να προκηρύξει πρόωρες εκλογές για να εκμεταλλευτεί το εθνικιστικό αίσθημα που ο ίδιος πυροδοτεί.
Ο Ζαν Φρανσουά Περούζ, πρώην διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών (IFEA) στην Κωνσταντινούπολη, εξηγεί ότι η εν λόγω απόφαση του Ερντογάν συνδέεται με τη συμμαχία του με το ακροδεξιό Εθνικιστικό Κόμμα Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. «O Ερντογάν κατέληξε σε αυτή τη συμμαχία προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, γεγονός που οδήγησε την Άγκυρα να υιοθετήσει τα προνομιακά θέματα της Ακροδεξιάς: αλαζονεία στις εξωτερικές υποθέσεις και ανάδειξη της τουρκοϊσλαμικής ταυτότητας στην εθνική σκηνή».
Από αυτή την άποψη, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί ακόμη και τις διεθνείς διαμαρτυρίες και αντιδράσεις για την Αγια-Σοφιά, επειδή αυτές του επιτρέπουν να αντιδρά περιφρονητικά προς τη Δύση. Και εδώ βρίσκεται άλλος ένας στόχος του: Να απομακρύνει περισσότερο την Τουρκία από όλα όσα ακούγονται ευρωπαϊκά, δυτικά, κοσμικά.
Με την κίνησή του, ο Ερντογάν στέλνει άλλωστε ένα εξίσου ανησυχητικό μήνυμα στις θρησκευτικές μειονότητες που ζουν στην Τουρκία, ότι δεν θα διστάσει να τις αντιμετωπίσει με τραχύτητα και περιφρόνηση. Η Αγια-Σοφιά ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, χωρίς θρησκευτικό χαρακτήρα, συμβόλιζε τον θρησκευτικό πλουραλισμό. Με τη μετατροπή της σε τζαμί ο Ερντογάν είναι σαν να λέει στις μειονότητες: «Προσέξτε! Έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε το ‘’πιστεύω’’ σας».