Οποιος διπλωμάτης «διαβάζει» τον περίφημο χάρτη με τα 24 οικόπεδα που έχει οριοθετήσει η Αγκυρα γα έρευνες υδρογοναναθράκων βλέπει δύο καθαρά δεδομένα: Το πρώτο είναι πως το τουρκολιβυκό Μνημόνιο μπορεί να μην παράγει «έννομα αποτελέσματα» όπως – ορθώς και με βάση το διεθνές δίκαιο – διακηρύσσει η ελληνική κυβέρνηση, παράγει όμως προφανή τετελεσμένα νέων αμφισβητήσεων. Η, επί χάρτου έστω, οριοθέτηση θαλασσίων συνόρων στα έξι ναυτικά μίλια ανατολικά της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της ανατολικής Κρήτης δεν σηματοδοτεί τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από ευθεία αμφισβήτηση ελληνικής κυριαρχίας, και δη σε περιοχές που όχι μόνον εντάσσονται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα αλλά εφάπτονται των χωρικών μας υδάτων.

Το δεύτερο δεδομένο είναι πως ο Ταγίπ Ερντογάν ξεδιπλώνει την πολιτική αυτών των διεκδικήσεων με βάση ένα συγκεκριμένο, στοχευμένο και στρατηγικά διαμορφωμένο σχέδιο, το οποίο υπηρετεί και εφαρμόζει με απόλυτη προσήλωση εδώ και τουλάχιστον ενάμισι χρόνο. Είναι το σχέδιο με το οποίο, μέσω της χρήσης των 6 ναυτικών μιλίων και όχι των 12 στα οποία επεκτείνεται η υφαλοκρηπίδα, η Τουρκία επιχειρεί να χαράξει την κάθετη γραμμή που θα διαχωρίσει το Κρητικό πέλαγος από τα Δωδεκάνησα και θα «εξαφανίσει» το Καστελόριζο, αποκόβοντας πλήρως την Ελλάδα από την ανατολική Μεσόγειο.

Η τελική «ιδέα» – το «σχέδιο Καστελόριζο», όπως το αποκαλούν διπλωματικές και στρατιωτικές πηγές – είναι τόσο μαξιμαλιστική που μάλλον δεν θα υλοποιηθεί ποτέ. Μπορεί όμως να αποτελέσει το ιδανικό όχημα για την παγίδα που επιχειρεί να στήσει ο Ερντογάν – για μια ευθεία πρόκληση εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας η οποία θα ανάγκαζε την Αθήνα σε μια εθνική διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης, από δυσχερή θέση και με τους όρους της Αγκυρας. Η πρόκληση αυτή θα έρθει μέσα από σεισμογραφικές έρευνες εντός της περιοχής των «οριοθετημένων» οικοπέδων, πιθανότατα «όχι στην ζώνη της φωτιάς που εφάπτεται της Ρόδου ή της… Κρήτης, αλλά εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας και σε περιοχή που θα εγείρει ζητήματα για το Καστελόριζο», όπως λέει χαρακτηριστικά διπλωματική πηγή.

Τις έρευνες αυτές, δηλαδή τις γεωτρήσεις εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και εντός της περιοχής που ορίζει το παράνομο τουρκολυβικό Μνημόνιο, έχει προαναγγείλει εδώ και έξι μήνες ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν δείχνοντας μάλιστα ως χρονικό ορόσημο το καλοκαίρι. Και οι τελευταίες του κινήσεις δείχνουν ότι παραμένει πιστός στο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις εξελίξεις των επόμενων μηνών.

Παρά τις ταλαντεύσεις, άλλωστε, και τις αντιφάσεις του τελευταίου διαστήματος στην διαχείριση της τουρκικής προκλητικότητας, η εκτίμηση είναι πλέον κοινή και στα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας: Αμφότερα τα επιτελεία θεωρούν ότι ο Ερντογάν «θα κάνει την κίνηση» και, σε σχετικά σύντομο διάστημα, θα επιχειρήσει γεώτρηση εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας – θα κάνει, δηλαδή, το βήμα που θα συνιστά ευθεία παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Με βάση αυτή την εκτίμηση δε, σύμφωνα με πληροφορίες, τα δύο ερευνητικά πλοία της Τουρίας Oruc Reis και Barbaros βρίσκονται σε συνεχή παρακολούθηση από το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, ενώ σε διαρκή ετοιμότητα τελούν και δύο φρεγάτες  στο κεντρικό και νοτιοανατολικό Αιγαίο.

Τούτων δοθέντων, το μήνυμα που εκπέμπεται εμμέσως αλλά ευκρινώς τα τελευταία 24ωρα από την πλευρά της κυβέρνησης είναι πως μια απόπειρα γεώτρησης εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας θα απαντηθεί με στρατιωτικά μέσα.

«Η κόκκινη γραμμή στις τουρκικές προκλήσεις είναι αυταπόδεικτη: η προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων», δήλωσε χθες το βράδυ στην ΕΡΤ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ενώ ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του πρωθυπουργού Αλέξανδρος Διακόπουλος έλεγε την ίδια ώρα στο Open πως σε ενδεχόμενη παραβίαση των υδάτινων συνόρων της χώρας «θα αντιδράσουμε όπως ήδη έχουμε διαμηνύσει σε όλους τους τόνους, ακόμα και στρατιωτικά, αν και θεωρούμε πως κάτι τέτοιο δεν θα χρειαστεί».

Το καίριο ζήτημα ωστόσο, που μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να απαντάται ούτε από το υπουργείο Εξωτερικών, ούτε από το Μαξίμου, είναι τι μπορεί να γίνει ακριβώς για να μην χρειαστεί μια τέτοια αντίδραση – να μην υπάρξει, δηλαδή, η στρατικοποίηση της έντασης στην οποία σταθερά επιχειρεί να σύρει την Ελλάδα η Τουρκία.

Εδώ, οι έως τώρα διπλωματικές ενέργειες και προληπτικές πρωτοβουλίες παραμένουν εξαιρετικά θολές, και ως προς το περιεχόμενο και ως προς την αποτελεσματικόητά τους.

Η επένδυση στην συμμαχία με τον λίβυο στρατηγό Χάφταρ αποδεικνύεται διπλωματικά άσφαιρη, οι επαναλαμβανόμενες συζητήσεις – και διαρροές – για την οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο προσκρούουν σε σοβαρά γεωπολιτικά εμπόδια, και το επίμονο ερώτημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης γιατί δεν ασκείται πίεση στην ΕΕ για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία παραμένει αναπάντητο. Οπότε, μένει να φανεί – και μάλιστα πολύ σύντομα – εάν, και ποιο σχέδιο διαθέτει η κυβέρνηση για να μην επιτρέψει να εφαρμοστούν στην πράξη οι χάρτες του Ερντογάν και να αποτρέψει νέα τετελεσμένα.