Ως μάρτυρας προκειμένου να φωτιστεί ο ρόλος των κατηγορούμενων τραπεζικών στελεχών Φάνη Λυγινού και Ζαν Κλώντ Όσβαλντ κατέθεσε στην δίκη για την σύμβαση 8002 μεταξύ ΟΤΕ και Siemens το πρώην στέλεχος του υπουργείου ‘Άμυνας, κατηγορούμενος και ο ίδιος σε υποθέσεις εξοπλιστικών, Αντώνης Κάντας.
Ο αναπληρωτής διευθυντής Εξοπλισμών του υπουργείου Άμυνας επί υπουργίας Άκη Τσοχατζόπουλου, που από την σύλληψη του και μετά έχει συνεργαστεί με τις Αρχές και έχει επιστρέψει χρήματα που είχε λάβει για την προώθηση σωρείας προμηθειών του υπουργείου ‘Άμυνας, κλήθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων να δώσει στοιχεία για τους δύο κατηγορούμενους τραπεζικούς υπαλλήλους οι οποίοι μέσα από δικογραφίες εμφανίζονται να έχουν διαχρονική δράση στην φυγάδευση χρημάτων.
Οι δύο κατηγορούμενοι εμφανίζονται να έχουν παίξει ουσιαστικό ρόλο στην προσπάθεια απόκρυψης παράνομων χρημάτων όχι μόνο στην εκδικαζόμενη υπόθεση της Siemens αλλά και σε πλείστες άλλες υποθέσεις διαφθοράς, όπως τα εξοπλιστικά, καθώς φέρονται να διευκόλυναν πολλά πρόσωπα στην μεταφορά και απόκρυψη παράνομων χρημάτων.
Στην κατάθεση του ο πρώην αναπληρωτής διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών του υπουργείου Εθνικής ‘Άμυνας την περίοδο 1997 – 2002, αναφέρθηκε κυρίως στον Φάνη Λυγινό, υφιστάμενο του Ζαν Κλώντ Όσβαλν και στον λογαριασμό που του άνοιξε ο τραπεζικός, στην Dresdner Bank για να τον εξυπηρετήσει με το θέμα των εξοπλιστικών.
Σύμφωνα με τον μάρτυρα, στον λογαριασμό αυτό διακινήθηκαν ποσά που φθάνουν τα 1,3 εκατομμύρια ευρώ. Ο Αντώνης Κάντας διευκρίνισε ότι οι μίζες ήταν ενσωματωμένες στο τίμημα των όπλων που αγόραζε το ελληνικό Δημόσιο καθώς η αρχική αξία ουσιαστικά προσαυξανόταν και με το αποκαλούμενο «κόστος προώθησης». Ο μάρτυρας υποστήριξε μάλιστα πως αν τελικά δεν ελάμβανε ο ίδιος μίζες, τα ποσά αυτά θα κατέληγαν είτε πίσω στις κατασκευάστριες εταιρίες είτε στους αντιπροσώπους τους.
Ο μάρτυρας είπε πως όταν η υπόθεση της Siemens αποκαλύφθηκε και πήρε διαστάσεις στον Τύπο, ο Λυγινός ήταν τρομοκρατημένος. Για τον έτερο τραπεζικό Ζαν Κλώντ Όσβαλντ, ο Κάντας κατέθεσε ότι τον γνώρισε το 2003 ως προϊστάμενο του Λυγινού και ενώ ο ίδιος ενδιαφερόταν να μεταφέρει έξω 500 χιλιάδες ευρώ από την σύμβαση για τα Cornet.
Ο Κάντας επανέλαβε ότι συνολικά από 11 εξοπλιστικά προγράμματα, ο ίδιος έλαβε 11,3 εκατομμύρια ευρώ, χρήματα που «μου δόθηκαν για μην καθυστερώ τους φακέλους». Ο μάρτυρας πιθανολόγησε πως αν ο ίδιος που δεν λάμβανε αποφάσεις, δεν ήταν μέλος επιτροπών που ενέκριναν όπλα, έλαβε αυτά τα χρήματα, τότε «ο καθένας μπορεί να φανταστεί τί πήγαινε σε αυτούς που αποφάσιζαν για την προμήθεια των προγραμμάτων». Εκτίμησε δε, πως ο κύριος όγκος των χρημάτων πήγαινε σε πολιτικά πρόσωπα.
Σε ερώτηση της έδρας για το αν υπήρχαν πολιτικά πρόσωπα ανάμεσα σ’ εκείνους που πήραν μίζες ο Αντώνης Κάντας απάντησε: «νομίζω πως ναι. Εκτιμώ ότι ο κύριος όγκος τον χρημάτων πήγαινε σε πολιτικά πρόσωπα. Για τον κ. Τσοχατζόπουλο δε γνωρίζω άλλωστε δεν ήμουν άνθρωπος της εμπιστοσύνης του».