Οι όροι fake news, hate speech, hoax εμφανίζονται όλο και συχνότερα στη διεθνή βιβλιογραφία για να περιγράψουν φαινόμενα εξαπάτησης και παραπλάνησης των πολιτών κατά την προσπάθειά τους να ενημερωθούν.
Του Λευτέρη Κρέτσου
Τα φαινόμενα αυτά αυξάνονται με τις δυνατότητες διάχυσης της πληροφορίας που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η ανθρώπινη ανάγκη της συντροφικότητας γίνεται πλέον ψηφιακή και ικανοποιείται από ένα μίγμα ερεθισμάτων και ανταλλαγών που διαμορφώνουν από κοινού αλγόριθμοι, διαφημιστικές αναρτήσεις και οι κάθε λογής διαδικτυακές κοινότητες.
Σε καθημερινή βάση εκτιμάται ότι δημιουργούνται 1,5 εκατομμύριο νέες ιστοσελίδες παγκοσμίως και πραγματοποιούνται δισεκατομμύρια ψηφιακές ανταλλαγές περιεχομένου κάθε τύπου.
Ακόμη και οι μελέτες που αναφέρουν ότι ο συνολικός αριθμός των sites μειώθηκε το 2015 διαπιστώνουν ότι υπάρχει εκθετική ανάπτυξη της διακίνησης δεδομένων, τόσο ώστε πράγματι να μιλάμε για ένα νέο σύμπαν.
Αυτό το σύμπαν του roaming, των downloads, των big data, του streaming και του cloud computing λειτουργεί καταλυτικά και σε έναν βαθμό ανεξάρτητα από τον υπόλοιπο πραγματικό κόσμο, καθώς παράγει νέες αγορές και υπηρεσίες που επηρεάζουν τις προτιμήσεις, τις επιλογές και εν τέλει τις συνήθειες των πολιτών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν γεγονότα όπως το Brexit και η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ.
Το διαδίκτυο και η επικοινωνιακή αξιοποίησή του από τα αντιμαχόμενα επιτελεία φαίνεται να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τόσο κατά τη διάρκεια της καμπάνιας του δημοψηφίσματος για το Brexit όσο και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα outsiders κέρδισαν την κούρσα παρά την απροκάλυπτη υποστήριξη των mainstream μέσων ενημέρωσης τόσο στην Κλίντον όσο και στο βρετανικό κίνημα του Ναι – Μένουμε Ευρώπη.
Σε πολλές χώρες έχουν ήδη αρχίσει να ανησυχούν για το τι συνέβη στο διαδίκτυο και πώς ο κόσμος μας μπορεί να αλλάζει προς το χειρότερο από την ικανότητα διαφόρων κέντρων εξουσίας να προσελκύουν νέους, κυρίως, ανθρώπους στους κόλπους τους.
Ποια θα μπορούσε να είναι η λύση στο πρόβλημα; Μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες προκρίνουν τη δημιουργία μιας θέσης ανεξάρτητου «διαμεσολαβητή» (ombudsman), ο οποίος θα εξετάζει τις καταγγελίες και θα δίνει το πράσινο φως για να «κατεβούν» αναρτήσεις.
Πόσος χρόνος θα χρειάζεται, όμως, ώστε ο «διαμεσολαβητής» να μπορεί να ελέγξει μια κατηγορία;
Και δεν είναι μόνο ζήτημα όγκου αλλά και ζήτημα ποιότητας.
Σε μια τέτοια θέση ο οποιοσδήποτε θα είναι αναγκασμένος να εξετάσει όλες τις παραμέτρους, να μελετήσει το θέμα, να εξετάσει νόμους και νομολογία.
Προφανέστατα, λοιπόν, θα χρειαζόταν αρκετός χρόνος. Και μάλιστα για το ίδιο πράγμα που ένας έμπειρος αρχισυντάκτης θα μπορούσε να κάνει σε τρία λεπτά.
Η Γαλλία δείχνει ήδη τον δρόμο με ένα καινούργιο νομοσχέδιο που βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στη Γερουσία και που προβλέπει μια απλή διαδικασία: οι εταιρείες που δεν είναι σίγουρες για το τι πρέπει να κάνουν καθώς και για να αποφευχθεί ο υπερβάλλων ζήλος ή η λογοκρισία, ιδιαίτερα εάν υπάρχει καταγγελία, θα προσφεύγουν στον εθνικό διαμεσολαβητή.
Εάν το σύστημα λειτουργήσει, θα μπορούσαν να το αντιγράψουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Από πλευράς εταιρειών το Facebook έχει ξεκινήσει πιλοτικά ένα πρόγραμμα «επιβεβαίωσης στοιχείων».
Οταν συμπληρωθεί ένας μεγάλος αριθμός από χρήστες που «μαρκάρουν» ένα άρθρο ως ανακριβές, το Facebook ζητά από εθελοντές οργανισμούς να επιβεβαιώσουν τα στοιχεία.
Εάν τα θεωρήσουν ανακριβή, η εταιρεία τα «μαρκάρει» ως «διαφιλονικούμενα (disputed)» και δεν έχουν πια «προτεραιότητα» στην εμφάνιση.
Δεν υπάρχουν ακόμα αποτελέσματα από τις δοκιμές, αλλά ένα τέτοιο σύστημα απαιτεί γερές επενδύσεις και δεν μπορεί να αφεθεί μόνο σε χέρια εθελοντών.
Δεν είναι άλλωστε τα κεφάλαια που λείπουν σε εταιρείες όπως το Facebook, η Google, το Twitter.
Στη Γερμανία, όπου οι νόμοι για τη ρητορική μίσους είναι αυστηρότατοι, το 2015 ο υπουργός Δικαιοσύνης, Χέικο Μας, δημιούργησε μια «δύναμη κρούσης» με τις παραπάνω εταιρείες, με στόχο να συμφωνήσουν ένα σύστημα όπου παράνομες αναρτήσεις θα σβήνονται εντός 24ώρου.
Ομως τον περασμένο Σεπτέμβριο παρουσιάστηκε η έκθεση εργασιών η οποία έδειξε ότι το πρόγραμμα δεν πηγαίνει και τόσο καλά, το Facebook διαγράφει το 46%, το YouTube 10% και το Twitter 1% από τις αναρτήσεις που «μαρκάρονται» από απλούς πολίτες.
Ας σημειώσουμε ότι ο χρόνος απόκρισης για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων για τον αλγόριθμο του YouTube ή μετά από καταγγελία εταιρείας είναι πράγματι γύρω στις 24 ώρες ή και λιγότερες.
Στο πλαίσιο αυτό υπάρχει άμεση ανάγκη ο κάθε πολίτης και μάλιστα από νεαρή ηλικία να «εκπαιδευτεί» στο πώς λειτουργούν τα μέσα, πώς διαμορφώνεται η ατζέντα τους, πώς να ανακαλύπτει τις κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές ομάδες που κρύβονται πίσω από «τις γραμμές» που διαβάζει.
Και φυσικά ο ο εγγραμματισμός στα μέσα περιλαμβάνει τόσο τα παραδοσιακά μέσα, δημόσια και ιδιωτικά, αλλά και τα νέα μέσα.
Δεν είναι μόνο το διαδίκτυο που αλλάζει τα δεδομένα.
Τα fake news που ανακάλυψαν τώρα τα «παραδοσιακά μέσα» ως πρόβλημα είναι στην ουσία και δικό τους δημιούργημα, γιατί πολύ συχνά εδώ και δεκαετίες έχουν χρησιμοποιηθεί από τις -οικονομικές και πολιτικές- ολιγαρχίες ως μέσο παραπλάνησης και εξαπάτησης των πολιτών.