Η μόνη πραγματική εναλλακτική λύση είναι η πρόβλεψη με βάση την ανάλυση των «μεγάλων δεδομένων» (big data) από το διαδίκτυο και ιδίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η μελέτη των διαδικτυακών αναζητήσεων (ιδίως μέσω της Google) και των αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα (Twitter, Facebook κ.α.), με τη βοήθεια αλγόριθμων «βαθιάς μηχανικής μάθησης» και τεχνητής νοημοσύνης, μπορεί στο μέλλον να ξεπεράσει τις δημοσκοπήσεις σε αξιοπιστία, αλλά προς το παρόν απέχει ακόμη αρκετά μέχρι να φθάσει σε αυτό το σημείο.
Κοινωνικοί επιστήμονες, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή πολιτικών επιστημών Ράιαν Κένεντι του Κέντρου Διεθνών και Συγκριτικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Χιούστον στο Τέξας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό «Science», μελέτησαν στοιχεία για 621 εκλογές σε 86 χώρες μετά το 1945, καθώς και στοιχεία δημοσκοπήσεων από 146 χώρες.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, ανέπτυξαν ένα μοντέλο προβλέψεων, το οποίο δοκίμασαν σε 11 εκλογές στη Λατινική Αμερική, προβλέποντας σωστά τον νικητή των εκλογών τις δέκα φορές (ποσοστό επιτυχίας 91%). Σε ένα δεύτερο τεστ, που αφορούσε εκλογές σε όλο τον κόσμο, το ποσοστό επιτυχίας ήταν 80,5%.
Το εν λόγω μοντέλο αναπτύχθηκε με υποστήριξη από την Υπηρεσία Προωθημένων Ερευνητικών Προγραμμάτων στον τομέα των Πληροφοριών (Intelligence Advanced Research Projects Activity-IARPA), που υπάγεται στο Γραφείο του Διευθυντή των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών (Director of National Intelligence-DNI) των ΗΠΑ. Είναι προφανές ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες θέλουν να γνωρίζουν πόσο μπορούν να βασίζονται στις δημοσκοπήσεις.
Και η ετυμηγορία των επιστημόνων είναι ότι «αν χρησιμοποιηθούν σωστά τα δημοσκοπικά ευρήματα, αποτελούν το καλύτερο μέσο πρόβλεψης των εκλογικών αποτελεσμάτων». Αυτό ισχύει ακόμη και αν σε μια εκλογική αναμέτρηση υπάρχουν λιγότερες από πέντε διαθέσιμες δημοσκοπήσεις, καθώς επίσης ακόμη και σε χώρες όπου οι δημοσκοπήσεις έχουν σχετικά μειωμένη αξιοπιστία. Εν ολίγοις, οι δημοσκοπήσεις παραμένουν ακόμη το καλύτερο «βαρόμετρο» για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων μπορούν να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά παγκοσμίως, για να προβλέψουν τα εκλογικά αποτελέσματα. Θα ήταν λάθος να εγκαταλείψουμε τις δημοσκοπήσεις. Το μέλλον πραγματικά βρίσκεται στο να προσπαθήσουμε να κάνουμε καλύτερες ποσοτικές προβλέψεις», δήλωσε ο Κένεντι. «Προβλέπουμε ότι οι αναφορές για τον θάνατο των ποοσοτικών εκλογικών προβλέψεων είναι άκρως μεγαλοποιημένες», πρόσθεσε.
«(Δεν) είναι η οικονομία, ανόητε!»
Η νέα επιστημονική μελέτη δείχνει μερικά ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία:
– Πρώτον, ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει τελικά μικρή επίπτωση στα αποτελέσματα των εκλογών, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις. «Μολονότι υπάρχει μια μακρά φιλολογία για τις επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης στις εκλογές, βρήκαμε ελάχιστες ενδείξεις ότι αυτός είναι ο παγκόσμιος κανόνας και παρατηρήσαμε ότι μόνο ο πληθωρισμός ασκεί μια μικρή επίδραση», λένε οι ερευνητές.
– Δεύτερον, όσο λιγότερο δημοκρατικοί είναι οι θεσμοί σε μια χώρα και όσο λιγότερο ανοικτό το πολιτικό καθεστώς σε αυτήν, τόσο περισσότερο στις εκλογές ευνοείται για επανεκλογή ο εν ενεργεία υποψήφιος (πρόεδρος ή πρωθυπουργός) και το κυβερνόν κόμμα του. «Το πρόσωπο που κατέχει το κυβερνητικό αξίωμα, μπορεί να χρησιμοποιήσει την εξουσία του και την αναγνωρισιμότητα του ονόματός του για να κερδίσει και τις επόμενες εκλογές», δήλωσε ο Κένεντι.
– Αν η κυβέρνηση σε μια χώρα έχει καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, έχει αυξημένες πιθανότητες να επανεκλεγεί.
Όσον αφορά την έκπληξη του Τραμπ στις ΗΠΑ, ο Κένεντι παραδέχθηκε ότι το επιστημονικό μοντέλο του ίδιου και των συνεργατών του προέβλεπε νίκη της Χίλαρι Κλίντον με ποσοστό 84%, ενώ έδινε πιθανότητα 16% στον Τραμπ. Όπως είπε, «αυτό σημαίνει ότι ήταν απίθανο μεν, αλλά όχι αδύνατο. Συχνά νομίζουμε πως οτιδήποτε ξεπερνά το 50% σε πιθανότητα, σημαίνει πως κάτι θα συμβεί οπωσδήποτε. Αυτό όμως δεν θα γίνει κατ’ ανάγκη».
Αναγνώρισε πάντως ότι τα μοντέλα πρόβλεψης με βάση τις δημοσκοπήσεις έχουν περιθώρια βελτιώσεων. Όπως επισημαίνει σε ξεχωριστό άρθρο του και το «Science», οι δημοσκοπήσεις πάσχουν από μειωμένη διάθεση για συμμετοχή των πολιτών (με μονοψήφια πλέον ποσοστά). Αυτό υποχρεώνει τους δημοσκόπους να δουλεύουν με ένα μικρό και πιθανώς μη αντιπροσωπευτικό δείγμα, «χάνοντας» έτσι κρίσιμα τμήματα των ψηφοφόρων.
Από την άλλη, υπάρχει το ολοένα εντεινόμενο φαινόμενο του «ντροπαλού» ή μουλωχτού ψηφοφόρου, ο οποίος «κάνει τη σιγανοπαπαδιά» για το τι σκοπεύει να ψηφίσει. Καμιά φορά δεν λείπει και η εκ των υστέρων σκόπιμη «χειραγώγηση» των δημοσκοπικών ευρημάτων.