Πρωτοφανής ένδεια επιχειρημάτων διακρίνει για μια ακόμη φορά τη ΝΔ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης με αφορμή την ανάληψη καθηκόντων συμβούλου του πρωθυπουργού από την τ. πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Η ΝΔ σε μια παραληρηματική ανακοίνωσή της κάνει λόγο για «μαύρη μέρα για τη Δημοκρατία» και για «σκοτεινά σχέδια» της κυβέρνησης, ενώ σύσσωμη η αντιπολίτευση και μερίδα του σοκαρισμένου από το γεγονός δημοσιογραφικού κόσμου μιλά για μείζον θέμα δημοκρατίας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Κατ’ αρχάς η Βασιλική Θάνου αναλαμβάνει το συγκεκριμένο πόστο αμισθί και αφού συνταξιοδοτήθηκε. Ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων. Το σκεπτικό ότι για να γίνει σύμβουλος του πρωθυπουργού κατά το παρελθόν και προφανώς όσο ήταν πρόεδρος του Αρείου Πάγου, τού έκανε τα χατίρια αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση άλμα λογικής και στη χειρότερη προσπάθεια συκοφάντησής της. Ας υποθέσουμε όμως, πως αυτά συμβαίνουν στην πολιτική. Πως δηλαδή η προπαγάνδα ακόμη και για την τοποθέτηση μιας πρώην ανώτατης δικαστικού στη θέση του συμβούλου του πρωθυπουργού, δεν παραβιάζει τους κανόνες του «παιχνιδιού».
Τι γίνεται όμως όταν οι ίδιοι που σήμερα εξανίστανται για το «κακό που βρήκε τη Δημοκρατία μας», έβρισκαν αντίστοιχες συμπεριφορές φυσιολογικές και είναι οι ίδιοι που στην πραγματικότητα τις ενθάρρυναν; Δεν πέρασαν πολλά χρόνια -ήταν το 2012- για παράδειγμα από τότε που ο Χαράλαμπος Αθανασίου συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο επικρατείας της ΝΔ στο οποίο μεταπήδησε ενώ ήταν εν ενεργεία Αρεοπαγίτης και όχι συνταξιούχος όπως η Βασιλική Θάνου.
Η επιλογή τότε της ΝΔ και του Αθανασίου δεν έγινε αντικείμενο κριτικής από τους ευαίσθητους δημοσιογράφους που σήμερα κόπτονται για τη Δημοκρατία, όπως βέβαια δεν έγιναν αντικείμενο κριτικής ούτε οι μετέπειτα ενέργειές του στο υπουργείο Δικαιοσύνης, όταν με νόμους του αποφυλακίζονταν μεγαλέμποροι ναρκωτικών, όταν «αθωώνονταν» καταχραστές δημοσίου χρήματος κι όταν καταργείτο το δικαίωμα των εισαγγελέων να διατάσσουν την τηλεφωνική παρακολούθηση υπόπτων για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος.
Παλαιότερα δε, δεν είχαν μπει στο μικροσκόπιο άλλες περιπτώσεις ανώτατων δικαστικών που ανέλαβαν θέσεις δίπλα σε πρωθυπουργούς. Ο Παναγιώτης Πικραμένος επί παραδείγματί υπήρξε ενώ ήταν δικαστικός του ΣτΕ, σύμβουλος του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη από το 1991-1993. Ο δε Κωνσταντίνος Μενουδάκος, πριν αναλάβει πρόεδρος του ΣτΕ το 2012, διετέλεσε νομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Σημίτη από το 1998 έως το 2001 κι ενώ φυσικά ήταν εν ενεργεία δικαστικός.
Οι παραπάνω υποθέσεις δεν ενεργοποίησαν τα αντανακλαστικά του αντιπολιτευόμενου σήμερα Τύπου που μοιάζει ικανός να ανακαλύψει σκάνδαλο ακόμη και πίσω από τον καύσωνα… Προφανώς στη χώρα αυτή, η ευαισθησία της δημοσιογραφίας, της αντιπολίτευσης και της ίδιας της Δικαιοσύνης είναι επιλεκτική. Και εκπορεύεται συχνά από τη φράση «μην αφήσεις ποτέ μια αλήθεια να σου χαλάσει μια όμορφη ιστορία»…