Η συμφωνία στο Eurogroup της Βαλέτας ήρθε, τελικά, μέσα από το ρήγμα που επεδίωκε η ελληνική κυβέρνηση – το ρήγμα στον σκληρό άξονα Σόιμπλε και ΔΝΤ.
Στην πραγματικότητα, η συμφωνία είχε κλειδώσει από χθες το βράδυ στη συνάντηση Σόιμπλε – Ντάισελμπλουμ στο Βερολίνο, επιβεβαιώθηκε στο πρωινό ραντεβού Ντάισελμπλουμ – Τσακαλώτου στη Μάλτα και, μαζί, επιβεβαιώθηκαν και οι οιωνοί και οι πληροφορίες που ήθελαν τον γερμανό υπουργό Οικονομικών να κάνει πίσω. από τις σκληρές γραμμές του Τόμσεν.
Η παρέμβαση Μέρκελ και το SPD
Σ’ αυτή την υπαναχώρηση έπαιξαν ρόλο δύο παράγοντες: Ο ένας ήταν η εμπλοκή και η πολιτική παρέμβαση Μέρκελ. Η Μέρκελ είπε στο τηλέφωνο τον Αλέξη Τσίπρα ότι «εργάζομαι» για να υπάρξει συμφωνία» και αυτή τη φορά το έπραξε.
Και το έπραξε διότι η Μέρκελ έχει κάνει πλέον την καθαρή πολιτική επιλογή να μην ρισκάρει την οικονομική, πολιτική αλλά και τραπεζική σταθερότητα στην ευρωζώνη. Πρόκειται, δε, για μια επιλογή που δεν είναι άσχετη με τις, κατ’ ιδίαν, προειδοποιήσεις που τις έχει απευθύνει ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η έντονη, επίσης πολιτική εμπλοκή στη διαπραγμάτευση του σοσιαλδημοκρατικού μπλοκ της γερμανικής κυβέρνησης. Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ έπαιξε, κατά τις πληροφορίες, ισχυρό ρόλο πιέζοντας σε πολλά κέντρα. Κι εδώ. η προεκλογική κούρσα στη Γερμανία μάλλον λειτούργησε υπέρ της Ελλάδος.
Διότι η Μέρκελ, διαβάζοντας και τις δημοσκοπήσεις, δεν θέλει να αφήσει τον Σουλτς να εμφανίζεται ως ο εγγυητής της ευρωπαϊκής ενότητας και αλληλεγγύης, ούτε να του εκχωρήσει τον ηγετικό της ρόλο στην Ευρώπη.
Ο ρόλος του Γιούνκερ
Εξίσου κομβικός ήταν και ο ρόλος του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Ο πρόεδρος του Eurogroup μίλησε χθες τηλεφωνικά με τον Αλέξη Τσίπρα. Και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι του είπε να παραμείνει σε σταθερή μεν, αλλά όχι επιθετική γραμμή, καθώς και να μην επιμείνει στην σύγκλιση έκτακτης συνόδου κορυφής της ευρωζώνης. Το ίδιο είχε ζητήσει από τον έλληνα πρωθυπουργο και η Μέρκελ.
Ο πρόεδρος της Κομισιόν έπαιξε επίσης το χαρτί της συμμαχίας με τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες για να πιέσει την πλευρά των σκληρών του Eurogroup να αποδεχθούν το συμβιβαστικό του σχέδιο, το οποίο και τελικά αποδέχθηκαν.
Η υπαναχώρηση Σόιμπλε
Το πλέγμα όλων αυτών των πιέσεων και παραγόντων ήταν εκείνο που οδήγησε τελικά και στην, ήπια μεν, εμφανή δε, υπαναχώρηση Σόιμπλε.
Πρόκειται δε για μια υπαναχώρηση που ήταν ήδη ορατή από τη συνέντευξη του γερμανού υπουργού Οικονομικών στην εφημερίδα Rheinische Post – μια συνέντευξη, στην οποία ο Σόιμπλε δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί 4ο Μνημόιο, θα βγει στις αγορές μετά το 2018.
Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι ένα σήμα με προεκλογική χροιά για να καθησυχαστούν οι φόβοι των γερμανών που δεν θέλουν να δώσουν άλλα χρήματα στην Ελλάδα – είναι όμως, εκ των πραγμάτων, κι ένα θετικό σήμα προς τις αγορές για την ελληνική οικονομία. Κι εάν έχει διάρκεια μπορεί να είναι κι ένα δυνατό σήμα καθώς ο άνθρωπος που μέχρι πρότινος μιλούσε για Grexit τώρα προεξοφλεί την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές και στην κανονικότητα
Το κεφάλαιο του χρέους
Υπό αυτά τα δεδομένα και υπό το νέο κλίμα που φαίνεται να διαμορφώνεται στον ευρωπαϊκό άξονα των δανειστών, το επόμενο μεγάλο βήμα αφορά πλέον την υπόθεση του χρέους. Εδώ τον δικό της ρόλο αναμένεται να παίξει η συνάντηση Μέρκελ – Λαγκάρντ στο Βερολίνο τη Δευτέρα.
Είναι μια σημαντική συνάντηση εν όψει της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ και καθοριστική για το εάν και με ποιους όρους το Ταμείο θα μετάσχει στο πρόγραμμα. Καθώς επίσης – και κυρίως – και για τον βαθμό στον οποίο η γερμανίδα καγκελάριος είναι διατεθειμένη να βάλει νερό στο κρασί της εν μέσω της προεκλογικής περιόδου.
Επ’ αυτού, το δικό της ενδιαφέρον έχει και η έτερη σημερινή δήλωση Σόιμπλε: Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών είπε ότι το Ταμείο πρέπει να μετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, τονίζοντας ότι δεν έχει σημασία το εάν θα μετάσχει με μεγάλη ή μικρή χρηματοδότηση αλλά το ζητούμενο είναι να παραμείνει παρών.
Και πίσω από αυτή τη διατύπωση ελληνικές κυβερνητικές πηγές αλλά και κοινοτικοί παράγοντες διακρίνουν το σενάριο που θέλει συμμετοχή του Ταμείου με μικρή, συμβολική χρηματοδότηση.
Το πακέτο των μέτρων
Σ΄αυτή την πορεία της σταδιακής απεμπλοκής, το τίμημα για την ελληνική πλευρά είναι ένα βαρύ και υφεσιακό πακέτο μέτρων 3.6 δς ευρώ.
Από τη στιγμή όμως που η πολιτική επιλογή της ρήξης δεν υφίσταται, είναι και ο μόνος διαθέσιμος δρόμος για να δοθεί μια δυνατότητα επανεκκίνησης και σταθερότητας στην ελληνική οικονομία – ο λεγόμενος καθαρός διάδρομος των επόμενων 20 μηνών.
Το πόσο ανοιχτός θα είναι αυτός ο διάδρομος θα καθοριστεί και από το δεύτερο σκέλος της συμφωνίας, εκείνο που αφορά τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και το ύψος των πλεονασμάτων μετά το 2018.
Μια μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα κάτω από το 3,5%, θα μπορούσε να διαμορφώσει, νέα σαφώς πιο ευνοϊκά δεδομένα. Κι εάν αυτό δεν συμβεί τώρα, στην κυβέρνηση – και όχι μόνον – κάποιοι έχουν πάντα στην πίσω πλευρά του μυαλού τους μια αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων μετά τις γερμανικές εκλογές…