Του Κώστα Βαξεβάνη
Η κυβέρνηση απάντησε δια του υπουργού Δικαιοσύνης Σταύρου Κοντονή στη Βουλή, πως δεν σκέπτεται να αλλάξει το νομικό πλαίσιο που αφορά τις διώξεις των δημοσιογράφων αλλά και την ίση μεταχείριση πολιτικού που μηνύει δημοσιογράφο.
Πρόκειται για δημόσια πρόταση που έχουμε καταθέσει, έχοντας την κακή εμπειρία των διώξεων που γίνονται για να εξουδετερωθεί ο Τύπος και ο ενοχλητικός δημοσιογράφος. Η πρόταση αυτή έγινε ερώτηση στη Βουλή από τον Πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ, Θ. Θεοχαρόπουλο, και απαντήθηκε όπως απαντήθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Δηλαδή στην κυβέρνηση δεν αρκεί το να μηνύεται ο δημοσιογράφος από όποιον θεωρήσει ότι θίγεται, αλλά θέλει, επικροτεί, αποζητά και την εικόνα εκείνη, που ο δημοσιογράφος καταδιώκεται από την αστυνομία, συλλαμβάνεται με χειροπέδες και οδηγείται σε κελί και στη συνέχεια σε δικαστήριο.
Φυσικά για να γίνει κάτι τέτοιο, δεν απαιτείται για τον δημοσιογράφο να υπάρχουν ενδείξεις έστω ενοχής, αλλά να τον μηνύσει οποιοσδήποτε, ακόμη και ένας τρελός. Ειλικρινά δεν κατανοώ, γιατί στην κυβέρνηση και στον υπουργό, δεν αρκεί μια ομαλή διαδικασία νομικού ελέγχου, αλλά πρέπει να επιλεγεί η αγριότητα και ο εξευτελισμός.
Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος με ιστορία στη διεκδίκηση δικαιωμάτων, επιλέγει ως απόδοση Δικαιοσύνης, τον μοναδικό τρόπο που εγγυάται την καταπάτηση του δικαιώματος στην ελευθερία του Τύπου και υποκλίνεται στον τιμωρητικό συντηρητισμό που ακόμη και αν δεν καταδικάζει τον δημοσιογράφο, τον έχει διασύρει και εξαντλήσει αρκετά ώστε «να μάθει αυτός».
Δεν υπάρχει ολίγον από δικαιώματα σαν να είναι ολίγον από γιουβέτσι. Ή είσαι με την ελευθερία του Τύπου και εξασφαλίζεις την ελεύθερη έκφραση των δημοσιογράφων ακόμη και αν αυτή δεν σε συμφέρει ή υποκρίνεσαι.
Σήμερα η δημοσιογραφία έχει ανάγκη να λειτουργήσει και να απαλλαγεί από τις ομηρίες της διαπλοκής. Θα γίνει μόνο αν ο δημοσιογράφος νοιώσει ελεύθερος για να ξαναανακαλύψει την αποστολή του.
Είναι φυσικά προφανές, πως τα μέτρα αυτά που χρησιμοποιούνται δεν χτυπούν τους κακούς δημοσιογράφους αλλά τους ανεξάρτητους. Γιατί οι κακοί έχουν τον τρόπο τους και να μην μηνύονται και να υποκλίνονται και να επικαλεστούν πως δεν ήξεραν ζητώντας υποκριτικά συγνώμη. Οι μηνύσεις δεν χτυπάνε τους άδικους αλλά όσους δεν θέλουν να υπάρχει η αδικία.
Η κυβέρνηση επίσης -ή μήπως ο υπουργός Δικαιοσύνης- θεωρεί πως δεν υπάρχει λόγος να ισχύσει και η άλλη πρόταση, δηλαδή όταν ένας πολιτικός με ασυλία αποφασίσει να μηνύσει πολίτη, τότε αυτόματα να αίρεται η ασυλία του ώστε να μπορεί ο θιγόμενος για λόγους ισονομίας να απαντήσει. Θεωρεί δηλαδή πως η ασυλία μπορεί να επεκτείνεται συνεχώς σε ένα είδος ατιμωρησίας.
Νομίζω πως η κυβέρνηση δεν χρειάζεται υποκριτικούς νομικισμούς του στυλ «αρκεί το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο». Δεν αρκεί και το ξέρει. Υπουργοί και βουλευτές έχουν ασυλία για να μην μηνύονται αδίκως κατά την τέλεση της αποστολής τους. Δεν την έχουν για να μηνύουν αδίκως. Όταν κάποιος επιλέξει να μηνύσει πολίτη, τότε δεν κρύβεται πίσω από ασυλίες, αλλά έχει επιλέξει ο ίδιος να αναμετρηθεί νομικά μαζί του. Ένας λόγος παραπάνω που ο βουλευτής είναι θεματοφύλακας του Συντάγματος και φαντάζομαι δεν το αντιλαμβάνεται ως τρύπα στην οποία κρύβεται.
Ο πρωθυπουργός έχει εξαγγείλει μια μεγάλη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Καλά έκανε. Το Σύνταγμα έχει χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο της διαφθοράς, για να παράγει συμφεροντολογική νομιμότητα. Αυτό η οραματική διαδικασία για να προχωρήσει, πρέπει να πατήσει στην απαίτηση του αυτονόητου, την ανάγκη της κοινωνίας και την αλλαγή της αντίληψης για το ποιόν εξυπηρετούν οι νόμοι. Όχι στην ακαμψία του ανόητου.