Η λίμνη Μόρνου, μας λένε ξανά, βρίσκεται σε οριακό σημείο.
Οι καταρρακτώδεις βροχές που προκάλεσε η κακοκαιρία Βύρων όχι μόνο δεν γέμισαν τα «ταμεία» της ΕΥΔΑΠ, αλλά – κατά την κυβέρνηση – δεν ενίσχυσαν σχεδόν καθόλου τις υδάτινες εισροές που προορίζονται για την υδροδότηση της Αττικής. Μια εξήγηση που προκαλεί εύλογες απορίες και υποψίες.
Από δημοσιεύματα της «Βαροφάκιας», που επικαλούνται στοιχεία των Μητσοταντάκες (όπως σκωπτικά σχολιάζεται πλέον στα κοινωνικά δίκτυα), προκύπτει ότι το πρόβλημα της λειψυδρίας είναι υπαρκτό. Ωστόσο, η απόσταση ανάμεσα σε αυτό και στη συνεχή επίκληση κατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν φαίνεται να καλύπτεται με την ίδια ευκολία. Η κυβέρνηση επικαλείται υποδομές που εγκαταλείφθηκαν για δεκαετίες, αδυναμία διαχείρισης κρίσιμων ποσοτήτων και καθυστερήσεις σε έργα που θα διασφάλιζαν την υδροδότηση της Αττικής για τα επόμενα χρόνια. Τριάντα χρόνια παραλείψεων, όπως παραδέχονται πλέον ακόμη και κυβερνητικές πηγές.
Η κακοκαιρία Βύρων χτύπησε με ορμή πολλές περιοχές της χώρας. Παρά την ένταση των φαινομένων, οι αρμόδιες υπηρεσίες παρουσίασαν ως «πενιχρά» τα υδάτινα αποθέματα που κατέληξαν στη λεκάνη του Μόρνου. Τα καταγραφικά των μετεωρολογικών σταθμών του ΜΕΤΕΟ/ΕΑΑ, για την περίοδο 3–6 Δεκεμβρίου 2025, κατέγραψαν μόλις 43 χιλιοστά βροχής στο Κονιάκο και μόλις 49 χιλιοστά στο Φράγμα του Μόρνου. Μια ποσότητα που οι υπηρεσίες θεωρούν εξαιρετικά χαμηλή, σε σχέση με άλλες χρονιές. Τα διαγράμματα που συνοδεύουν τις αναφορές τους δείχνουν ότι οι βροχοπτώσεις του φετινού χειμώνα τοποθετούνται στις χαμηλότερες τιμές της τελευταίας δεκαετίας.
Κι όμως, τα ερωτήματα δεν απαντώνται. Πώς γίνεται τόσο εκτεταμένες νεροποντές να μην ενίσχυσαν ουσιαστικά τον υδροφορέα; Γιατί περιοχές που πλημμύρισαν δεν τροφοδότησαν τις λεκάνες απορροής; Πού χάθηκαν τα νερά που κατέστρεψαν σπίτια, καλλιέργειες και υποδομές; Οι επίσημες εξηγήσεις παραμένουν θολές και δεν πείθουν. Κι όσο παραμένουν θολές, τόσο τροφοδοτούν την καχυποψία ότι κάτι δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε.
Η κυβέρνηση αποδίδει το πρόβλημα στην κλιματική κρίση, στη διάβρωση του εδάφους, στην αδυναμία των εδαφικών στρωμάτων να απορροφήσουν τις απότομες καταιγίδες. Όμως η κοινωνία, που είδε τη μισή χώρα να πνίγεται μέσα σε λίγες ώρες, δυσκολεύεται να πιστέψει ότι τόσος όγκος νερού… εξαϋλώθηκε. Ότι χάθηκε χωρίς να καταλήξει εκεί όπου πρέπει: στις δεξαμενές που τροφοδοτούν τα σπίτια εκατομμυρίων πολιτών.
Γράφονται και ακούγονται πολλά. Ότι τα δίκτυα δεν συντηρούνται. Ότι το νερό χάνεται σε διαρροές. Ότι πολιτικές σκοπιμότητες υπαγορεύουν αφηγήματα περί «έκτακτης ανάγκης» για να προετοιμαστεί το έδαφος για μελλοντικές ανατιμήσεις. Ότι οι πολίτες καλούνται να πληρώσουν το τίμημα μιας χρόνιας αμέλειας. Είναι πιθανό όλα αυτά; Ή μήπως απλώς κανείς δεν θέλει να πει όλη την αλήθεια;
Το σίγουρο είναι πως πίσω από τα διαγράμματα, τα νούμερα και τις αναφορές, κρύβεται μια πραγματικότητα που δεν αλλάζει: η Αττική κινδυνεύει να αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα υδροδότησης. Και μέχρι να δοθούν αξιόπιστες απαντήσεις, το ερώτημα θα παραμένει το ίδιο, πιεστικό και βασανιστικό: πού πήγε το νερό των κατακλυσμών – και ποιος έχει την ευθύνη που δεν βρίσκεται εκεί όπου έπρεπε;