Η διαγραφή ενός πρώην πρωθυπουργού από το κόμμα του αποτελεί, εξ ορισμού, ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα, που αξίζει να σχολιασθεί.
Η γνώμη τους, μάλιστα, επειδή έχουν βρεθεί στο πηδάλιο μιας χώρας και έχουν εμπειρία στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, έχει συχνά ιδιαίτερη βαρύτητα. Αρκεί να γνωρίζουν πότε και πόσο να παρεμβαίνουν στον δημόσιο διάλογο, ώστε η γνώμη τους να μη χάνει βαρύτητα και να μπορούν να τραβήξουν την προσοχή των πολιτών σε μία κρίσιμη εξέλιξη. Στην Ελλάδα, υπάρχουν μάλιστα πρώην πρωθυπουργοί, οι οποίοι αρκετά χρόνια μετά το πέρας της πρωθυπουργίας τους παραμένουν ακόμα βουλευτές, διατηρώντας έτσι μια σημαντική δυνατότητα άμεσης επιρροής στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις. Σε αυτό συμβάλλει το ιδιαίτερο εκλογικό προνόμιο που έχουν, το οποίο όμως κάποια στιγμή θα πρέπει να επανεξεταστεί και ιδίως να περιοριστεί τουλάχιστον χρονικά (βλ. εδώ παλαιότερο άρθρο για το ζήτημα)
Στο κυβερνών κόμμα δεν είναι η πρώτη φορά που δημιουργείται ζήτημα σύγκρουσης μεταξύ νυν και πρώην πρωθυπουργού. Πρόκειται για ένα κόμμα με ισχυρό ένστικτο συλλογικής επιβίωσης, με αντιπαλότητες όμως που πηγαίνουν σε βάθος χρόνου και ανάγονται σε συγκρούσεις μεταξύ δυο-τριών οικογενειών. Ας θυμηθούμε εδώ την ήδη ηλεκτρισμένη σχέση μεταξύ του ιδρυτή της ΝΔ, Κωνσταντίνου Καραμανλή, και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού. Αυτό το γεγονός, όπως και άλλα συναφή, λησμονούνται ενίοτε. Όπως λ.χ. η εν συνεχεία τεταμένη σχέση μεταξύ του Κ. Καραμανλή του νεότερου, όταν έγινε αρχηγός της ΝΔ και μετέπειτα πρωθυπουργός, και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η τότε λογική αντιμετώπισης του πρώην πρωθυπουργού, που επέκρινε συχνά-πυκνά την ηγεσία, ήταν, λίγο-πολύ, «ο Επίτιμος [πρόεδρος της ΝΔ] ως πρώην πρωθυπουργός έχει το ελεύθερο να λέει ό,τι θέλει, εμείς χαράσσουμε τη δική μας πορεία». Αυτή περίπου φαίνεται να ήταν και η μέχρι πρότινος αντιμετώπιση του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά από το νυν κυβερνητικό επιτελείο και τον πρωθυπουργό – η λογική δηλ. του «Επίτιμου». Να σημειωθεί ότι οι βίοι των δύο πολιτικών κάπου συναντιούνται πριν από 20 χρόνια: τον Μάρτιο του 2004 ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατεβαίνει και εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής, ενώ λίγους μόλις μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 2004, ο Α. Σαμαράς επιστρέφει, έπειτα από μακρά πολιτική αποχή (βλ. “πολιτική έρημο”), στην ενεργό πολιτική εκλεγόμενος ευρωβουλευτής – με λίστα, κατ’ επιλογή δηλ. του τότε αρχηγού της ΝΔ (Κ. Καραμανλή).
Όταν η χώρα θα εισέλθει στην οικονομική κρίση, η ΝΔ, υπό την ηγεσία του Α. Σαμαρά, θα επιλέξει τον Μάιο του 2010 να καταψηφίσει το πρώτο μνημόνιο – από το οποίο, όπως και να το κρίνει κανείς, εξαρτιόταν η περαιτέρω χρηματοδότηση και επιβίωση μιας ήδη πτωχευμένης χώρας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τότε βουλευτής, θα καταψηφίσει και αυτός. Προς τιμήν της, η αδελφή του, Ντόρα Μπακογιάννη –η οποία λίγους μήνες πριν είχε χάσει τη μάχη της εσωκομματικής διαδοχής (του Κ. Καραμανλή)– θα διαφοροποιηθεί (υπερψηφίζοντας το μνημόνιο), θα διαγραφεί και θα ιδρύσει δικό της πολιτικό κόμμα. Η έλλειψη συναίνεσης μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών πόλων –σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Πορτογαλία– δεν μπορεί παρά να συνέβαλε στην επίταση της πολλαπλής κρίσης της πατρίδας μας: οικονομικής, κοινωνικής, θεσμικής. Αυτά θα τα εξετάσει προσεκτικά ο ιστορικός του μέλλοντος και θα αποδώσει (αν αποδώσει), μέσα από ένα περίπλοκο κουβάρι πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων, τις δέουσες πολιτικές ευθύνες. Θα μπορούσε, άραγε, να είχε αποφευχθεί η απότομη φτωχοποίηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού; Αν υπήρχε κάποια βασική πολιτική συναίνεση, θα βγαίναμε νωρίτερα από τη μνημονιακή επιτήρηση και την κρίση; Ερωτήματα για τους ειδικούς του μέλλοντος πολλά και ποικίλα.
Η φρενήρης αντιμνημονιακή ρητορική και της ΝΔ (βλ. “Ζάππεια”) και η επιμονή του ίδιου του αρχηγού της (Α. Σαμαρά) να τελειώνει γρήγορα ο βίος της κυβέρνησης Λ. Παπαδήμου (Νοέμβριος 2011 – Μάιος 2012) θα φέρει τελικά τον Α. Σαμαρά στην πρωθυπουργία, ύστερα από διπλή εκλογική αναμέτρηση (μάλιστα στην πρώτη του Μαΐου του 2012, η ΝΔ έλαβε 18,85% και το δεξιότερο κόμμα των ΑΝΕΛ 10,62%). Στην πρωθυπουργία θα παραμείνει για δυόμιση περίπου χρόνια. Στην αρχή της θητείας του (περί τα τέλη Αυγούστου του 2012) θα υποστείλει και τυπικά πλέον την αντιμνημονιακή σημαία με ένα “ουδείς αναμάρτητος” κατά τη συνάντησή του την Άνγκελα Μέρκελ. Οι πολίτες σύντομα θα αναζητήσουν πιο αυθεντικό αντιμνημονιακό πολιτικό λόγο και εκφραστή. Η χώρα θα εισέλθει σε ακόμη εντονότερη περιδίνηση και περιπέτειες ιδίως κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Κατά την εσωκομματική εκλογή στη ΝΔ τέλη 2015/αρχές 2016, η πλευρά Α. Σαμαρά θα στηρίξει, κατά τα φαινόμενα, την εκλογή του Κυρ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ. Στη συνέχεια, στους νέους αγώνες για το μακεδονικό του 2018, δηλ. κατά της συμφωνίας των Πρεσπών, Κυρ. Μητσοτάκης και Α. Σαμαράς θα συμπλεύσουν. Φυσικά, καμία Συμφωνία δεν καταγγέλθηκε μετά τις εκλογές του 2019 –όπως είχε διακινηθεί προεκλογικά από κάποια στελέχη της ΝΔ–, ενώ σχετικά πρόσφατα η Ντόρα Μπακογιάννη, και πάλι προς τιμήν της, αναγνώρισε δημοσίως τα θετικά στοιχεία της εν λόγω Συμφωνίας. [Η κύρωση, πάντως, των εφαρμοστικών πρωτοκόλλων της Συμφωνίας παραμένει ακόμα εκκρεμές ζήτημα]. Στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023 και πάλι ο Α. Σαμαράς συντάχθηκε στον αγώνα της αυτοδυναμίας. Μετέπειτα, όμως, αποδύθηκε σε μία συστηματική αμφισβήτηση βασικών πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης, με αιχμή του δόρατος τον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Αποκορύφωμα της αντικυβερνητικής ρητορικής του υπήρξε το πρόσφατο άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής (17.11.24), όπου, πέραν των ελληνοτουρκικών, εμπλέκει, κάπως ατάκτως, διάφορα ζητήματα, λ.χ. woke ατζέντα-μεταναστευτικό-απότομη πράσινη μετάβαση, θεωρώντας τα βασικούς παράγοντες για την άνοδο της Ακροδεξιάς (και της Δεξιάς;) στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, υπαινισσόμενος, συνεκδοχικά, ότι αποτελούν και την αιτία για τη σοβαρή δημοσκοπική κάμψη της ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί μεν να διαγράφηκε ο πρώην πρωθυπουργός, αλλά αρκετές από τις ιδέες του τις ενστερνίζεται σειρά κυβερνητικών στελεχών, τα οποία μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ μοιάζουν περισσότερο απελευθερωμένα και εκδηλώνουν, μάλιστα, τη διάθεση να προωθήσουν μία αντι-woke πολιτική πλατφόρμα για εν πολλοίς ανύπαρκτα στη χώρα μας ζητήματα. Άλλωστε, και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έκανε πρόσφατα στροφή στη ρητορική του σε αυτά τα ζητήματα: μπορεί μεν να μην ανίχνευσε έντονο πρόβλημα στη χώρα μας, αλλά, επειδή ένας πολιτικός και δη ένας πρωθυπουργός δεν κάνει ακαδημαϊκές συζητήσεις, είναι ευδιάκριτο πλέον το πρόσημο που θέλει να προσδώσει στον πολιτικό του προσανατολισμό. Η εξέλιξη αυτή έχει διαφανεί, άλλωστε, ήδη και από την προεκλογική περίοδο των ευρωεκλογών, όπου η ισότητα στον πολιτικό γάμο σχεδόν εξαφανίστηκε από τη λίστα των (όποιων) μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης – είναι χαρακτηριστικό ότι κορυφαία κυβερνητικά στελέχη δεν την μνημόνευαν τότε καθόλου. Φαίνεται ότι τα δημοσκοπικά μηνύματα είχαν ήδη φτάσει στο κυβερνητικό επιτελείο, προ των ευρωεκλογών. Η έντονη ανησυχία του κυβερνώντος κόμματος για την πλαγιοκόπησή του από τα Δεξιά είναι πρόδηλη. Όπως και να έχει, η εμφανής αυτή πολιτική στροφή έχει και τα θετικά της, καθώς αφήνει πολιτικό κενό στο κέντρο, που δεν μπορεί να μείνει ανεκμετάλλευτο.
Και κλείνω με μία γενικότερη παρατήρηση: Δυστυχώς, οι προσωπικές επιδιώξεις και η δίψα για προσκόλληση πάση θυσία στην εξουσία και τους μηχανισμούς νομής της κοστίζουν ακριβά σε μία χώρα. Συγχρόνως, δε, υπονομεύουν την πολιτική σε αξιακό επίπεδο. Παρατηρεί κανείς πολιτικούς να συνάπτουν με μεγάλη ευκολία νέες πολιτικές συμμαχίες, να γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη πιστοί κάποιας άλλης πολιτικής οικογένειας, χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη σημασία σε πολιτικές θέσεις και ιδέες. Ο πολίτης αποκομίζει ενίοτε την εντύπωση ότι όλα σχεδόν γίνονται για την απόκτηση και τη νομή της εξουσίας (θέσεις, αξιώματα, αναθέσεις –απευθείας ή μη– κ.λπ.). Αλλά η πολιτική μπορεί να γίνει και αλλιώς. Αν εγκαταλείψουμε αυτή την πίστη, αυτή την ιδέα, δεν υπάρχει πραγματική προοπτική.