Πρόσφατα, σοκαρισμένη η κοινή γνώμη παρακολούθησε (ξανά και ξανά) βίντεο σκληρής κακοποίησης με θύτες και θύματα κορίτσια εφηβικής ηλικίας. Ο κόσμος σοκαρίστηκε, οι δημοσιογράφοι και τα πάνελ επίσης, τα πολιτικά πρόσωπα ομοίως.
Γράφει η Σωτηρία Ορφανίδου*
Λες και δεν διαβάζαμε όλοι μας καθημερινά επί μήνες τα πιο φρικτά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και βιασμών, κακοποιήσεις, δολοφονίες έξω από αστυνομικά τμήματα. Ίσως λειτούργησε ένας ψυχολογικός μηχανισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο τηλεθεατής ή αναγνώστης κατατάσσει τους θύτες και τα θύματα σε ένα κοινωνικό σύνολο εντελώς ξένο από τον ίδιο, σκεπτόμενος ότι «αυτό δεν αφορά εμάς», αντίθετα αφορά ανέργους, φτωχούς, αγράμματους, αλλοδαπούς, πρεζάκια, μεθύστακες, Ρομά κοκ. Και αφού αναφωνήσει «α πα πα, ζούγκλα έγινε ο κόσμος!», αλλάζει κανάλι και αναστενάζει καθησυχασμένος.
Όμως, στην περίπτωση εφήβων, και μάλιστα κοριτσιών, που δεν έχουν τη φήμη άσκησης σωματικής βίας όπως τα αγόρια, και σε μια περιοχή του Λεκανοπεδίου που δεν ταιριάζει εύκολα με τις πιο πάνω περιγραφές, τα πράγματα ήταν πιο πολύπλοκα. Ξαφνικά, ο δημόσιος διάλογος σε τηλεοπτικές εκπομπές έμοιαζε να έχει βγει από ένα μπαούλο πεντηκονταετίας, με σοκαρισμένους συντηρητικούς συζητητές – οι περισσότεροι γονείς οι ίδιοι, που ένιωθαν ότι είχε πέσει κεραυνός εν αιθρία. Ο δημόσιος λόγος, που ωρυόταν για την ελευθεριότητα, την πρόοδο, την εξέλιξη, τη συμπερίληψη και την πολιτική κορεκτίλα, θυμήθηκε τις παλιές του δόξες και άρχισε να εκτοξεύει λέξεις, όπως «τιμωρία», «αναμορφωτήριο», «ποινές», «αυστηρότητα», καθώς και μομφές προς τους «ανίκανους» γονείς. Μάλιστα, έγινε πρόταση μέχρι και για επαναφορά της σχολικής ποδιάς, με αρκετούς δημοσιογράφους και πανελίστες να τοποθετούνται ευνοϊκά απέναντι σε μια τέτοια ρύθμιση.
Δυνατή παραφωνία
Οι υπερ-μοντέρνοι αυτοί άνθρωποι με δημόσιο λόγο επί μήνες υποστήριζαν το δικαίωμα των εφήβων να βάφουν τα μαλλιά τους μοβ, ροζ ή πράσινα, να τους αναγνωρίζονται η ρευστότητα του φύλου και ο αυτοπροσδιορισμός τους, αλλά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συμφωνήσουν για την επιβολή μιας αναχρονιστικής στολής, που θα τους ομαδοποιούσε συμβολικά σαν στρατιωτάκια. Πρόκειται για μια δυνατή παραφωνία.
Ομοίως, πολλοί γονείς δεν έχουν κανένα πρόβλημα να αφήνουν τους εφήβους να ζουν και να κοιμούνται με το κινητό τους, να έχουν αντικοινωνική συμπεριφορά, να απομονώνονται επί ώρες στις οθόνες και στα βιντεοπαιχνίδια, να μην έρχονται σε επαφή με τη φύση ή τη φυσική άσκηση, αρκεί να κάθονται φρόνιμα και να μη βάζουν τους μεγάλους σε μπελάδες.
Βέβαια, οι τηλεοπτικοί πανεπιστήμονες έβγαλαν αμέσως πόρισμα. «Φταίνε οι γονείς, όλα από το σπίτι ξεκινάνε» μουρμούριζαν με κούνημα του κεφαλιού. Η κοινωνία αντέδρασε σε αυτά τα περιστατικά λες και οι γονείς είναι οι δυσλειτουργικές μονάδες ενός κατά τα άλλα πλήρως αρμονικού συνόλου και κάποιοι γονείς είναι μεμονωμένα υπεύθυνοι για το πρόβλημα. Όμως, πόσο μπορεί να είναι έγκυρη σήμερα αυτή η χιλιοφορεμένη φράση; Ισχύει πράγματι ή είναι κατάλοιπο μιας ελληνικής μικροαστικής κοινωνίας του παρελθόντος;
Μπορεί να ισχύει στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, όπου καθημερινά επικρατούν η αναξιοκρατία, ο «κανιβαλισμός», η αδιαφορία, το ατομικό συμφέρον, η αναλγησία, η γκρίνια, η απανθρωπιά; Μπορεί να ισχύει σε μια χώρα όπου επικρατεί σήψη με κατεύθυνση από επάνω προς τα κάτω, στην οποία οι πολίτες έχουν υποστεί φτωχοποίηση για περισσότερο από μία δεκαετία;
Ανεχτήκαμε βία και φτωχοποίηση – η φτωχοποίηση είναι κοινωνική βία. Αφήσαμε τη χώρα να οδηγηθεί στον γκρεμό, πιστεύοντας ότι είναι κάτι ξέχωρο από εμάς, αγνοήσαμε ότι είμαστε επιβάτες σε αυτό το τρένο και συναινέσαμε στο να πριονιστεί το κλαδί στο οποίο καθόμαστε. Σήμερα, ο φτωχοποιημένος Έλληνας δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε οικονομικές υποχρεώσεις για βασικά αγαθά, βρίσκεται μονίμως σε μια μέγγενη που σφίγγει ολοένα πιο πολύ.
Η αντίδρασή του σε όλο αυτό είναι να παραιτείται, να χάνει την ελπίδα του και να καταναλώνει ψηφιακή διασκέδαση, Netflix και πίτσες ως μαλακά ναρκωτικά. Ξεχνάμε ότι τα παιδιά μεγαλώνοντας γίνονται οι έφηβοι, που είναι ο σκληρός καθρέφτης μας. Βυθιζόμαστε καθημερινά μπροστά τους σε αυτή την απόδραση και αναρωτιόμαστε από πού πηγάζει αυτή η νεανική οργή. Ταΐσαμε τα παιδιά μας απαισιοδοξία και απελπισία για το μέλλον, και απορούμε γιατί έβγαλαν αγκάθια αντί για άνθη.
Ταυτόχρονα, ξεχνάμε την πρόσφατη ψυχική καταπόνηση που συσσωρεύτηκε σε ολόκληρη την κοινωνία, εξαιτίας της κατατρομοκράτησης για έναν ιό και των επακόλουθων μαζικών εγκλεισμών μεσαιωνικής έμπνευσης.
Σήμερα, σημασία έχει μόνο το καλύτερο παρόν, με κάθε κόστος. Η Παιδεία είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να ευνουχίζει τα ταλέντα, τη δημιουργικότητα και την προσωπικότητα των παιδιών, και να τους επιβάλλει να έχουν ολοένα λιγότερη υγιή φιλοδοξία για το μέλλον τους. Η Παιδεία και η κοινωνία μας συνεργάζονται και μεγαλώνουν τα παιδιά σαν τον γονιό που λέει ολημερίς στο παιδί του «είσαι άχρηστος, δεν θα καταφέρεις τίποτα, αλλά και καλός να είσαι πάλι δεν θα καταφέρεις τίποτα». Τα γαλουχούν με απαξίωση και υποτίμηση, φροντίζοντας να απενεργοποιήσουν έντεχνα μία μία όλες τις θετικές δυνάμεις τους.
Και αυτό είναι αισθητό από τη στιγμή που μπαίνει ένα παιδί στο σχολικό συγκρότημα, με τα σκουριασμένα κάγκελα και τους βρόμικους τοίχους. Από την αρχή μέχρι το τέλος, σε αντικείμενα και ανθρώπους. Γιατί και οι εκπαιδευτικοί είναι άνθρωποι που βράζουν στο ίδιο καζάνι – επίσης πολίτες φτωχοποιημένοι, απαξιωμένοι, υπηρεσιακά υπερφορτωμένοι, απογοητευμένοι, κουρασμένοι.
Οι περίφημες προτάσεις
Ας γυρίσουμε πάλι στις περίφημες «προτάσεις» για την αντιμετώπιση του προβλήματος, σύμφωνα με τα ΜΜΕ. Κύριος άξονας προτεινόμενων μέτρων ήταν η καταστολή και η λογοκρισία. Αυστηροποίηση ποινών για τους γονείς, μείωση της ηλικίας ανηλικότητας. Το γνωστό πλέον μοτίβο της μετακύλισης των ευθυνών από την Πολιτεία στον ιδιώτη πολίτη αρχίζει να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις και να απλώνεται παντού, ακόμη στις σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών. Διότι οι αυστηροποιήσεις των ποινών και οι ποινικές απειλές προς τους γονείς για παραμέληση ανηλίκων αυτομάτως μεταφέρουν την αυταρχικότητα του κράτους προς τους γονείς, στη σχέση τους με τα παιδιά. Οι γονείς θα γίνουν οι αυστηροί αστυνόμοι και καταστολείς των παιδιών τους μέσα στο σπίτι, εξαιτίας του φόβου να μην καταστούν οι ίδιοι ποινικά κολάσιμοι με οποιονδήποτε τρόπο. Υπό αυτό το καθεστώς απειλής, η καταστολή και η βία μπορεί εύκολα να μετατοπιστούν μέσα στα σπίτια και στις οικογένειες, αλλοιώνοντας τις οικογενειακές σχέσεις ανεπανόρθωτα. Οι έφηβοι θα βιώνουν ως εχθρική όχι μόνο την κοινωνία και τον τρόπο που τους υποδέχεται σε αυτόν τον κόσμο, αλλά και τη γονεϊκή πειθαρχία, σαν να γυρίζουμε πίσω σε άλλες σκοτεινές εποχές, που «μυρίζουν» Μεσαίωνα.
Οι εξουσίες πάντα προσπαθούσαν να στρέψουν τη μήνη της κοινής γνώμης και την τιμωρητική πρακτική του νόμου σε κάποιες ομάδες πληθυσμού, στους «άλλους», μετατρέποντας τους «υποταγμένους» και «πειθαρχημένους» σε μικρούς δυνάστες τους, σε ένα μοντέλο εργολαβικής αστυνόμευσης. Όμως, σήμερα οι «άλλοι» είναι τα παιδιά μας.
Είμαστε σχεδόν όλοι πολίτες σε μια χώρα που δεν μας επιτρέπει να ζήσουμε, και επειδή ακόμη το προσπαθούμε μας εκδικείται για αυτό. Θα πρέπει να αποδεχτούμε, όσο επώδυνο κι αν είναι, ότι αυτό που παρακολουθήσαμε πρόσφατα ως νεανική βία είναι απλώς το σύμπτωμα μιας βαριάς ασθένειας που έχει προκαλέσει σοβαρή υποξία στον «ασθενή», όπου ασθενής είναι η σημερινή μας κοινωνία.
Και οι θεσμικά υπεύθυνοι το μόνο που έχουν να προτείνουν ως «θεραπεία» είναι να επιβληθεί στον ασθενή επιπλέον ασφυξία, ώστε να «λογικευτεί» και να αποφασίσει να θεραπευτεί (δηλαδή, να συμμορφωθεί) από μόνος του. Η νεανική βία εξελίσσεται στον επιθανάτιο ρόγχο του ασθενούς που ζητά απεγνωσμένα μια τελευταία ευκαιρία για να ζήσει, όχι απλώς για να επιβιώσει.
*Συγγραφέας