Θα πρέπει να πιστώσει κανείς στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ότι δεν άκουσε τις Ερινύες στο τέλος της πρώτης του τετραετίας και απέφυγε να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση.
Μανώλης Κοττάκης
Ούτε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης άλλαξε τον εκλογικό νόμο Κούβελα, όταν διαπίστωσε ότι το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεφαν πλησίστιοι στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1993.
Ο νυν πρωθυπουργός απέρριψε επίμονες εισηγήσεις υπουργών του και στενών συνεργατών του ή και συνομιλητών του, όπως ο Στέλιος Νικηφοράκης, να αλλάξει τον εκλογικό νόμο Γεραπετρίτη, που εισηγήθηκε στο Κοινοβούλιο ο «αυτοφωράκιας» τότε υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, με τον οποίο, πρώτον, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατήργησε κομπλεξικά τον εκλογικό νόμο Παυλόπουλου λόγω επωνύμου και, δεύτερον, υιοθέτησε ένα εκλογικό σύστημα που αύξησε τον πήχη της αυτοδυναμίας σε ποσοστά περί το 40% (από 37%).
Η σταθερότητα στους κανόνες κάνει την κοινοβουλευτική δημοκρατία να ξεχωρίζει, και ο Μητσοτάκης, παρά το γεγονός ότι είχε να αντιμετωπίσει το βουνό της απλής αναλογικής, δεν άγγιξε το αριστούργημα -τρόπος του λέγειν- του υπουργού του.
Η Ιστορία τον δικαίωσε. Στις εκλογές του 2023, οι Ελληνες ψήφισαν μαζικά να μην επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Στην ουσία, πρώτα καταψήφισαν και μετά υπερψήφισαν. Γι’ αυτό και η Νέα Δημοκρατία σκαρφάλωσε στο 41%.
Ομως, πλέον βρισκόμαστε σε μια καινούργια φάση. Οι ευρωεκλογές έδειξαν ότι, ελλείψει αντίπαλου δέους και με δεδομένα τα φρικτά παράπονα που έχουν οι Ελληνες για την κυβερνητική πολιτική, τώρα άρχισαν να καταψηφίζουν τη Νέα Δημοκρατία. Δεκατρείς μονάδες έγιναν «αέρας» μέσα σε έναν χρόνο και, απ’ ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο αυτό δεν ήταν περιστασιακό, αλλά, όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, γίνεται μόνιμο. Και είμαστε ακόμη στην αρχή του κύματος. Από αυτές τις 13 μονάδες, αν δεν πέσει κι άλλο η Ν.Δ. στο μέλλον, δύσκολα μπορούν να ανακτηθούν τρεις τέσσερις από αυτές. Μιλάμε με τα σημερινά δεδομένα, βεβαίως – το μέλλον άδηλον.
Υπό αυτή την έννοια, το Μαξίμου έχει βάλει κάτω τα νούμερα, βλέπει ότι η αυτοδυναμία στο μέλλον είναι όνειρο άπιαστο και θέτει στο τραπέζι σενάρια για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Και ο πρωθυπουργός, με τις διατυπώσεις που χρησιμοποίησε ιδιωτικά στη Θεσσαλονίκη αλλά και με τις διαρροές στον Τύπο υπέρ της κυβερνητικής σταθερότητας, άφησε πρώτη φορά ανοιχτό το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου .
Η συζήτηση αυτή είναι αναγκαστική και επισπεύδεται για έναν πολύ απλό λόγο: αν η κυβέρνηση θέλει να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, πρέπει να το κάνει στην αρχή της τετραετίας, γιατί όσο προχωρά ο χρόνος και φθείρεται οι χειρισμοί της θα δυσκολεύουν. Ωστόσο, επειδή στα χρόνια μας ο πολιτικός χρόνος είναι εξαιρετικά πυκνός και ο πέμπτος χρόνος διακυβέρνησης της χώρας στο μυαλό των πολιτών ισοδυναμεί όχι με έναν, αλλά με τρεις, η άσκηση έχει αρχίσει να μοιάζει εξαιρετικά προβληματική, δεδομένου ότι προβάλλονται δύο νέα στοιχεία: το πρώτο είναι ότι τίθεται στο τραπέζι το ενδεχόμενο να μειωθεί ο πήχης της αυτοδυναμίας από το 40% στο 32%. Με τον κίνδυνο κάποιοι να αρχίσουν την πλάκα και να λένε «γιατί όχι αυτοδυναμία και με 28%; Γιατί όχι και με 25%, γιατί όχι και με 20%;».
Η σκέψη και μόνο ότι το 30% όλων όσοι φτάνουν στις κάλπες (από ένα εκλογικό σώμα στο οποίο η αποχή θα είναι τουλάχιστον 50%) θα δίνει 151 έδρες προκαλεί καγχασμό. Καθεστωτικό καγχασμό. Δεν θα μιλάμε τότε για κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά για μειοψηφική δημοκρατία. Δημοκρατία των μειοψηφιών. Και αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη σταθερότητα που προβάλλεται ως αιτιολογία για την εκ νέου τροποποίηση του εκλογικού νόμου. Η σταθερότητα, άλλωστε, είναι ψυχικό μέγεθος και δευτερευόντως αριθμητικό. Σήμερα που μιλάμε, η Νέα Δημοκρατία έχει 158 έδρες στο Κοινοβούλιο. Αν αλλάξει λίγο ακόμη επί το δυσμενέστερο η ατμόσφαιρα που επικρατεί στην κοινωνία, του χρόνου δεν θα την ακούει κανείς, δεν θα μπορεί να επιβάλει την εξουσία της και η αστάθεια, κοινωνική και πολιτική, θα είναι δεδομένη.
Ηδη, ολόκληρες περιοχές της χώρας διοικούνται από μπράβους και μαφίες – το κράτος έχει υποχωρήσει. Ακόμη και στην καρδιά της πλούσιας Φιλοθέης. Το δεύτερο στοιχείο αφορά τη νομοθέτηση πλαφόν 5% για την είσοδο κόμματος στην Βουλή, ώστε να αποκλειστούν θεωρητικά τα μικρότερα κόμματα στα δεξιά της, όπως η ΝΙΚΗ και η Φωνή Λογικής. Πιθανολογώ με μεγάλη βασιμότητα ότι ένα τέτοιο πλαφόν εισόδου θα αυξήσει την κινητικότητα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και θα επιτείνει τις διεργασίες για μια «μεγάλη Δεξιά» με συνένωση δυνάμεων. Και από κει που η Νέα Δημοκρατία πίστευε ότι θα μπορούσε να νέμεται διά πολιτικής κλοπής τις έδρες των μικρών κομμάτων που αποκλείστηκαν από το νέο Κοινοβούλιο, θα βρεθεί μπροστά σε πρωτόγνωρες καταστάσεις.
Αν το κόμμα του στρατηγού Ντε Γκολ γκρεμίστηκε στη Γαλλία από πρώτο σε τέταρτο, τίποτε δεν διασφαλίζει στο εγγύς ή στο μακροπρόθεσμο μέλλον ότι το κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα κατρακυλήσει κι αυτό στις θέσεις κατάταξης, για να αντικατασταθεί από ένα νέο, μοντέρνο συντηρητικό κόμμα, προσαρμοσμένο στους καιρούς. Το ποιος θα ηγηθεί είναι λεπτομέρεια. Ενας επιχειρηματίας; Ενας διανοούμενος; Ενας εργάτης με ταπεινή καταγωγή; Ενας μιντιάρχης; Ποιος ξέρει!
Εδώ η Νέα Δημοκρατία διέγραψε την πολιτευτή της στη Θεσσαλονίκη, Αφροδίτη Λατινοπούλου, επειδή είπε «χοντρή» τη Δανάη Μπάρκα και επέκρινε το μοντέλο της παχυσαρκίας που λάνσαρε κάποτε ως πρότυπο, και σήμερα τη βλέπει να της τρώει με τη Φωνή Λογικής 4% από την εκλογική της δύναμη. Ποιος μπορούσε να το φανταστεί! Οι μυαλοπώλες του Μαξίμου, που τη διέγραψαν από τη Ν.Δ. στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, σίγουρα όχι.
Η νομοθέτηση του πλαφόν, λοιπόν, μπορεί να αποτελεί και πολιτική αυτοχειρία. Μπορεί να συμπυκνώσει τον πολιτικό χρόνο και να τρέξει τις εξελίξεις που υπήρχαν στον ορίζοντα σε χρόνο νωρίτερο από τον προβλεπόμενο.
Τι συμπεραίνουμε με βάση όλα αυτά; Οτι τυχόν τροποποίηση του εκλογικού νόμου, σε όποιον χρόνο κι αν εκδηλωθεί, θα εκληφθεί από το εκλογικό σώμα ως καθεστωτική τακτική μιας μειοψηφικής ομάδας που θέλει να μείνει πάση θυσία στην εξουσία. Στην ουσία θα πρόκειται για τη νομοθέτηση της ήττας της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά, όταν μια ηγετική ομάδα μπει σε ένα σπιράλ λαθών, δύσκολα βγαίνει από αυτό. Τους προειδοποιήσαμε ότι θα πάθουν μεγάλη ζημιά με το γάμο τον ομόφυλων ζευγαριών και με τους ελεύθερους επαγγελματίες, και γελούσαν. Τώρα γελάνε άλλοι. Το ίδιο θα συμβεί και με τον εκλογικό νόμο. Θα νομοθετήσουν προβάλλοντας το ισχυρό επιχείρημα ότι η χώρα δεν θα έχει σταθερή κυβέρνηση, και στην πραγματικότητα θα νομοθετήσουν την ήττα και την αστάθεια. Ολο αυτό μπορεί να περιγραφεί μόνο με μία φράση, η οποία συνηθίζεται στη δημοσιογραφική γλώσσα και στα αστυνομικά δελτία για τα αυτοκινητικά ατυχήματα: εξετράπη της πορείας της και ανετράπη. Αυτό συμβαίνει από το 2023 και μετά. Η Νέα Δημοκρατία εκτρέπεται διαρκώς της πορείας της και ανατρέπει τον εαυτό της.