Η άνοδος του λαϊκισμού προκαλείται από την διάβρωση των ατομικών ελευθεριών

Τα λεγόμενα λαϊκιστικά πολιτικά κόμματα και οι πολιτικοί αποκτούν σημαντική απήχηση στους δυτικούς ψηφοφόρους τα τελευταία χρόνια, παρόλο που  σε πολλές περιπτώσεις απορρίπτονται σαν «απειλή για τη δημοκρατία» και «ακραία» από τους κατεστημένους πολιτικούς.

Με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και του Χαβιέρ Μιλέι στην Αργεντινή, η αύξηση των δημοσκοπικών ποσοστών και οι εκλογικές νίκες δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες προκάλεσαν σοκ στο πολιτικό κατεστημένο.

Το Λεξικό του Κέιμπριτζ ορίζει τον λαϊκισμό ως «πολιτικές ιδέες και δραστηριότητες που έχουν σκοπό να λάβουν την υποστήριξη των απλών ανθρώπων δίνοντάς τους αυτό που θέλουν». Εάν ο λαϊκισμός ικανοποιεί τις επιθυμίες του λαού, τότε πώς θα μπορούσε να είναι απειλή για τη δημοκρατία; Αυτό ακούγεται παράδοξο, μαζί με την ωμή άρνηση των κυρίαρχων κομμάτων να προσαρμόσουν την πολιτική τους ατζέντα σε μηνύματα που έχουν ευρεία απήχηση στους απλούς ανθρώπους. Αναρωτιέται κανείς ποια θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία και την ατομική ελευθερία — οι λεγόμενοι λαϊκιστές που φωνάζουν δυνατά τη δυσαρέσκεια του κόσμου ή το κατεστημένο που προσπαθεί να καταστείλει τις ανεπιθύμητες απόψεις;

Ο λαϊκισμός και η πρόσφατη άνοδός του

Τα λαϊκιστικά κόμματα συνήθως τοποθετούνται ως υπερασπιστές του απλού λαού στον αγώνα τους ενάντια στα κυρίαρχα κόμματα και τις ιδιοτελείς «ελίτ». Συχνά βάζουν στο στόχαστρο το πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό και κατεστημένο των μέσων ενημέρωσης, κατηγορώντας τους επικεφαλής τους ότι δίνουν προτεραιότητα στα δικά τους συμφέροντα έναντι των συμφερόντων του λαού. Οι λαϊκιστές υπόσχονται να δώσουν φωνή σε όσους αισθάνονται ότι αγνοούνται από την παραδοσιακή πολιτική, και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα παράπονά τους. Καθώς οι αντιληπτές λύσεις σε αυτά τα παράπονα μπορεί να είναι είτε αριστερές είτε δεξιές πολιτικές, οι λαϊκιστές πολιτικοί μπορούν να λειτουργήσουν σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.

Ο Τραμπ ήρθε στην εξουσία μιλώντας απευθείας σε προπύργια της εργατικής τάξης και παρακινώντας ψηφοφόρους που ένιωθαν ότι είχαν μείνει πίσω, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Κατηγόρησε συστηματικά τις πολιτικές ελίτ στην Ουάσιγκτον για κακοδιαχείριση και εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, όπως φαίνεται από το σύνθημά του «Στραγγίστε τον βάλτο». Ο Τραμπ αμφισβήτησε επίσης τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποκαλώντας τα «εχθρούς του αμερικανικού λαού». Ο Μιλέι πρότεινε επίσης μια «αντιπολιτική κάστα» και μια ατζέντα αντιπαγκοσμιοποίησης, εκτός από την υπόσχεση μιας θεραπείας σοκ της αγοράς για την επίλυση της οικονομικής κρίσης της Αργεντινής.

Στην Ευρώπη, τα δεξιά κόμματα της Ιταλίας ήρθαν στην εξουσία αξιοποιώντας την λαϊκή δυσαρέσκεια για τη μαζική μετανάστευση, την προπαγάνδα και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Η ίδια δυσαρέσκεια για τη μετανάστευση ώθησε τους Ολλανδούς ψηφοφόρους να ψηφίσουν υπέρ του δεξιού υποψήφιου Geert Wilders και οδήγησε τον γερμανικό λαό να αγκαλιάσει όλο και περισσότερο τη δεξιά ευρωσκεπτικιστική, αντιπληθωριστική και αντιπολεμική ατζέντα του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD). Παρόμοια λαϊκά παράπονα χάρισαν επίσης στον Βίκτορ Όρμπαν μια τέταρτη συνεχή πρωθυπουργική θητεία στην Ουγγαρία και επανέφεραν τον Ρόμπερτ Φίκο στην εξουσία στη Σλοβακία.

Η αυξανόμενη απήχηση των λαϊκιστών στους δυτικούς ψηφοφόρους είναι αδιαμφισβήτητη. Παρά τις αμέτρητες νομικές μάχες και τις εκστρατείες για την απαξίωσή του, ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί ένα μικρό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις έναντι του Τζο Μπάιντεν. Στην Ευρώπη, οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν μια αύξηση της υποστήριξης προς τους δεξιούς λαϊκιστές, κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά το πολιτικό τοπίο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Τα σημερινά φιλοευρωπαϊκά κυρίαρχα κόμματα μπορεί να εξακολουθούν να συγκεντρώνουν την πλειοψηφία, αλλά ο κίνδυνος να υπάρξει ένα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με λαϊκιστικά, κυρίως ευρωσκεπτικιστικά κόμματα στην πρώτη θέση είναι υπαρκτός. Αυτό θα παρεμπόδιζε τις «πράσινες» (σ.σ. οικολογικές υποτίθεται) πολιτικές και θα μείωνε την υποστήριξη για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Πορτογαλία ήταν η τελευταία χώρα που γνώρισε μια εκπληκτική αύξηση των δεξιών πολιτικών δυνάμεων στις εκλογές του Μαρτίου.

Η αντίδραση των κατεστημένων κομμάτων

Το ευρωπαϊκό κατεστημένο έπαιρνε πάντα πολύ σοβαρά τη λαϊκιστική απειλή. Τα κυρίαρχα κόμματα συνήθως πήγαιναν σε προεκλογικούς και μετεκλογικούς συνασπισμούς για να κρατήσουν τα πιο ριζοσπαστικά κόμματα μακριά, μέσω ενός «υγειονομικού τείχους». Για τις εκλογές του Ιουνίου, το κεντροδεξιό και ηγετικό κόμμα της Ευρώπης —το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα— πρότεινε την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για μια δεύτερη θητεία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και προσπαθεί να εξασφαλίσει ευρεία μετεκλογική υποστήριξη από τους σοσιαλιστές και τους φιλελεύθερους σε περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές.

Το πρόγραμμα της Von der Leyen δεν διαφέρει πολύ από τις κύριες πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατά την πρώτη θητεία της, με έμφαση στην ενίσχυση της άμυνας, της ασφάλειας και της υποστήριξης της Ουκρανίας στον πόλεμο κατά της Ρωσίας, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και στην προώθηση περισσότερων πράσινων πολιτικών. Ωστόσο, η απειλή της λαϊκιστικής αντιπολίτευσης και οι εκτεταμένες διαμαρτυρίες από αγρότες και επιχειρήσεις την ανάγκασαν να παρουσιάσει την πράσινη ατζέντα ως υποδεέστερη προτεραιότητα. Ανακοίνωσε επίσης μια πιο σκληρή στάση για τη μαζική μετανάστευση. Αυτό δείχνει ότι, σε κάποιο βαθμό, η πίεση από τα λαϊκιστικά κόμματα φέρνει στο προσκήνιο τις επιθυμίες των πολιτών, ενισχύοντας τη δημοκρατία αντί να την υπονομεύει.

Ωστόσο, η πορεία της ατζέντας του κατεστημένου παραμένει σε γενικές γραμμές αμετάβλητη, αν και η λαϊκή δυσαρέσκεια για το κατεστημένο έχει αυξηθεί εκθετικά. Μετά από περισσότερα από δύο χρόνια σύγκρουσης στην Ουκρανία, η λαϊκή υποστήριξη για τον πόλεμο και η εμπιστοσύνη ότι η Ουκρανία θα βγει νικήτρια έχουν διαβρωθεί σημαντικά τόσο μεταξύ των Αμερικανών όσο και των Ευρωπαίων. Η δυσαρέσκεια με τις πράσινες πολιτικές έχει επίσης αυξηθεί στα ύψη σε ολόκληρη την Ευρώπη και όσο πιο ακριβά γίνονται τα προτεινόμενα μέτρα, τόσο λιγότερη υποστήριξη συγκεντρώνουν. Είναι ευκολότερο να καταλάβουμε τώρα γιατί οι κατεστημένοι πολιτικοί προτιμούν να επικολλούν τη λαϊκιστική ταμπέλα σε κόμματα που αμφισβητούν την ατζέντα τους, αντί να προσπαθούν να καταπολεμήσουν τις αποκλίνουσες απόψεις με επιχειρήματα.

Στην παραδοσιακή ρητορική των κυρίαρχων κομμάτων, οι λεγόμενες λαϊκιστικές δυνάμεις κατηγορούνται κυρίως ως απειλές για τη δημοκρατία επειδή ακολουθούν μια αυταρχική μορφή πολιτικής. Όμως αυτό δεν είναι απαραίτητα αλήθεια, επειδή ο λαϊκισμός μπορεί να χαρακτηρίζει είτε δημοκρατικά είτε αυταρχικά κινήματα. Ο αυταρχικός λαϊκισμός που χαρακτηρίζεται από ακραίο εθνικισμό και δαιμονοποίηση των περιθωριοποιημένων ομάδων εμφανίστηκε κυρίως στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, αλλά όχι στη Δύση όπου τα δημοκρατικά θεμέλια είναι πιο στέρεα.

Ο αρνητικός αντίκτυπος στη δημοκρατία από τους λαϊκιστές που συγκυβέρνησαν ή κυριάρχησαν σε κυβερνήσεις ευρωπαϊκών χωρών όπως η Αυστρία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πολωνία και η Σλοβακία ήταν μάλλον ασήμαντος. Ο Βίκτορ Όρμπαν έχει πιθανώς κατηγορηθεί περισσότερο για υπονόμευση της δημοκρατίας στη χώρα του. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει μάλιστα δηλώσει ότι η Ουγγαρία «δεν είναι πλέον δημοκρατία». Αλλά δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό αυτό είναι απλώς μια ανταπόδοση για τις ισχυρές ευρωσκεπτικιστικές και αντιπολεμικές του θέσεις, επειδή εξακολουθεί να απολαμβάνει ευρεία εγχώρια υποστήριξη. Επιπλέον, οι έρευνες δείχνουν ότι οι Ούγγροι έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο εθνικό κοινοβούλιο και την κυβέρνηση παρά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μια άλλη κοινή ένσταση κατά των λαϊκιστών ηγετών είναι ότι τείνουν να αντιπαθούν τα περίπλοκα δημοκρατικά συστήματα της σύγχρονης διακυβέρνησης και προτιμούν την άμεση δημοκρατία, όπως τα δημοψηφίσματα. Ωστόσο, η άμεση διαβούλευση με τους πολίτες για σημαντικά ζητήματα μοιάζει περισσότερο με αρετή παρά με υστέρηση, καθώς οι κυβερνήσεις τείνουν να παραβλέπουν όλο και περισσότερο την εκλογική τους εντολή μόλις εκλεγούν. Και αυτό το σημείο έχει επίσης προβληθεί από πολιτικούς επιστήμονες όπως ο Yves Mény και ο Yves Surel, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ο λαϊκισμός είναι η έκφραση της υπεροχής της κυριαρχίας του λαού στο πολιτικό σύστημα. Επίσης ο Ερνέστο Λακλάου αναγνώρισε τα δημοκρατικά οφέλη του λαϊκισμού, μέσω των οποίων οι περιθωριοποιημένες ομάδες και τα νεοφυή πολιτικά κινήματα αμφισβητούν τις κυρίαρχες δομές της εξουσίας. Τον τελευταίο καιρό ο λαϊκισμός αντιμετωπίζεται πιο ευνοϊκά από ορισμένους ειδήμονες του κατεστημένου και περιγράφεται ως «μια ανελεύθερη δημοκρατική απάντηση στον αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό».

Κατά την άποψή μας, αυτή η διχοτόμηση μεταξύ δημοκρατικών δικαιωμάτων και άλλων πολιτικών ελευθεριών είναι ένα ψευδές επιχείρημα. Τα δύο είναι αλληλένδετα και βασίζονται στο θεμελιώδες δικαίωμα στην ιδιωτική ιδιοκτησία. Χωρίς την διασφάλιση της ατομικής ελευθερίας, συμπεριλαμβανομένης μιας σαφούς οριοθέτησης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, δεν μπορεί να υπάρξει μια λειτουργική δημοκρατία. Ταυτόχρονα, η δημοκρατία δεν αποτελεί, αυτή καθαυτή, εγγύηση για τον πλήρη σεβασμό των ατομικών ελευθεριών.

Μια φιλελεύθερη άποψη

Ο Murray Rothbard πήγε στην ουσία του θέματος όταν ανέπτυξε μια συστηματική  θεωρία της ελευθερίας. Το θεμέλιο της ατομικής ελευθερίας στο φιλελεύθερό του πλαίσιο είναι τα φυσικά δικαιώματα των ανθρώπων που εκφράζονται μέσω των απόλυτων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Ο John Locke επεξεργάστηκε την έννοια των ατομικών «φυσικών δικαιωμάτων» τον δέκατο έβδομο αιώνα, αναφερόμενος στο δικαίωμα ιδιοκτησίας κάθε ατόμου στο σώμα του και στο έργο των χεριών του, που μεταμόρφωσε τη φύση πριν από οποιονδήποτε άλλο. Η Αμερικανική Επανάσταση είχε εμπνευστεί σε μεγάλο βαθμό από φιλελεύθερες και Λοκιανές ιδέες και η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας μίλησε για τα αναφαίρετα φυσικά δικαιώματα του λαού. Όμως τα φυσικά δικαιώματα ήταν ασύμβατα με την απόλυτη κρατική εξουσία και δεν τα πήγαιναν καλά ούτε με τα δημοκρατικά ούτε με τα σοσιαλιστικά συστήματα. Σταδιακά αντικαταστάθηκαν από την αποδυναμωμένη έννοια των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» που εξαρτώνται από την αυθαίρετη ερμηνεία και επιβολή από τα κρατικά δικαστήρια και δικαστές. Έτσι, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα δεν είναι πλέον απόλυτα, αλλά εξαρτώνται από την βούληση των κυβερνήσεων.

Συμπερασματικά, ο σεβασμός των σύγχρονων «ανθρώπινων δικαιωμάτων» δεν αρκεί για να διασφαλίσει την προστασία των θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών, διότι σχετικοποιούν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Τα σημερινά κύρια παράπονα των Δυτικών -όπως η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, η επαχθής φορολογία κι οι «πράσινοι» κανονισμοί, και η συμμετοχή των κρατών σε διεθνείς στρατιωτικές συγκρούσεις- αντιπροσωπεύουν μια κατάφωρη καταπάτηση των ατομικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Και όμως, παραδόξως, τα πολιτικά κόμματα που υποστηρίζουν αυτά τα παράπονα χαρακτηρίζονται από το κατεστημένο σαν αντιδημοκρατικά και εξτρεμιστικά. Αυτό είναι ένα σαφές σημάδι ασθένειας της δημοκρατίας και ατομικής ελευθερίας στη Δύση.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.