Οι δημοσιογράφοι είμαστε εδώ υποτίθεται για να απαντάμε. Όχι για να ρωτάμε. Αυτό ζητάει ο κόσμος από εμάς: να του λύνουμε τις απορίες.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Αν επρόκειτο να ρωτάμε, θα μπορούσαμε να συχνάζουμε και στα καφενεία. Να απαντάμε βεβαίως, αφού προηγουμένως ερευνούμε. Στη βάση πληροφοριών αλλά και απόψεων ειδικών εμπειρογνωμόνων.
Τι περίεργο όμως! Σχεδόν έξι μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, ο παγκόσμιος Τύπος, αντί για τις βεβαιότητες που κάλυπτε στην αρχή τη σύρραξη στην Ουκρανία, σήμερα εγείρει όλο και συχνότερα αμφιβολίες. Και μάλιστα δεν διστάζει να «ντύνει» αυτές τις αμφιβολίες του με πλήθος από ερωτήματα. Αποστέλλοντας έτσι ένα συγκεκριμένο μήνυμα στο αναγνωστικό του κοινό: Υπερηφανεύεται με πηχυαίους τίτλους ότι δεν γνωρίζει!
Και καλεί τους αναγνώστες του να δώσουν εκείνοι τις απαντήσεις. Το περασμένο Σάββατο οι «New York Times» δημοσίευσαν ρεπορτάζ με τίτλο «Θα βγάλει τον χειμώνα η Ευρώπη χωρίς ρωσικό φυσικό αέριο;» Θα μπορούσε να είναι και ανέκδοτο. Οχι ρεπορτάζ. Ο αμερικανικός Τύπος, ο Τύπος μιας χώρας που πρωτοστάτησε στην επιβολή ασύλληπτων, υποτίθεται, οικονομικών κυρώσεων εις βάρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας και παρέσυρε σε αυτόν τον χορό και όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, σήμερα έρχεται να ρωτήσει τους αναγνώστες του στην Αμερική αλλά και τους συνδρομητές του στη γηραιά ήπειρο αν θα καταφέρουν να βγάλουν τον χειμώνα!
Αν οι γέροντες στον ευρωπαϊκό Βορρά θα ξεπαγιάσουν ή θα αποφασίσουν να κατέβουν στα χειμαδιά του ευρωπαϊκού Νότου για να μην εξοντωθούν από το ψύχος! Αν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, που βάσιζαν τη λειτουργία τους σε ρωσικό φυσικό αέριο, θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στα συμβόλαιά τους, με δεδομένο ότι σήμερα η ροή του έχει περιοριστεί στο ένα τρίτο της περυσινής, με προοπτική τον μηδενισμό της τον χειμώνα! Αν οι οικογένειες και τα νοικοκυριά θα αντέξουν τις δυσβάστακτες αυξήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος και των καταναλωτικών αγαθών, συνέπεια του τεράστιου πληθωρισμού που συνοδεύει την ενεργειακή κρίση.
Οι εξοντωτικές κυρώσεις
Τι ωραίοι που είναι οι φίλοι μας οι Αμερικανοί! Πρώτα μας ζήτησαν με φορτικότητα να εφαρμόσουμε τις εξοντωτικές κυρώσεις και να σταματήσουμε να προμηθευόμαστε ρωσικό πετρέλαιο, ρωσικό φυσικό αέριο, ρωσικά προϊόντα, ρωσικό χρυσό, πρώτα μας ζήτησαν να σταματήσουν τα πλοία της ναυτιλίας μας να μεταφέρουν ρωσική ενέργεια και να αποχωρήσουν οι επιχειρήσεις μας από το ρωσικό έδαφος, πρώτα έβαλαν αυτό το νούμερο -λυπάμαι, δεν μπορώ να βρω καλύτερη λέξη-, τον πρόεδρο της Ουκρανίας να ζητά να επιβληθούν κυρώσεις εις βάρος της Ελλάδος, και τώρα έρχονται με περισπούδαστο ύφος να μας ρωτήσουν περίλυποι, εμάς και όλους τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς, αν θα καταφέρουμε να βγάλουμε τον χειμώνα! Και αυτό ονομάζεται πνευματική ηγεσία της «δημοκρατίας απέναντι στην απολυταρχία»!
Λυπούμαι να θυμίσω ότι οι ίδιοι άνθρωποι πέρασαν τον χειμώνα με το να μας γράφουν ότι οι ολιγάρχες θα δολοφονήσουν τον Πούτιν και ότι η υγεία του είναι τόσο επιβαρυμένη, ώστε ετοιμάζεται και ο διάδοχός του! Αυτοί σήμερα διερωτώνται αν η Ευρώπη θα καταφέρει να βγάλει τον χειμώνα. Και δεν ντρέπονται.
Προσοχή, για να μην υπάρχουν παρανοήσεις: Αγαπάμε τους Αμερικανούς πολίτες, οι οποίοι το φετινό καλοκαίρι στηρίζουν εντυπωσιακά με τα δολάριά τους τον ελληνικό τουρισμό. Οι δεσμοί μας είναι ακατάλυτοι και διαχρονικοί, όπως προκύπτει και από την ανάγνωση του βιβλίου του πρώτου Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα το 1868 Τσαρλς Τάκερμαν «Οι Ελληνες του σήμερα» (εκδόσεις Ανω Τελεία). Το πρόβλημα είναι οι κοντόθωρες ηγεσίες και οι κοντόθωρες πολιτικές που δεν έχουν καμία σχέση με τη διορατικότητα που είχαν άλλοτε το αμερικανικό έθνος και η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Που, αντί να βλέπει πώς θα εξελιχθεί ο κόσμος 10 χρόνια μετά, βλέπει με το ζόρι έως τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου!
Το ωραίο είναι ότι, εκτός από τον αμερικανικό Τύπο, ερωτήματα αυτής της μορφής διατυπώνει πλέον και ο ελληνικός Τύπος, ο οποίος στην πρώτη φάση του πολέμου πανηγύριζε με επικά πρωτοσέλιδα υπέρ του προέδρου Μπάιντεν και προεξοφλούσε το πολιτικό τέλος του Βλαντιμίρ Πούτιν. Δεν θέτουν μόνο οι Αμερικανοί ερωτήματα, θέτουν και οι εν Ελλάδι διαπρύσιοι κήρυκές τους, που μέχρι χθες κρατούσαν το θυμιατό και λιβάνιζαν, για να μην πούμε δόξαζαν, την αποφασιστικότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Ούτε αυτή η πρεσβεία δεν τη δόξαζε τόσο. Τα διαβάσαμε την περασμένη Κυριακή τα πρωτοσέλιδα ερωτήματα: «Τελικά, ποιος χάνει, ο Πούτιν ή οι Ευρωπαίοι;» Και μόνη η διατύπωσή τους από τις ηγεσίες των μέσων δείχνει ότι κάποιοι ντρέπονται πλέον να πουν στον κόσμο προς τα πού οδηγεί η έκβαση του πολέμου. Και προκειμένου να μην εκτεθούν, άρχισαν να… διαλογίζονται. Να προετοιμάζουν το ανύποπτο, υποτίθεται, αναγνωστικό κοινό τους με ερωτήματα. Για να το προβληματίσουν τάχα. Αλλά και όταν έρθει η ώρα της κρίσεως, να είναι καλυμμένοι ότι… «εμείς τα είπαμε». Δεν «τα είπαμε» όμως! Δεν τα είπατε, για να είμαστε ακριβέστεροι.
Και στους καιρούς που ζούμε, η μιντιακή αστοχία στη διατύπωση προβλέψεων -ή στη χειρότερη περίπτωση η παραπλάνηση και η προπαγάνδα- δυστυχώς κοστίζει στη χώρα. Πρώτον, διότι η σωστή πληροφόρηση των πολιτών εν τέλει οδηγεί σε καλύτερες αποφάσεις. Οχι η κατόπιν εορτής πληροφόρηση. Δεύτερον, διότι όσοι δίνουν κάλυψη σε εξωτερικές πολιτικές που ταυτίζονται πλήρως με τις άστοχες συμμαχικές πολιτικές της πρώτης περιόδου είναι συνυπεύθυνοι γι’ αυτά που θα έρθουν. Θα περίμενε κανείς ότι με την τροπή που έχουν πάρει οι εξελίξεις θα είχαμε πάρει όλοι τα μαθήματά μας. Και ότι η κρίση της Ταϊβάν θα ήταν μια πρώτης τάξεως αφορμή για να ξυπνήσουμε.
Δεν θέλω να κάνω υποδείξεις σε κανέναν. Ούτε διεκδικώ το μονοπώλιο του πατριωτισμού, όπως μου έγραψε άστοχα ένας συνάδελφος, καθώς όσοι αγαπούν αληθινά την πατρίδα δεν θέλουν να μονοπωλούν την αγάπη γι’ αυτήν. Το αντίθετο επιδιώκουν. Θέλουν η αγάπη να είναι έμπρακτη και καθολική. Οπως μου έλεγε ο μητροπολίτης Σιατίστης, ο μακαριστός Παύλος, σε αυτήν την περίπτωση «όποιος έχει την ελευθερία έχει και την ευθύνη». Όλοι έχουν/έχουμε την ευθύνη. Και κανείς μας δεν είναι αλάνθαστος. Αλλά ρίξτε μια ματιά στα χθεσινά πρωτοσέλιδα. Κάποιοι σφυρίζουν αδιάφορα για την επίσκεψη-πρόκληση της Πελόζι στην Ταϊβάν, η οποία θα μπορούσε να ανατινάξει τον κόσμο. Και μάλιστα τη στιγμή που αποδεικνύεται ότι η μετάβαση της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων στην Ταϊπέι δεν είχε ούτε την έγκριση του Λευκού Οίκου (ο εκπρόσωπος του Μπάιντεν κράτησε αποστάσεις υπέρ της Κίνας) ούτε του υπουργείου Εξωτερικών (ο Μπλίνκεν είπε ότι ήταν αποκλειστικά δική της απόφαση) ούτε του αμερικανικού Πενταγώνου (το οποίο είπε ότι είναι «άκαιρη» η στιγμή της επίσκεψής της).
Στο έλεος των λόμπι
Οταν λοιπόν είμαστε μπροστά σε ένα μέγα θέμα, από το οποίο προκύπτει ότι καθένας και καθεμία, αγόμενοι και συρόμενοι από τα λόμπι που χρηματοδοτούν τις εκστρατείες τους, κάνουν ό,τι θέλουν σε αυτή τη μεγάλη χώρα και όταν αύριο εμείς θα κληθούμε ενδεχομένως να καταβάλουμε τις συνέπειες αυτών των παραλογισμών (χωρίς να μπορούμε να τις αποδοκιμάσουμε με την ψήφο μας), είναι δυνατόν από τις ταπεινές μας θέσεις να μη «βάζουμε» μια φωνή; Να μην τους ξεφωνίζουμε;
Η επίσκεψη της κυρίας Πελόζι στην Ταϊβάν με βρήκε να μελετώ το εξαιρετικό μυθιστόρημα των απόστρατων ανώτατων στρατιωτικών των Ηνωμένων Πολιτειών ναύαρχου James Σταυρίδη και Ελιοτ Ακερμαν «2034» το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κάκτος.
Οι συγγραφείς του το αποκαλούν «το μυθιστόρημα του επόμενου παγκοσμίου πολέμου». Στον πρόλογό του μάλιστα περιέχει μία φράση του διάσημου Αμερικανού συγγραφέα, γνωστού για τον «Μόμπι Ντικ», Χέρμαν Μέλβιλ:
«…γιατί δεν υπάρχει μωρία στα ζώα της γης που να μην ξεπερνιέται απείρως από την τρέλα των ανθρώπων». Μας ταιριάζει γάντι. Γράφτηκε για τους καιρούς μας. Διαφωνεί κανείς; Για να θέσουμε κι εμείς ένα ερώτημα.