Ορατοί και αόρατοι οι εχθροί γύρω μας, μα εμείς αναλώνουμε την ικμάδα της δύναμής μας σε άγονες κομματικές αντιπαραθέσεις και αντιπαλότητες. Ορατοί και αόρατοι οι επιβουλείς των συνόρων μας, της παράδοσης, του πολιτισμού, των ιδεών και των αξιών μας. Των αξιών και ιδανικών των αρχαίων προγόνων και των παππούδων μας, των ντόπιων και των ξεριζωμένων απ’ τις μικρασιατικές πατρίδες Ελλήνων.
– Οι ελπίδες είναι για τους ζωντανούς, οι πεθαμένοι είναι χωρίς ελπίδες, λέει ο Θεόκριτος στα ”Ειδύλλιά” του.
Και οι ελπίδες έθρεψαν τις ψυχές εκείνων τότε. Έτσι έμπλεοι από το συναίσθημα της αρχέγονης και ενστικτώδικης φιλοπατρίας και με τη ζεστή αίσθηση της αισιοδοξίας να πάλλεται μέσα τους σε αγαστή αρμονία με την νόησή τους, έφτασαν να γράψουν χρυσές σελίδες που έμειναν στην Ιστορία ως ”Έπος του 1940-’41”.
Αλλά, φευ!.., αυτό δεν κράτησε πολύ και γίναμε θέατρο Εμφυλίου μπολιάζοντας ό,τι κερδίσαμε με μίσος, εκδικητικότητα και μισαλλοδοξία. Ήταν η λογική του διχασμού που σε σύμπλευση με την αδικία στοιχειώνει την ελληνική ιστορία από’ την αρχαιότητα έως σήμερα, έως τώρα…
Έτσι έπαψε ο ελληνικός λαός να πιστεύει και να εμπιστεύεται τους πολιτικούς εκπροσώπους του. Έπαψε να τους τιμά και να τους εκτιμάει.
– Quand les peuples cessent d’ estimer ils cessent d’ obd’obéir (Όταν οι λαοί παύουν να εκτιμούν, παύουν και να υπακούν), λέει ο Γάλλος συγγραφέας Antoine de Rivarol (18ος-19ος αι).
Κι εμείς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο εδώ και χρόνια. Κατάσταση αρνητική για τον πολιτικό βίο μας ο οποίος τροχοδρομεί πότε πάνω στις ράγες της ”λογικής του λαϊκισμού” και πότε σ’ εκείνες του ”πολιτικού ρεαλισμού” άνευ… συναισθήματος.
Ακραίες επιλογές αμφότερες, αν και τα κόμματα εξουσίας που τις υποστηρίζουν δεν είναι των άκρων. Μέση οδός, ωστόσο, δεν υπάρχει. Τον πρώτο, τον λαϊκισμό, τον νιώσαμε, τον βιώσαμε και τον αποβάλλαμε καταψηφίζοντας τον δημαγωγό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος ανέδειξε στον πολιτικό του βίο ως όπλα την κινδυνολογία, τις λεκτικές εκτροπές και τα επικοινωνιακά τεχνάσματα φαλκίδευσης της δημοκρατίας δια της εξαπάτησης του λαού.
Τον δεύτερο, τον πολιτικό ρεαλισμό – τον ρεαλισμό της λογικής που απορρίπτει το συναίσθημα – τον βιώνουμε σήμερα, επί πρωθυπουργίας Κυριάκου Μητσοτάκη, όπου έχει παγιωθεί η μονόπλευρη ”κανονικότητα” του πρωθυπουργού σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής μας ζωής με αφορμή την πανδημία, ενώ βλέπουμε να αποθεώνεται – σε επίπεδο Εξωτερικής πολιτικής – ο ”πολιτικός ρεαλισμός” του κατευνασμού και της μόνιμης υποχωρητικότητας έναντι της Τουρκίας.
Ο πολιτικός ρεαλισμός που, όσο ταυτίζεται με τον μινιμαλισμό, δεν αποκλείεται να μας οδηγήσει σε ενδοτικότητα. Ενδοτικότητα στην οποία θα καταλήξουμε, αν συνεχίσουμε να πνίγουμε τα εθνικά μας συμφέροντα στο όνομα μιας επίπλαστης και μονόπλευρης ειρήνης διανθισμένης με το μεταναστευτικό, ως υβριδικό πόλεμο, και τον ”ακήρυχτο” πόλεμο των Τούρκων στο Αιγαίο.
Ο πολιτικός ρεαλισμός που απορρίπτει μεν το συναίσθημα, αλλά το εργαλειοποιεί στοχευμένα, για να… επιβάλει τη λογική του. Απόδειξη είναι η μελετημένη διαχείριση της διαπλοκής λογικής και συναισθήματος την οποία έκανε προεκλογικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν εργαλειοποίησε τους ”Μακεδονομάχους” διαδηλωτές κατά της ”Συμφωνίας των Πρεσπών”, για να ενισχύσει το πατριωτικό προφίλ του κόμματός του, ενώ – όπως αποδείχθηκε – είχε αποφασίσει να την επικυρώσει με το που θα γινόταν πρωθυπουργός…
Ήταν μια νίκη της λογικής φορτωμένη με υποκρισία. Ο λαός μας, όμως, λειτουργεί πολιτικά κυρίως με το συναίσθημα, που μένει αγέραστο σε πείσμα της λογικής του πρωθυπουργού ο οποίος μίλησε πρόσφατα για συναισθήματα γερασμένα (”Δεν νοσταλγούμε γερασμένα συνθήματα, αλλά υλοποιούμε ζωντανά αιτήματα”, 17/11/’21).
Η αισιοδοξία του εμφανής, αλλά όχι μεταδοτική, γιατί η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σ’ ένα τέλμα πολιτικό, πνευματικό, οικονομικό, υπαρξιακό, καθώς δεν υπάρχει φως στον ορίζοντα επειδή δεν υπάρχουν εφεδρείες.
Όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί προμοτάρουν την… χρυσή μετριότητα στην πολιτική μας σκηνή. Κι αυτό δεν το αλλάζουν ούτε οι δημοσκοπικές αλχημείες, ούτε οι κοκορομαχίες και οι κοινοβουλευτικοί θεατρινισμοί ούτε οι εσωκομματικές μονομαχίες προς νεκρανάσταση κομμάτων. Δεν το αλλάζει ούτε η αυτάρεσκη αυτοπροβολή του κ. Τσίπρα στη Βουλή (”Είμαι ο αυριανός πρωθυπουργός (σας)”)…
Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη του πολιτικού κενού που προκαλούν η αδράνεια, η καχυποψία και η κρυμμένη πίσω απ’ την ”ρεαλιστική” και την ”λαϊκιστική λογική” υποκρισία των εκπροσώπων μας στο Εθνικό Κοινοβούλιο προκαλεί θλίψη και διαμορφώνει ένα πολιτικό τοπίο που φυτοζωεί σε περιβάλλον άνυδρο υπό τον φόβο του κράτους-φίμωτρου σε ρόλο κακέκτυπου του αμερικανικού Μακαρθισμού της δεκαετίας ’50-’60.
Τα αποκαρδιωτικά αυτά πολιτικά δεδομένα (που συνιστούν μείζον εθνικό πρόβλημα) ενισχύει η ανυπαρξία των διανοούμενων στην πιο κρίσιμη για τον Ελληνισμό καμπή της ιστορικής του πορείας. Των διανοούμενων οι οποίοι (πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων) σιωπούν και δεν αντιστέκονται στην πολιτική και κοινωνική παρακμή μας.
Δεν αντιστέκονται στους εκάστοτε κυβερνήτες που ανεβοκατεβαίνουν στην εξουσία με αριστεροδεξιά ή κεντρώα, τυποποιημένα ιδεολογήματα αντιμετωπίζοντας ιδιοτελώς τους πολίτες σαν ρουσφετοθήρες ψηφοφόρους οι οποίοι μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε κομματικούς κλακαδόρους προσδεδεμένους στο άρμα τους.
Δεν αντιστέκονται στην κάλπικη ”προστασία” που μας προσφέρουν οι πεφωτισμένοι της Εσπερίας ”φιλέλληνες” οι οποίοι από την μια μας ενισχύουν δανειακά και εξοπλιστικά κι από την άλλη μας ζητούν να μειώσουμε το στρατιωτικό αποτύπωμα των νησιών μας, για να διευκολύνουμε τα διεκδικητικά σχέδια του βουλιμικού προαιώνιου εχθρού μας.
Δεν αντιστέκονται στον ρεαλισμό του… θέρους (που απογυμνώνει ιδεολογικά και αξιακά την Ελλάδα) προκρίνοντας στη θέση του τον ρεαλισμό της σποράς. Τον ρεαλισμό που δεν μένει σε συνθηματολογικές ταμπέλες φιλελεύθερης ή αριστερής έμπνευσης, αλλά κινητοποιεί ανθρώπους με ανιδιοτέλεια και πραγματική αγάπη για την πατρίδα.
Ανθρώπους πρόθυμους να στηρίξουν μια εθνική προσπάθεια η οποία θα κάνει απροσπέλαστα τα ελληνικά σύνορα για εκείνους που τα παραβιάζουν ή απειλούν να τα καταλύσουν και θα ξαναστήσει το ελληνικό κράτος πάνω σε γερά θεμέλια.
Θεμέλια που να πιστοποιούν τη διάθεση της ηγεσίας για κοινωνική προσφορά, παράλληλα με την αποκατάσταση της καταρρέουσας κρατικής υπόστασης του Ελληνισμού, η οποία προϋποθέτει έργα και όχι λόγια λαϊκιστικά ή πατροδοκαπηλικά. Προϋποθέτει:
1. Αμερόληπτη επιλογή προσώπων στη σύνθεση των υπουργείων με κριτήρια την επάρκεια, την ικανότητα, και τη διάθεση προσφοράς στην πατρίδα και την κοινωνία και όχι το πολιτικό ή οικογενειακό τους εκτόπισμα, τη δημοφιλία και την αναγνωρισιμότητά τους.
2. Στοχευμένη ενίσχυση των κρατικών υπηρεσιών με πολίτες που θα προσλαμβάνονται αξιοκρατικά για να υπηρετούν τις κοινές ανάγκες και να κρίνονται, να ιεραρχούνται και να αμείβονται με βάση τις ευθύνες και τις αρμοδιότητές τους και όχι με βάση τις γνωριμίες, τις πολιτικές διασυνδέσεις και τις κομματικές εξαρτήσεις τους.
3. Αντικατάσταση των θεσμοθετημένων παραλυτικών παθογενειών και δομικών αγκυλώσεων του ελληνικού κράτους (τις οποίες εξέθρεψε ο άκρατος, διαχρονικός κομματισμός) με θεσμούς μεταρρυθμισμένους, χτισμένους πάνω στο δίδυμο δικαιοσύνη-αξιοκρατία.
4. Αντικατάσταση των ανίκανων ή ατομικιστών του συστήματος εξουσίας με ικανούς και οραματιστές του μέλλοντος της Ελλάδας, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να εργαστούν με μόχθο και ζήλο για την αναστήλωση των ερειπίων της.
5.Αντικατάσταση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων (απ’ το διοικητικό μέχρι το διπλωματικό επίπεδο), όπως και των υστερόβουλων νοοτροπιών με ανυστερόβουλες δράσεις και λειτουργίες.
6. Σύνδεση της αριστείας με την φιλοπατρία, την παραγωγικότητα και τη δημιουργία.
7. Εκσυγχρονισμό των τεχνικών υποδομών που θα ανυψώσουν το βιοτικό επίπεδο του λαού μας.
Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, αν δεν υπάρξει ισχυρή πολιτική βούληση στο άμεσο μέλλον για επιτάχυνση της δρομολόγησης δομικών αλλαγών στο πλαίσιο του ”επιτελικού κράτους” του πρωθυπουργού, θα οδηγηθούμε μοιραία σε αναζήτηση νέου μπροστάρη ο οποίος θα κληθεί να υπερβεί τις κενές περιεχομένου διακηρύξεις και τις πομφόλυγες επαγγελιών των προκατόχων του, για να αφυπνίσει εθνικά και κοινωνικά τον παραιτημένο λαό και να βγάλει από το τέλμα τη χώρα.
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)