Ήρθε, είδε και απήλθε σαν την καλή χαρά, χωρίς να ακούσει τίποτα που να την ενοχλήσει. Ούτε για το κατοχικό δάνειο και τις επανορθώσεις που θα την έφερναν σε δύσκολη θέση δημόσια ούτε για τις θλιβερές αναμνήσεις των Ελλήνων απ’ την Καγκελαρία της η οποία μάτωσε την Ελλάδα.
Το μόνο που άκουσε τελικά η ”μαντάμ” Μέρκελ στο αποχαιρετιστήριο πέρασμά της από την Ελλάδα ήταν τα ”κλαψουρίσματα” της Σακελλαροπούλου στο Προεδρικό (κι εκείνα εν είδει παιδικού παράπονου με το κεφάλι σκυμμένο), γιατί μας έκανε να νιώθουμε μόνοι και εγκαταλελειμμένοι στα χρόνια της οικονομικής κρίσης επιλέγοντας για τους Έλληνες τον μονόδρομο του μαστίγιου χωρίς το καρότο.
Της επίσκεψης στο Προεδρικό, βέβαια, είχαν προηγηθεί οι στρογγυλεμένα αρνητικές αιχμές του πρωθυπουργού στο Μαξίμου, τα επιχρυσωμένα ”καρφιά” δηλαδή που δεν ενόχλησαν φυσικά την υπηρεσιακή Καγκελάριο.
Επιπλέον, και η όποια πικρία έμεινε στον αέρα εκ μέρους μας. καλύφθηκε γρήγορα απ’ την υπενθύμιση του πρωθυπουργού(σε ρόλο μαθητή εν εξάρσει που επαίρεται στη δασκάλα του για τις γραπτές επιδόσεις του)ότι συμμορφωθήκαμε προς τας υποδείξεις της και γίναμε πλέον καλά παιδιά, γι’ αυτό και”η σημερινή Ελλάδα δεν είναι εστία ελλειμμάτων”.
Τα μνημονιακά χρόνια, συνελόντι ειπείν, ήταν μια περιπέτεια που μας άξιζε. Μια περιπέτεια που – έγραψε μεν ιστορία σε βάρος μας εξαιτίας της πολιτικής ακραίας λιτότητας της Άνγκελα Μέρκελ – αλλά αυτή, ως δια μαγείας αποφορτίστηκε συν τω χρόνω, με αποτέλεσμα να κάνουμε τα ξινά γλυκά για χάρη της.
Κάτι που φάνηκε, άλλωστε, και στο λογύδριο αποχαιρετισμού του Κυριάκου Μητσοτάκη, το οποίο περιελάμβανε λόγια του Γκαίτε σε άψογη γερμανική, όχι για λόγους εντυπωσιασμού υποθέτω, αλλά για να δείξει πως παραμένουμε στο γεωπολιτικό άρμα της Γερμανίας όσο κι αν μας έχει σημαδέψει αρνητικά αυτή σε πόλεμο και σε ειρήνη.
Όπερ σημαίνει ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έδειξε έμμεσα πλην σαφώς ότι θα συνεχίσει να είναι προσηλωμένος στην Εξωτερική πολιτική του ”κατευνασμού” που μας δίδαξε – μέσω Σημίτη – η χώρα της, έστω κι αν η μεροληπτική στάση της υπέρ της Τουρκίας δεν πρόκειται να αλλάξει.
Δεδομένων αυτών, το μόνο που μας μένει να ελπίζουμε ρεαλιστικά είναι μήπως ο διάδοχος της Μέρκελ στην Καγκελαρία Όλαφ Σολτς (αρχηγός του σοσιαλδημοκρατικού SPD) εξισορροπήσει κάπως την πλάστιγγα της δικαιοσύνης (η οποία γέρνει προκλητικά ως τώρα υπέρ της Τουρκίας) και θελήσει να εφαρμόσει μια δικαιότερη πολιτική που να βασίζεται σε αρχές και στο κράτος δικαίου.
Στο κράτος δικαίου που εδράζεται στις Διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις τις οποίες ζητά να αναθεωρήσει ο Ταγίπ Ερντογάν, για να επεκτείνει την τουρκική επικράτεια σε βάρος της χώρας μας. Αλλά, φευ!.., μια τέτοια προοπτική αλλαγής πολιτικής της Γερμανίας είναι πολύ μικρή, γιατί η σχέση της με την Τουρκία δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και στρατηγική.
Πέραν αυτού, λόγω του γεγονότος ότι 1,5 εκατομμύριο περίπου Τούρκοι μετανάστες είναι υπήκοοι Γερμανίας, οι παραδοσιακοί δεσμοί των δύο χωρών στον οικονομικό και αμυντικό τομέα επεκτάθηκαν και στον πολιτικό, με αποτέλεσμα αυτοί να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τα εκλογικά αποτελέσματα στη Γερμανία, την τελευταία ειδικά πενταετία με εξαετία.
Από την πλευρά μας ασφαλώς – σε κυβερνητικό επίπεδο – φροντίσαμε δια του πρωθυπουργού να τα υπερακοντίσουμε όλα αυτά εστιάζοντας στην τουρκική προκλητικότητα και την (πέραν του δέοντος ανεκτική) στάση της Ευρώπης απέναντί της.
Και το κάναμε αυτό με την ελπίδα ότι η Γερμανία είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που μπορεί να ασκήσει επιρροή στην Τουρκία και να μετριάσει την επιθετικότητά της σε βάρος της χώρας μας και της Κύπρου.
Και είναι η μοναδική αν λάβουμε υπόψη μας ότι η Άνγκελα Μέρκελ προσωπικά – κατά την μακρά της θητείας – καθιέρωσε την γνωστή ”πολιτική κατευνασμού” απέναντι στην Τουρκία. Πολιτική που… απογειώθηκε στις Συνόδους Κορυφής της ΕΕ αποκαλύπτοντας τον φιλοτουρκισμό της Γερμανίας (βλ. ”σιγή ιχθύος” το ’19 για τις παραβιάσεις της κυπριακής ΑΟΖ απ’ τα τουρκικά ερευνητικά και γεωτρύπανα και επιτυχή προσπάθεια των Γερμανών το ’20-21 να την απαλλάξουν από τον βραχνά των κυρώσεων και να την κάνουν λιγότερο αντιπαθή στα κράτη-μέλη της ΕΕ).
Σ’ όλο αυτό το διάστημα εντωμεταξύ της 16χρονης Καγκελαρίας της Μέρκελ και του 6μηνου της Προεδρίας της στην ΕΕ το ’20, η Άγκυρα συνέχισε τις προκλήσεις σε βάρος μας είτε με εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού είτε με παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας και των δικαιωμάτων της Κύπρου, ενώ οι αυθαιρεσίες και οι προκλήσεις της έμειναν ατιμώρητες, με την Γερμανία στον γνωστό διπλό ρόλο της πάντα.
Πότε σε ρόλο φύλακα των τουρκικών συμφερόντων, δηλαδή, και πότε σε ρόλο θηριοδαμαστή για τα δικά μας εθνικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα να μας αναγκάσει να συρθούμε και πάλι σε γύρους διαπραγματεύσεων με την Τουρκία (πάμε ήδη για τον 64ο), έστω κι αν αποδείχθηκαν οι προηγούμενοι άκαρποι.
Δεδομένων αυτών, το ταξίδι της Μέρκελ στη χώρα μας αποδείχθηκε – όπως αναμενόταν – ταξίδι αναψυχής γι’ αυτήν χωρίς κανένα κέρδος για την Αθήνα. Την Αθήνα που θα πρέπει αναγκαστικά να επανακαθορίσει τους στρατηγικούς στόχους της γύρω απ’ τα εθνικά μας θέματα.
Κι αυτό γιατί άλλαξαν τα πολιτικά δεδομένα στη Γερμανία. Όπερ σημαίνει ότι, αν επιβεβαιωθούν τα σενάρια για σχηματισμό κυβέρνησης με καγκελάριο τον νικητή των εκλογών Όλαφ Σολτς, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολύ πιθανόν έναν νέοΒόλφγκανγκ Σόιμπλε, αφού υποψήφιος γιαυπουργός Οικονομικών είναι ο αρχηγός των Φιλελεύθερων ΔημοκρατώνΚρίστιαν Λίντνερ, γνωστός υπέρμαχος του Συμφώνου Σταθερότητας (το οποίο υποστηρίζει κι ο Σολτς) και της πολιτικής της λιτότητας, πέραν του ότι είχε ταχθεί επανειλημμένα στο παρελθόν κατά της Ελλάδας για οικονομικά θέματα.
Θέματα που εξακολουθούν να μας κρατούν και τώρα, έντεκα χρόνια μετά την είσοδό μας στα μνημόνια, στο επίπεδο των αδύναμων χωρών της ΕΕ επιβεβαιώνοντας την ανησυχητική αλήθεια την οποία κρύβει επιμελώς η κυβέρνηση. Και την κρύβει με το να παρουσιάζει ωραιοποιημένη την εικόνα της ελληνικής οικονομίας με βάση τις περιοδικές αναβαθμίσεις της από Οίκους αξιολόγησης του εξωτερικού.
Κάτι που ηχεί ασφαλώς σαν καμπάνα εγρήγορσης στα αυτιά μας, καθώς – παραμένοντας αδύναμος κρίκος στην Ευρώπη – αντιμετωπίζουμε όχι μόνο οικονομικούς κινδύνους (που επαυξήθηκαν με την αγορά ακριβών εξοπλιστικών), αλλά και εθνικούς στη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο.
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)