Του Κώστα Ράπτη
Για τα συνήθη και αυτονόητα προφανώς δεν χρειάζονται διευκρινήσεις. Το ότι συνεπώς πηγές του Μεγάρου Μαξίμου αισθάνθηκαν χθες την ανάγκη να επισημάνουν μέσω Αθηναϊκού Πρακτορείου το αυτονόητο, ότι δηλαδή κατά την παρουσία του στην Άγκυρα ο Νίκος Δένδιας κινήθηκε με βάση τις οδηγίες του Πρωθυπουργού, ενώ κατόπιν και πηγές του υπουργείου Εξωτερικών διοχέτευσαν “μανιφέστο” ως προς τη φιλοσοφία με την οποία διαπραγματεύεται η Ελλάδα, υποδηλώνουν την απορία που δικαιούται να έχει κανείς για τα όσα, ασυνήθιστα όντως, συνέβησαν κατά τις κοινές δηλώσεις των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας.
Διότι βέβαια η ανταλλαγή αιχμών μπροστά στις κάμερες ούτε συμβαδίζει με την καθιερωμένη διπλωματική πρακτική ούτε με το κλίμα φιλίας, ακόμη και διαπροσωπικής, που θέλησαν οι Νίκος Δένδιας και Μεβλούτ Τσαβούσογλου να προβάλλουν κατά την έναρξη των κοινών δηλώσεών τους.
Αιχμές οι οποίες προέκυψαν όταν ο Έλληνας υπουργός πέρασε από τα θέματα “χαμηλής πολιτικής” (λ.χ. οικονομικής συνεργασίας), τα οποία εμφανώς ήθελε να προτάξει, σε αυτά που άπτονται της κυριαρχίας των δύο κρατών και τα οποία η τουρκική πλευρά επείγεται να συμπεριλάβει σε μία “εφ’ όλης της ύλης” διαπραγμάτευση – και μάλιστα “χωρίς όρους και προϋποθέσεις”.
Μια τέτοια δημοσιοποίηση των σημείων τριβής, όπως αυτά είναι βέβαιο ότι συζητούνται πίσω από τις κλειστές πόρτες, μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως προκαταβολικό κλείσιμο των διαύλων είτε, το πιθανότερο, ως “αριστερό φλας για δεξιά στροφή”, ήτοι ως διαπραγματευτική διαχείριση με το βλέμμα στραμμένο και προς το εγχώριο ακροατήριο. Αυτό λ.χ. που στο ελληνικό διαδίκτυο χειροκροτεί τον υπουργό Εξωτερικών, παραβλέποντας ότι απέναντι στους δυνατούς “πόντους” που έγραψε ο Νίκος Δένδιας, την αναφορά στην Συνθήκη της Λωζάνης ως εσαεί ισχύουσα και στη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ως τμήμα του “ευρωπαϊκού κεκτημένου”, ο οικοδεσπότης του αντέταξε άλλους δύο: την κατηγορία ότι η Ελλάδα αρνείται στη μειονότητα της Δυτικής Θράκης το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, αλλά και ότι η χώρα μας προχωρά σε παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών, τις οποίες ο ίδιος έχει καταλεπτώς μετρήσει σε 85.000…
Η μνήμη ανακαλεί τον παλαιότερο, αντίστοιχα ασυνήθη διάλογο Προκόπη Παυλόπουλου και Ταγίπ Ερντογάν στο προεδρικό μέγαρο των Αθηνών, όπου οι περί διεθνούς δικαίου συστάσεις του τότε αρχηγού του ελληνικού κράτους έδωσαν στον φιλοξενούμενο την ευκαιρία να ξεδιπλώσει πλήρως την τουρκική αναθεωρητική ατζέντα.
Όλα αυτά αντανακλούν την ασυμμετρία των τοποθετήσεων δύο πλευρών, οι οποίες έχουν διαφορετική αντίληψη του εύρους και του στόχου της διαπραγμάτευσης, με τη μεν Τουρκία να περιβάλλει με τη νομιμοφανή, “εποικοδομητική” στάση της μια ρητή και ψηφισμένη από την Εθνοσυνέλευσή της απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας, την δε Ελλάδα να προσέρχεται αμυντικά σε έναν διάλογο στον οποίο ωστόσο έχει συγκατατεθεί, αν κρίνουμε και από την, κατά Δένδια “εξαιρετική”, συνομιλία με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Στο φόντο αυτής της αμφιθυμίας βρίσκονται οι πρόσφατες αλλαγές στον διεθνή περίγυρο, καθώς οι μεν ΗΠΑ κλιμακώνουν τη νεοψυχροπολεμική αντιπαράθεση με την Ρωσία (γεγονός που επιβάλλει “ήρεμα νερά” στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ), ενώ δυνάμεις που πλειοδοτούσαν στην αντιπαράθεση με την Τουρκία στην ανατολική Μεσόγειο, όπως η Γαλλία, δείχνουν να αναδιπλώνονται, ενώ οι χώρες στις οποίες στηρίχτηκαν οι τριμερείς συμπράξεις της Αθήνας και της Λευκωσίας στην περιοχή δέχονται το “φλερτ” της Άγκυρας – εντονότερα η Αίγυπτος και διακριτικότερα το Ισραήλ.