Ο εορτασμός των Φώτων ξεκινά από την παραμονή με τον εκκλησιασμό των Χριστιανών. Στους Ορθόδοξους ιερούς ναούς ψάλλεται η ακολουθία των Μεγάλων Ωρών και στη συνέχεια λαμβάνεται ο Μεγάλος Αγιασμός.
Αμέσως μετά, τα παιδιά ξεχύνονται στους δρόμους και ψάλλουν τα κάλαντα των Θεοφανίων.
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Άϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
(Πανελλήνια Κάλαντα Θεοφανείων)
Ο ιερέας κάνει την πρωτάγιαση. Το αγιασμένο νερό του Ιορδάνη ραίνει το κάθε σπιτικό, καθώς ο παπάς με τον βασιλικό πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι και ραντίζει τους πιστούς και τους χώρους.
Στη συνέχεια μαζεύεται η στάχτη από την φωτιά που έκαιγε στο τζάκι το Δωδεκαήμερο, η φωτιά δηλαδή που ξεκίνησε με το Χριστόξυλο. Η παράδοση υπαγορεύει η στάχτη αυτή να σκορπιστεί γύρω από το σπίτι, στους εξωτερικούς χώρους, στους στάβλους, ακόμη και στα χωράφια, διότι η στάχτη διώχνει το κακό.
Το βράδυ το δείπνο είναι νηστίσιμο, όπως και την παραμονή των Χριστουγέννων. Σύμφωνα με την παράδοση, κάθονται όλοι γύρω από το τραπέζι και ο πατέρας της οικογένειας θυμιατίζει για να φύγουν από το σπίτι τα δαιμόνια, ενώ ο νεότερος λέει την προσευχή πριν ξεκινήσουν το φαγητό.
Στην Κρήτη, παραμονή των Φώτων, φτιάχνουν «παλικάρια» ή «φωτοκόλλυβα». Πρόκειται για φαγητό φτιαγμένο από πολλά είδη σπόρων και οσπρίων, όπως κουκιά, ρεβίθια, φασόλια, φακή, καλαμπόκι, σιτάρι. Από αυτό το φαγητό οι χωρικοί έδιναν και στα ζώα τους, αλλά το σκόρπιζαν κιόλας σε διάφορα μέρη του σπιτιού.
Στον Πόντο, την παραμονή των Θεοφανείων κανένας δεν έβγαινε έξω από το σπίτι του. Ήταν μέρα που κάθε νοικοκυρά καθάριζε όλο το σπιτικό της,ζύμωνε και έφτιαχνε διάφορα γλυκίσματα και προπάντων κουλούρια.
Το βράδυ έπρεπε όλα τα μέλη της οικογένειας να λουστούν για να είναι καθαρά για τη επομένη. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα ήταν το μνημόσυνο των νεκρών.
Πριν το βραδινό τραπέζι, σε ένα μεγάλο ταψί γεμάτο σιτάρι όλα τα μέλη της οικογένειας άναβαν κεριά «για τ’ αποθαμέντς», για πεθαμένους συγγενείς και φίλους, αναφέροντας το όνομα του καθενός ξεχωριστά. Μάλιστα, για να τιμούν οι νεότεροι το έθιμο, τους μάθαιναν τους στίχους: «Τα Φώτα θέλω το κερί μ’ και Των Ψυχών κοκκία (κόλυβα) και την Μεγάλ’ Παρασκευήν έναν μαντήλιν δάκρυα».
Το τραπέζι παρέμενε όλο το βράδυ στρωμένο, για να «τρώγνε οι αποθαμέν», όπως έλεγαν, ενώ στο κέντρο του τοποθετούσαν μία φέτα ψωμί με τέσσερα κεριά αναμμένα σε σχήμα σταυρο.