Το εντυπωσιακό φυσικό κάλλος είναι το πρώτο πράγμα που θα διαπιστώσει ο επισκέπτης της Μηλιάς, ενός χωριού που βρίσκεται στην Ήπειρο και στην τοπική βλάχικη διάλεκτο αποκαλείται Αμέρου.
Ωστόσο εκείνο που δεν μπορεί να γνωρίζει εκείνος που φτάνει για πρώτη φορά σε αυτό το απομακρυσμένο σημείο της Πίνδου το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 1.260 μέτρων είναι άλλο. Το γεγονός ότι στο χωριό δεν υπάρχει ούτε ένας άνεργος. Όλοι οι κάτοικοί του εργάζονται, έχοντας πιάσει ένα στοίχημα με τους εαυτούς τους, που όμοιό του δεν συναντάς εύκολα.
Το να παραμείνουν στον τόπο τους, να τραφούν από αυτόν και να μην διαταράξουν τις ισορροπίες με το περιβάλλον. Το οποίο φέρνει στο σπίτι το φαγητό που γεμίζει το τραπέζι, χωρίς ωστόσο η υπερεκμετάλλευση να θέσει σε κίνδυνο την φύση και κατ’ επέκταση την ύπαρξη και την ζωή του ίδιου του χωριού.
Αυτό το παράξενο χωριό βρίσκεται μόλις 15 χιλιόμετρα μακριά από το Μέτσοβο και περίπου 65 από τα Ιωάννινα, καλά κρυμμένο στους ορεινούς όγκους της Πίνδου και ουσιαστικά συνορεύει με την περιοχή της Βάλια Κάλντα, η οποία έχει ανακηρυχθεί Εθνικός Δρυμός. Υπό αυτό το πρίσμα, δηλαδή της ανάγκης διατήρησης της ισορροπίας και σεβασμού του περιβάλλοντος, δομήθηκε και ολόκληρη η ύπαρξή του. Και κάπως έτσι, με αυτήν τη λογική, συντελέστηκε και το μικρό θαύμα της μηδενικής ανεργίας.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται αποκλειστικά με το «χρυσάφι» του τόπου τους, που δεν είναι άλλο από τα δέντρα που καλύπτουν ολόκληρη το βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Η οικονομία βασίζεται 100% αποκλειστικά στο ξύλο και συγκεκριμένα στα αμέτρητα στρέμματα οξιάς και μαύρης πεύκης, την οποία εκμεταλλεύονται οι κάτοικοι της περιοχής, που έχουν δημιουργήσει μάλιστα δύο ξεχωριστούς συνεταιρισμούς, έχοντας νωρίτερα εξασφαλίσει σχετική άδεια από το Δασαρχείο.
Έτσι έχουν το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται συγκεκριμένα τμήματα της γης, με αυστηρά προκαθορισμένα όρια, βάσει διαχειριστικής μελέτης. Από την μαύρη πεύκη δημιουργούνται οι γνωστές σε όλους μας κολώνες της ΔΕΗ, με ένα μέρος να προορίζεται για τις οικοδομές, ενώ η οξιά χρησιμοποιείται για τις ανάγκες της λαϊκής τέχνης. Οι δύο συνεταιρισμοί έχουν περίπου 60 μέλη και παράλληλα οι υπόλοιπες 100 οικογένειες της Μηλιάς ασχολούνται σε κάποιο από τα 40 εργαστήρια ξυλογλυπτικής που υπάρχουν εκεί!
Τα περισσότερα από αυτά τα εργαστήρια φυσικά δεν είναι άλλα από τα ίδια τα σπίτια των κατοίκων που έχουν μετατρέψει σε τέτοια τις αυλές και τα υπόγειά τους, μέσα από τα οποία βγαίνουν τα υπέροχα κατασκευάσματά τους τα οποία στη συνέχεια διατίθενται στο εμπόριο. Από μικρή ηλικία κάθε παιδί που γεννιέται και μεγαλώνει στην Μηλιά μαθαίνει δύο πράγματα. Να δουλεύει το ξύλο και να σέβεται την φύση. Έτσι τα χέρια τους μαθαίνουν να γίνονται τα κατάλληλα εργαλεία που θα μετατρέψουν το ξύλο σε οικιακά σκεύη, όπως πλάστες, κουτάλες, θήκες για ψωμί, δοχεία για νερό, λάδι ή κρασί, μικροέπιπλα, καρεκλάκια, κρεμάστρες, καθρέφτες, αλλά και διακοσμητικά είδη σαν τα γλυπτά εμπνευσμένα από την τοπική χλωρίδα και πανίδα, όπως λύκοι, αρκούδες και δέντρα.
Τα προϊόντα τους στη συνέχεια βρίσκουν τον δρόμο τους προς την αγορά. Και φυσικά δεν περιορίζονται στα στενά γεωγραφικά όρια των γύρω πόλεων, του νομού ή του γεωγραφικού διαμερίσματος στο οποίο ανήκει η Μηλιά. Τα έργα τους απευθύνονται σε ολόκληρη την ελληνική αγορά, με πελάτες από όλη την επικράτεια της χώρας, ενώ μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για επιπλέον πωλήσεις δίνει η θερινή περίοδος όπου στα πολυάριθμα πανηγύρια και τοπικές γιορτές της περιοχής πολύ συχνά θα συναντήσει κανείς κιόσκια όπου οι ίδιοι οι παραγωγοί παρέχουν τα καλούδια τους, αποτελώντας έτσι μια ζωντανή διαφήμιση του μοντέλου ανάπτυξης της Μηλιάς, η οποία απέδειξε ότι ανάπτυξη, μηδενική ανεργία και σεβασμός στην φύση δεν είναι έννοιες που αναγκαστικά η μία μάχεται την άλλη.