Η κρίση του κορωνοϊού έφερε απώλειες, μοναξιά, ανεργία. Κι όμως, σύμφωνα με έρευνες, υπάρχουν κι εκείνοι που έχουν αναπτύξει μηχανισμούς θετικής σκέψης και αντιμετώπισης. Και δεν είναι λίγοι.
Για τη Σάρα Α., το καθεστώς «μερικής απασχόλησης» ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Όπως εκατομμύρια άλλοι στη Γερμανία, η ιστορικός Τέχνης αναγκάστηκε να κάνει ένα διάλειμμα από τη δουλειά της κατά το πρώτο λοκντάουν, τον Μάρτιο. Έκτοτε άρχισε να εργάζεται κατά 50% λιγότερο στον οίκο δημοπρασιών, όπου δούλευε – και ξαφνικά ήρθε η συνειδητοποίηση: Η δουλειά της ήταν τόσα χρόνια περισσότερο καταναγκαστικό έργο, παρά ευχαρίστηση: «Την πρώτη φορά που τέθηκε το ζήτημα για το πόσο καιρό θα είμαστε ακόμη σε αυτό το καθεστώς εργασίας, με έπιασε πραγματικά τρέμουλο όταν άκουσα ότι μπορούμε από την ερχόμενη Δευτέρα να επιστρέψουμε στο γραφείο».
Μετά από δύο μήνες σε μερική απασχόληση παραιτήθηκε και λίγο αργότερα βρήκε μία νέα δουλειά. «Ήταν μία κομβική μέρα: Την επόμενη από την παραίτησή μου είχα καταπληκτική διάθεση. Και ένας φίλος μου είπε: “Αχ, επιτέλους επέστρεψες. Ήσουν σαν χαμένη την περασμένη χρονιά”». Τότε πια ήμουν σίγουρη ότι είχα πάρει τη σωστή απόφαση. Χωρίς το αναγκαστικό διάλειμμα λόγω της πανδημίας ίσως να μην είχα παρατηρήσει πόσο παγιδευμένη ήμουν», σημειώνει η Σάρα.
Θετική σκέψη, παρά την κρίση
Λαμβάνοντας υπόψη όλες εκείνες τις σκοτεινές και τρομακτικές πλευρές της πανδημίας, τους θανάτους και την κατάσταση στα νοσοκομεία, φαίνεται σχεδόν κυνικό να περνάει κάποιος καλά μέσα στην κρίση του κορωνοϊού. Παρόλα αυτά για τον νευροεπιστήμονα Ράφαελ Κάλις από το Ινστιτούτο Λάιμπνιτς πρέπει να γίνει μία διάκριση: «Από τη μία πλευρά, υπάρχει μια μικρή ομάδα ανθρώπων, στη ζωή των οποίων ο κορωνοϊός επέφερε μια τομή ή ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Και από την άλλη υπάρχει το ευρύ κοινό που υποφέρει από τους περιορισμούς και τα μέτρα». Αν μελετήσει κανείς αυτή τη μεγαλύτερη, δεύτερη ομάδα, θα συνειδητοποιήσει ότι πολλοί είναι οι Γερμανοί που τα βγάζουν καλά πέρα με την πανδημία.
Το αν ένα άτομο περνά καλά εν μέσω μιας κρίσης εξαρτάται επίσης από τους λεγόμενους «παράγοντες ανθεκτικότητας». Ως ανθεκτικότητα περιγράφεται η ψυχολογική αντίσταση και η ικανότητα επιβίωσης σε δύσκολες καταστάσεις. Πρόκειται για κάτι που αποτελεί αντικείμενο έρευνας εδώ και πολλά χρόνια. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ευρήματα, οι μηχανισμοί, με τους οποίους οι άνθρωποι επιβιώνουν στην κρίση του κορωνοϊού δεν διαφέρουν από εκείνους που έχουν παρατηρήσει οι ερευνητές ήδη σε άλλες κρίσεις.
Ένας από εκείνους είναι η κοινωνική υποστήριξη. «Το να αισθάνεται κανείς ότι έχει κοινωνική υποστήριξη, ένα κοινωνικό δίκτυο, όπως οικογένεια, φίλους, συναδέλφους που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, φαίνεται να έχει ισχυρό αντίκτυπο στην εσωτερική ηρεμία», σημειώνει ο Κάλις.
Η σημασία των καλών φίλων
Αυτή είναι μια εμπειρία που είχε και η Κάριν Κρούμπεκ από τη Βόννη. Η 51χρονη μπορεί, όπως υποστηρίζει, να περνάει ευχάριστα τον χρόνο της μόνη . Όταν όμως έγινε το πρώτο λοκντάουν την άνοιξη, ανησυχούσε για τις επιπτώσεις της απομόνωσης – σε ένα σπίτι μόνη της, δίχως δουλειά. Μοιράστηκε την ανησυχία της αυτή με τους κοντινούς της φίλους και, όπως αναφέρει, οι φιλίες έγιναν πιο δυνατές από πριν. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να μιλάνε για την “αγάπη” που νιώθουν μεταξύ τους – κάτι που είθισται ανάμεσα σε συντρόφους και όχι σε φίλους. «Παρατήρησα ότι έχω ένα σταθερό κοινωνικό δίκτυο – κάτι που μπορεί να μην συνειδητοποιούσα πριν και τώρα μπορώ να βασιστώ σ’ αυτό περισσότερο», αναφέρει η Κάριν.
Ακόμη βέβαια δεν μπορούμε να κάνουμε ασφαλείς προβλέψεις για την εξέλιξη της πανδημίας – παρόλα αυτά είναι γεγονός, πως από το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου δεν έχουν περάσει τόσοι άνθρωποι ταυτόχρονα από μια κρίση. Και όπως αναφέρει και ο Κάλις: Το να αλλάξει κανείς το οπτικό πρίσμα και την προοπτική του και να αναρωτηθεί μήπως υπάρχει λόγος για να νιώθει προς κάποιον ευγνωμοσύνη, είναι από μόνο του ένας μηχανισμός εξόδου από την κρίση.
Πηγή: dw.com