Κατά την εκκένωση, του στάβλου του Γεωργίου του Α’, η οποία πραγματοποιήθηκε, σταδιακά, τις προηγούμενες εβδομάδες στα πλαίσια των εργασιών συντήρησης του πρώην βασιλικού κτήματος στο Τατόϊ βρέθηκαν αποθηκευμένα πολυάριθμα αντικείμενα από την οικοσκευή της πρώην βασιλικής οικογένειας αλλά και προσωπικά τους αντικείμενα και είδη ένδυσης.
Συγκεκριμένα μέσα στις δεκάδες βαλίτσες που ανακαλύφθηκαν στοιβαγμένες, σε διάφορα σημεία του στάβλου, μαζί με έπιπλα εποχής, χαλιά και έργα τέχνης, βρέθηκαν πολυτελή φορέματα της Βασίλισσας Φρειδερίκης αλλά και κάποιες παραδοσιακές στολές ξένων χωρών τις οποίες η τέως βασιλική οικογένεια είχε δεχτεί ως δώρα.
Η διαδικασία καθαρισμού και ανοίγματος των πολυάριθμων αυτών βαλιτσών συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αργά και με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε να μην καταστραφεί το περιεχόμενό τους.
Μέσα στις επόμενες ημέρες λοιπόν θα έχουμε, πιθανότατα, επίσημη ενημέρωση από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, σχετικά με το τί ήταν αποθηκευμένο, επί δεκαετίες, και στις υπόλοιπες βαλίτσες.
Έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή για το βασιλικό κτήμα του Τατοΐου με βάση την Βικιπαιδεία.
Το Τατόι βρίσκεται 15 χιλιόμετρα βόρεια του κέντρου της Αθήνας. Στο κτήμα βρίσκεται το θερινό ανάκτορο της τέως ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Το αρχαίο επίσημο όνομα της περιοχής είναι Δεκέλεια. Το Τατόι είναι ο τόπος γέννησης του Βασιλέα Γεωργίου Β΄.
Η ιστορία του Τατοΐου είναι ο άθλος της σχεδόν εκ του μηδενός δημιουργίας και, στη συνέχεια, διατήρησης ενός από τα πιο ωραία δάση της Αττικής στους πρόποδες της Πάρνηθας.
Επί Τουρκοκρατίας, το Τατόι υπήρξε οθωμανικό τσιφλίκι μαζί με τα γειτονικά του Μαχούνια και του Λιόπεσι. Μετεπαναστατικά τα τσιφλίκια αγοράστηκαν από τον Φαναριώτη ευγενή Αλέξανδρο Καντακουζηνό, για να καταλήξει, τελικώς, στον σύζυγο της θυγατέρας του, Ελπίδας, Σκαρλάτο Σούτσο.
Το 1871, ύστερα από παρότρυνση του Ερνέστου Τσίλλερ, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αγόρασε το κτήμα, συνολικής έκτασης 20.000 στρεμμάτων, από την οικογένεια Σούτσου αντί τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών.Αν και ο Τσίλλερ προσδοκούσε να κατασκευάσει ένα τεράστιο ανακτορικό συγκρότημα, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επιθυμούσε να αποκτήσει ένα κτήμα αναψυχής παρά ένα ακόμα ανάκτορο.
Γι’ αυτό το λόγο ο Τσίλλερ σχεδίασε ένα απλό διώροφο σπίτι ελληνοελβετικού ρυθμού, με δίρρικτη στέγη, το οποίο παραδόξως προοριζόταν όχι ως ανάκτορο αλλά ως βασιλικός ξενώνας, χρήση για την οποία ουδέποτε διατέθηκε. Το πρώτο αυτό κτήριο περατώθηκε το 1874 και χρησίμευσε ως η πρώτη εξοχική κατοικία της βασιλικής οικογένειας.
Οι αυξανόμενες, όμως, ανάγκες της βασιλικής οικογένειας με την έλευση νέων μελών ανάγκασαν τον Γεώργιο Α΄ να ανεγείρει μια νέα εξοχική κατοικία αγγλικού τύπου. Γι’ αυτό τον λόγο επιλέχθηκε ο αρχιτέκτονας Σάββας Μπούκης, ο οποίος και εστάλη στη Ρωσία προκειμένου να αποτυπώσει μια αγροικία αγγλικού τύπου, έργο του άγγλου αρχιτέκτονα Adam Menelaus, στο συγκρότημα ανακτόρων του “Πέτερχοφ” που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β΄, θείο της βασίλισσας Όλγας.[2] Έτσι το 1884 άρχισε η κατασκευή του νέου ανακτόρου, συνολικού εμβαδού 1.100 τ.μ.
Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευάστηκε μια σειρά κτισμάτων που θυμίζουν αγροτικούς οικισμούς της δυτικής Ευρώπης. Παράλληλα κατασκευάστηκε μια σειρά βοηθητικών κτιρίων όπως το σχολείο των βασιλοπαίδων, το διευθυντήριο, το ξενοδοχείο, η οικία Στούρμ, η κατοικία του δασκάλου λύντερς κ.α.
Tο 1898, έπειτα από διαδοχικές αγορές, αλλά και με την παραχώρηση στον Βασιλέα από τη Βουλή ως ιδιωτική περιουσία του πρώην εθνικού κτήματος Μπάφι, το Τατόι απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του: 47.427 στρέμματα. Σε σχέση με τα 250.000 στρέμματα που κατείχε η οικογένεια Σούτσου και τα 300.000 του Ανδρέα Συγγρού το κτήμα του Βασιλέως δεν ήταν το μεγαλύτερο στην Αττική. Ως κτήμα αναψυχής ήταν, αντιθέτως, το πρώτο στην Ελλάδα.
Παράλληλα με τη στρεμματική του μεγέθυνση, προχώρησε δραστήρια η οργάνωση της διαχείρισής του και η ανάπτυξη της υποδομής του. Στα έργα αυτά, απολύτως πρωτοπόρα στην Ελλάδα της εποχής, προϊστάμενος ήταν ο Λουδοβίκος Μύντερ (1873-1892), Δανός δασολόγος και φιλέλληνας, καθώς και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του στη διεύθυνση του κτήματος Ότο Βάισμαν (1893-1914).
Πρώτα από όλα, όμως, το Τατόι είναι το προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α΄, που το σχεδίασε ως ένα κτήμα αναψυχής στο οποίο κυρίαρχο λόγο θα έχει το δάσος και δευτερεύοντα τα οικοδομήματα, προς μεγάλη απογοήτευση του Ερνστ Τσίλλερ, ο οποίος αρχικά εξέλαβε τον Γεώργιο ως έναν άλλο Λουδοβίκο της Βαυαρίας, και ήταν ο αρχιτέκτων της πρώτης βασιλικής κατοικίας.
Κατοικία
Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού.
Μέχρι το τέλος του 19ου αι. το Τατόι είχε αποκτήσει δύο ναούς – Προφήτη Ηλία (1873) και Αναστάσεως (1899) – ένα υπασπιστήριο, μερικές οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. Ο παλιός ανεμόμυλος μετατράπηκε σε πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χιλιόμετρα οδικού δικτύου/αλεών, γέφυρες, άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές λίμνες, τη Χήνα και την Κιθάρα. Δεδομένου ότι το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Απέκτησε επίσης ένα ξενοδοχείο, το «Τατόιον», που διαφημιζόταν στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτων της περιόδου αυτής ήταν ο Αναστάσιος Μεταξάς. Στα 1880, ο λόφος του Παλαιοκάστρου δεχτηκε το πρώτο του μνήμα (της Πριγκίπισσας Όλγας, που πέθανε σε ηλικία έξι μηνών), τριάντα τρία χρόνια προτού ενταφιασθεί εκεί, σε τάφο απέριττο, ο Γεώργιος Α΄.
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. κτίστηκαν οι πέτρινοι στρατώνες, στα δε 1913/14, επί Κωνσταντίνου Α΄, το κτίριο του προσωπικού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι παράλληλα με τον εξελληνισμό της Δυναστείας, το Τατόι έχανε την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και οπωσδήποτε, όλο και πιο πολύ, τον βόρειο χαρακτήρα του.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδότησε το τέλος της χρυσής εποχής. Κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, κάηκαν κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο, το παλιό ανάκτορο.
Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος που ακολούθησε δεν επέτρεπε την άμεση ανασυγκρότηση. Αυτή πραγματοποιήθηκε στα χρόνια της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων, χάρη επίσης στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή Βασιλείου Δρούβα (1925-1961).
Στα χρόνια περί το 1930, κτίστηκε το συγκρότημα κατοικιών και εργαστηρίων, γνωστό ως μάνδρα, όπως επίσης και ο σταθμός χωροφυλακής. Η παλινόρθωση της μοναρχίας πρόσθεσε μεν στο κτήμα το κομψό διευθυντήριο, το μαυσωλείο και τα διάσπαρτα πέτρινα φυλάκια της Φρουράς, τραυμάτισε όμως βάναυσα την ίδια την έπαυλη, στη μεγάλη επισκευή των ετών 1937-39. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής ήταν ο Αναστάσιος Μεταξάς, ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης και ο Κωνσταντίνος Σακελλάριος.
Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όπου ο Δρούβας ακροβατούσε ανάμεσα στον κατακτητή και το αντάρτικο της Πάρνηθας για να σώσει το κτήμα. Η πίεση του «βουνού» αυξήθηκε το καλοκαίρι του 1944. Στο διάστημα του φθινοπώρου οι λεηλασίες πλήθυναν, ώσπου καταλύθηκε στο Τατόι κάθε αρχή. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών το κτήμα και η έπαυλη διαλύθυκαν πλήρως και η μικρή κοινωνία του θρηνεί τα δικά της θύματα του Εμφυλίου που ξεκινούσε. Το καλοκαίρι του 1945 το κτήμα κάηκε ξανά. Τα κίνητρα ήσαν σαφώς πολιτικά.
Έτσι το Τατόι ξεκίνησε το 1946 και πάλι από το σημείο μηδέν. Για να αντισταθμίσει την απώλεια εσόδων από την καταστροφή του δάσους, ο Δρούβας έδώσε έμφαση στην παραγωγή κρασιού και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Στα 1952 κτίστηκε το κομψό νέο βουστάσιο, τα προϊόντα του οποίου, όπως εν γένει τα προϊόντα του κτήματος, διατίθονταν προς πώληση σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, ιδρύματα και στρατόπεδα. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής ήταν ο Κ. Γκίνης και ο Αλ. Μπαλτατζής.
Από το τέλος του 1948 εγκαταστάθηκε στην έπαυλη μονίμως η βασιλική οικογένεια, που την κατοίκησε αδιαλείπτως ως το πρωί του Αντικινήματος κατά της Χούντας, στις 13 Δεκεμβρίου 1967.
Το Τατόι στην Ελληνική Ιστορία
Προσωπικότητες της εποχής, όπως ο τσάρος Νικόλαος Β’ της Ρωσίας, η Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, οι βασιλείς του Ηνωμένου Βασιλείου Εδουάρδος Ζ΄ και Αλεξάνδρα ή, τα τελευταία χρόνια, η βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τζάκυ Κέννεντυ και άλλοι το επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν σ’ αυτό.
Το Τατόι υπήρξε θέατρο σκηνών μεγάλης δραματικής εντάσεως, όπως η έξωση του Κωνσταντίνου Α’ το 1917, η αγωνία και ο θάνατος του Βασιλιά Αλέξανδρου, ο θάνατος του Βασιλιά Παύλου. Άπειρες ήσαν οι επίσημες ή ανεπίσημες συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκεί και που επηρέασαν την πορεία των εθνικών και πολιτικών πραγμάτων:
ιδιαίτερα σημαντικές ήσαν οι διαβουλεύσεις του θέρους του 1915, καθώς και οι συσκέψεις εν όψει της γερμανικής επιθέσεως τον χειμώνα του 1941 ή λόγω της κατάρρευσης του μετώπου τον επόμενο τραγικό Απρίλιο. Τρεις κυβερνήσεις ορκίσθηκαν στο Τατόι: του Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Αύγουστο του 1915, του Δημητρίου Ράλλη, τον Νοέμβριο του 1920, και του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Φεβρουάριο του 1964.
Ιδιοκτησιακό καθεστώς
Το κτήμα περιήλθε στο δημόσιο τρεις φορές, το 1924, το 1973 και το 1994. Πάντα, μετά από καθεστωτικές αλλαγές, είτε δινόταν αποζημίωση στην τέως βασιλική οικογένεια, είτε δημευόταν όλη η περιουσία.
Το 1924, με την ανακήρυξη της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, κατασχέθηκε το σύνολο της βασιλικής περιουσίας (δημόσια και ιδιωτική), υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Για την ιδιωτική περιουσία επιδικάσθηκε αποζημίωση, την οποία ουδέποτε εισέπραξε η τότε τέως βασιλική οικογένεια.
Το 1973 η Χούντα των Συνταγματαρχών κατάργησε τη μοναρχία και δήμευσε όλη την περιουσία, επιδικάζοντας πάλι μια μικρή αποζημίωση, που ποτέ δεν εισέπραξε και πάλι η τέως βασιλική οικογένεια.
Το 1994, είκοσι χρόνια μετά το Δημοψήφισμα του 1974, η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά δήμευσε όλη τη βασιλική περιουσία χωρίς καμία αποζημίωση. Η κατάσχεση αυτή κρίθηκε παράνομη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η επιχειρηματολογία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στράφηκε στην αξίωση ότι η εν λόγω ιδιοκτησία αποκτήθηκε από τους προκατόχους του με νόμιμα μέσα και επομένως υπόκειτο στην κανονική προσωπική κληρονομιά. Το ελληνικό κράτος υποστήριξε ότι η ιδιοκτησία αυτή παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας και επομένως, μόλις καταργήθηκε η μοναρχία, η ιδιοκτησία έπρεπε να επανέλθει στο δημόσιο αυτόματα.
Συγκεκριμένα οι νομικοί εκπρόσωποι του ελληνικού Δημοσίου επεσήμαναν στο υπόμνημά τους ότι για το ύψος της αποζημίωσης πρέπει να συνεκτιμηθούν τρία κρίσιμα στοιχεία:
Ο Κωνσταντίνος και τα μέλη της οικογενείας του είναι απλοί πολίτες ιδιώτες , χωρίς προνόμια και με αυτή την παραδοχή η περιουσία πρέπει να αποτιμηθεί αποκλειστικώς σε χρήμα.
Οι αιτούντες δεν έχουν καταβάλει φόρους και άλλες οφειλές προς το Δημόσιο από κτήσεως της επίδικης περιουσίας.
Μεγάλο μέρος των εκτάσεων των επίμαχων κτημάτων είναι δασικά και ως τέτοια έχουν μικρή εμπορική αξία, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων αξιοποίησής τους.
Σε αυτές τις συνθήκες και σύμφωνα με τις νομικές και οικονομικές διαστάσεις που προσδίδουν στην υπόθεση τα προαναφερθέντα στοιχεία το ελληνικό κράτος καταλήγει να προτείνει προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως αποζημίωση το ποσό των 15 δισ. δρχ.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η περιουσία που παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας είχε ήδη περιέλθει αυτόματα στο ελληνικό κράτος (Ανάκτορα Αθηνών στη οδό Ηρώδου Αττικού, η έπαυλη Ψυχικού, το ανάκτορο “Καραμπουρνάκι” κ.α.) το 1974 και ότι το κτήμα Τατοΐου, το κτήμα Πολυδένδρι και το Μον Ρεπό αποτελούσαν ιδιωτική περιουσία και η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να πληρώσει εύλογη αποζημίωση στη τέως βασιλική οικογένεια, αν ήθελε να διατηρήσει στην ιδιοκτησία της αυτά τα ακίνητα και εκτάσεις.
Η τέως βασιλική οικογένεια τελικά αποζημιώθηκε. Το Ίδρυμα Άννα-Μαρία δημιουργήθηκε το 2003, με την απόδοση της αποζημίωσης για την κατάσχεση της περιουσίας της βασιλικής οικογένειας από το ελληνικό δημόσιο. O σκοπός του ιδρύματος όπως παρουσιάζεται από το ίδιο είναι παροχή βοήθειας σε ομάδες ανθρώπων ή περιοχές που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές.
Τον Μάρτιο του 2003 το Τατόι περιήλθε στην κυριότητα του κράτους και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους κηρύχθηκε διατηρητέο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, ύστερα από εισήγηση της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Τον Ιούνιο του 2007 η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι σκοπεύει να μετατρέψει το κτήμα σε μουσείο.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του 2012 εξετάζονται από το ελληνικό κράτος αγοραστές για το Τατόι, καθώς και για άλλες κρατικές ιδιοκτησίες.
Aπό το 2012 oι “Φίλοι του κτήματος Τατοΐου” έχουν θέσει ως στόχο να αποκαταστήσουν το πρώην βασιλικό κτήμα και να το μετατρέψουν σε μουσείο και δημόσιο χώρο.
Κλοπές πολιτιστικού υλικού και βανδαλισμοί έχουν συμβεί στο παλαιό ανάκτορο.Το κτήμα Πολυδενδρίου Λάρισας είναι επίσης εγκαταλελειμμένο, τα κτήρια διαλύονται.
Το Βασιλικό Κοιμητήριο
Ο τάφος της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας της Ελλάδας
Στις 6 Αυγούστου 1899, με πρωτοβουλία της Βασίλισσας Όλγας, θεμελιώθηκε, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά, ο ναός της Αναστάσεως του Κυρίου στον λόφο που φέρει την ονομασία “Παληόκαστρο” και που είχε ενταφιαστεί η πριγκίπισσα Όλγα. Από τότε όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας ενταφιάζονται σε εκείνο τον χώρο σε λιτούς μαρμάρινους τάφος. Εξαίρεση αποτελεί το νεκρικό παρεκκλήσι του Κωνσταντίνου και της Σοφίας, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Στις 1 Σεπτεμβρίου 2020, διαπιστώθηκε βανδαλισμός του ταφικού μνημείου του Παύλου και της Φρειδερίκης