Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, παρά την «επαναστατικότητα» των επικρίσεων για την πολιτική ίσων αποστάσεων του ΝΑΤΟ έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας (το λεγόμενο «Luns Ruling» από το 1984), απέτυχε χθες να επαναφέρει τον γενικό γραμματέα του Γενς Στόλτενμπεργκ στον ορθό δρόμο για τον «στρατιωτικό μηχανισμό αποτροπής» στην ανατολική Μεσόγειο.
Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
«δημοκρατία»
Ο κ. Στόλτενμπεργκ, ο οποίος δεν θέλει να συνδέσει τη θητεία του με την κατάρρευση της νότιας πτέρυγας της Ατλαντικής Συμμαχίας έπειτα από ελληνοτουρκική σύγκρουση (ή περαιτέρω διολίσθηση της Αγκυρας προς το Κρεμλίνο), επιδεικνύει μεγαλύτερη ευελιξία συγκριτικά με άλλους μεσολαβητές, όπως, π.χ., η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκ. Μέρκελ.
Πρότεινε, δημόσια, στα τέλη Αυγούστου την άτυπη διεξαγωγή συζητήσεων μεταξύ «επιλεγμένων» (άγνωστο πώς) συμμάχων του ΝΑΤΟ για τη Μεσόγειο και, όταν η Αθήνα εξέφρασε δικαιολογημένη οργή, αναπροσάρμοσε την τακτική του. Αποδέχθηκε τον περιορισμό των συζητήσεων μόνον μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα την έναρξη επαφών στο στρατιωτικό επίπεδο, η οποία μέχρι πρότινος φαινόταν αδιανόητη. Στη συνέχεια ανέθεσε τη διαδικασία διαβουλεύσεων, στην έδρα του ΝΑΤΟ, στον αντιπρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής του, τον Αμερικανό αντιπτέραρχο Σκοτ Κάιντσβαρτεν, και όχι στον Βρετανό πτέραρχο Στιούαρτ Πιτς, ώστε η μεσολάβηση να έχει έμμεσα το αυξημένο βάρος των ΗΠΑ.
Οι συναντήσεις κατέληξαν, την περασμένη Πέμπτη, σε τεχνικό κείμενο δύο παραγράφων και, εδώ ακριβώς, αρχίζουν τα λάθη του πρωθυπουργού:
Το κείμενο δεν δίδεται στη δημοσιότητα (έχει απλώς περιγραφεί σε δελτίο τύπου της Συμμαχίας), αλλά, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, κοινοποιήθηκε στο σύνολο των 30 μελών του ΝΑΤΟ! Η πρακτική είναι προσβλητική, καθώς γνωρίζουν τη συμφωνία η πρωθυπουργός της Ισλανδίας Κατρίν Γιακομπσντότιρ και ο «Βορειομακεδόνας» Ζόραν Ζάεφ, αλλά όχι οι πρώην πρωθυπουργοί της Ελλάδας, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι ηγέτες των κομμάτων. Συντηρείται, με τον τρόπο αυτόν, η καχυποψία περί μυστικής διπλωματίας και υπονομεύονται η αξιοπιστία της διαδικασίας και η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης προς τη Συμμαχία.
Κατά τις ίδιες πηγές, το υφιστάμενο κείμενο αποτελεί μόνο την αρχή μιας μακράς πορείας υιοθέτησης και άλλων μηχανισμών ελέγχου των στρατιωτικών δραστηριοτήτων και γυμνασίων στην ανατολική Μεσόγειο. Ο κ. Μητσοτάκης δεν διευκρίνισε, ούτε στον κ. Στόλτενμπεργκ ούτε δημοσίως, αν πρόκειται να αποδεχθεί συζήτηση για πρόσθετους μηχανισμούς. Πρόκειται, όμως, για σαφέστατη επιδίωξη της τουρκικής πλευράς, που (για διαφορετικούς λόγους) αντιμετωπίζεται θετικά και από το ΝΑΤΟ.
Ο κ. Στόλτενμπεργκ, με δηλώσεις στην Αγκυρα και στην Αθήνα, συνέδεσε ευθέως τον μηχανισμό αποτροπής με τις διερευνητικές επαφές, τονίζοντας ότι «μπορεί να δημιουργήσει χώρο για διπλωματικές προσπάθειες». Ούτε σε αυτό το σημείο ο πρωθυπουργός έδρασε κατασταλτικά, οριοθετώντας το πλαίσιο κάθε ξεχωριστής διαδικασίας και κάνοντας διάκριση του περιεχομένου τους. Η παράλειψη είναι σοβαρότατη με το δεδομένο ότι η Αγκυρα δεν παραιτείται από την πρόθεση έγερσης ζητήματος αποστρατικοποίησης των νησιών στις διερευνητικές επαφές. Επιπλέον, το Μαξίμου (σε αντίθεση με τον σχεδιασμό του υπουργείου Εξωτερικών) υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την ανακοίνωση του μηχανισμού αποτροπής πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Ο πρωθυπουργός, ίσως υπό τον φόβο εσωτερικού πολιτικού κόστους, δεν ανέθεσε την ευθύνη υπογραφής της παρούσας και μελλοντικών συμφωνιών στο ΝΑΤΟ στον υπουργό Εξωτερικών Ν. Δένδια ή στον υπουργό Εθνικής Αμυνας Ν. Παναγιωτόπουλο. Ούτε λόγος και για συζήτηση στο υπουργικό συμβούλιο ή στη Βουλή, όπως το 1980 με την επανένταξη στο ΝΑΤΟ και το 1999 με τις συμμαχικές επιχειρήσεις στο Κόσοβο. Το Μέγαρο Μαξίμου και τα δύο υπουργεία επιθυμούσαν, μάλιστα, να μεταθέσουν την ευθύνη των υπογραφών στον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, στρατηγό Κων. Φλώρο. Μετέβαλαν τακτική, όταν συνειδητοποίησαν ότι η Τουρκία είχε την ίδια προτίμηση και όταν διαπίστωσαν ότι η νομοθεσία, ούτως ή άλλως, δεν του παρέχει εξουσιοδότηση σύναψης διακρατικών συμφωνιών. Ως αποτέλεσμα, επιλέχθηκε η «υβριδική» διαδικασία με τον μηχανισμό να μην υπογράφεται διμερώς, αλλά να περιγράφεται σε νατοϊκό έγγραφο εγκεκριμένο από όλους τους συμμάχους (και όχι μόνο «επιλεγμένους»).
Γενικότερα, η μόνη δικαιολογία της κυβέρνησης, για την -παρούσα και μελλοντική- εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις περί «μηχανισμών» είναι η αποφυγή να επιρριφθεί στην Ελλάδα η ευθύνη άρνησης διαλόγου. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί άλλοθι και για το περιεχόμενο των μηχανισμών! Άλλωστε, η διαπραγματευτική ισχύς του Μαξίμου θα ήταν μεγαλύτερη αν ο κ. Μητσοτάκης δεν έσπευδε, από την αρχή της θητείας του, να προσφέρει γην και ύδωρ στην Κίνα, η οποία αποτελεί πλέον για τη Συμμαχία μεγαλύτερο αντίπαλο και από τη Ρωσία.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη