Το μήνυμα του Ερντογάν μετά τη χθεσινή συνάντησή του στην Άγκυρα με τον επικεφαλής της κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης Φαγέζ Αλ Σάρατζ ήταν σαφές: «Τουρκία και Λιβύη», είπε, «θα προχωρήσουν τις έρευνες και τις γεωτρήσεις στην Aνατολική Μεσόγειο».
Είτε τζογάρει και επιχειρεί να σύρει την Ελλάδα σε ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης εφ’ όλης της ύλης, είτε προαναγγέλλει στρατιωτικά τετελεσμένα, ο τούρκος πρόεδρος δεν θα μπορούσε να μιλά πιο καθαρά: Προαναγγέλλει τις κινήσεις του, ανιχνεύει και τεστάρει τις ανοχές και τις αντιδράσεις του διεθνούς παράγοντα, κι όσο δεν βλέπει ουσιαστική αντίσταση προχωρά. Με τελικό, και δεδηλωμένο, στόχο να στείλει τουρκικό γεωτρύπανο ανοιχτά της Κρήτης, ή του Καστελόριζου.
Πολύ απλά, και συνοπτικά, το έθεσε ο πρώην υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αποστολάκης: «Εάν δεν υπάρξει», είπε, «κάτι που να παρεμποδίσει την Τουρκία να φέρει πλοία έξι μίλια από την Κρήτη, τότε ενδεχομένως θα το κάνει. Για να μη φτάσει κάποιο τουρκικό πλοίο σε αυτό το σημείο η χώρα μας θα πρέπει να ακολουθήσει τη διπλωματική έκρηξη».
Μέχρι στιγμής όμως αυτή η «έκρηξη» δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Για την ακρίβεια, η μόνη «έκρηξη» που καταγράφεται τις τελευταίες ημέρες είναι η, αιφνίδια, ρητορική έξαρση κυβερνητικών στελεχών με μηνύματα περί στρατιωτικής απάντησης εάν η Τουρκία πατήσει την «κόκκινη γραμμή» των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας – μια έξαρση, την οποία κορύφωσε χθες το βράδυ ο υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος, δηλώνοντας ότι μέσα στα σενάρια βρίσκεται και η «στρατιωτική εμπλοκή».
«Προετοιμαζόμαστε για όλα τα ενδεχόμενα», δήλωσε ο υπουργός Άμυνας στο Star προσθέτοντας: «Μέσα σε όλα τα ενδεχόμενα συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και η στρατιωτική εμπλοκή. Δε θέλουμε να φθάσουμε εκεί, αλλά θέλουμε να καταστήσουμε σαφές προς πάσα κατεύθυνση ότι θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να προασπίσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σε απόλυτο βαθμό. Επομένως, ο νοών νοείτω».
Σε ανάλογο μήκος κύματος είχαν κινηθεί το προηγούμενο 24ωρο και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας και ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του πρωθυπουργού Αλέξανδρος Διακόπουλος, επιχειρώντας να περάσουν το μήνυμα ότι η κυβέρνηση περνά από την γραμμή του «κατευνασμού» του Ερντογάν στην γραμμή της «αποφασιστικότητας» απέναντι στην Τουρκία.
Το ερώτημα όμως που θέτουν έμπειροι διπλωματικοί και στρατιωτικοί παράγοντες είναι πόσο βάθος και πόση ισχύ μπορεί να έχει αυτό το μήνυμα της «αποφασιστικότητας» και της αποτροπής χωρίς να έχει χτιστεί προηγουμένως το διπλωματικό και συμμαχικό υπόβαθρο που απαιτεί μια τόσο κρίσιμη κατάσταση όσο αυτή στην οποία δείχνει να μπαίνει η υπόθεση των ελληνοτουρκικών αυτό το καλοκαίρι.
Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι εδώ κι έναν χρόνο – όσο ακριβώς διαρκεί και η σταθερή κλιμάκωση της νεοαναθεωρητικής στρατηγικής του Ερντογάν – η ελληνική κυβέρνηση αντί να οργανώνει την απάντησή της στον τουρκικό επεκτατισμό αναλώνεται είτε στην ανακύκλωση θεωριών περί της, ανύπαρκτης, «διεθνούς απομόνωσης» της Άγκυρας, είτε σε αναλύσεις για το πόσο ισχυρός ή ανίσχυρος είναι ο τούρκος πρόεδρος και πόσο πιέζεται ή δεν πιέζεται από την οικονομική κρίση στη χώρα του.
«Αυτό είναι δουλειά πολιτικών… θεατών, όχι δουλειά μιας κυβέρνησης που αντιμετωπίζει τη φωτιά έξω από την πόρτα της», είναι το χαρακτηριστικό σχόλιο διπλωμάτη με βαθιά γνώση των ελληνοτουρκικών, ο οποίος επισημαίνει δύο μεγάλα ελλείμματα στην έως τώρα πολιτική της Αθήνας στα εθνικά: Το πρώτο είναι η εξ αρχής υποτίμηση της επίδρασης, και της πολλαπλασιαστικής ισχύος, του τουρκολιβυκού συμφώνου, το οποίο μπορεί να μην παράγει μεν διεθνές δίκαιο, παράγει όμως νέους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και δεδομένα.
«Το κεφάλαιο Λιβύη είναι εξαιρετικά σοβαρό. Ούτε έχει κλείσει, ούτε έχει απενεργοποιηθεί. Αντιθέτως, δίνει σταθερή γεωπολιτική πίστωση στον Ερντογάν», λέει ο ίδιος διπλωμάτης.
Το δεύτερο είναι η «ολιγωρία», όπως τη χαρακτηρίζει, στο δέσιμο των συμμαχιών εκείνων, αλλά και στην εκδήλωση «απρόβλεπτων γεωπολιτικών κινήσεων» που είτε θα αποτρέψουν το καίριο τουρκικό βήμα στην ανατολική Μεσόγειο και εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, είτε «θα αναγκάσουν τον διεθνή παράγοντα να πάρει θέση».