Περίεργες οι θέσεις εξέφρασε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κ.Μητσοτάκης αναφορικά με τις διαφορές με την Τουρκία, οι οποίες πάγια θέση της Ελλάδας είναι ότι αφορούν μόνον την υφαλοκρηπίδα.
Ο Πρωθυπουργός, μιλώντας στο «Βήμα», έκανε λόγο για προσφυγή στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα και τις «θαλάσσιες ζώνες» εννοώντας την ΑΟΖ.
Επισημαίνει ότι αν δεν βρεθεί τρόπος συνεννόησης με την Τουρκία, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποτελεί την προτιμότερη επιλογή, με αντικείμενο τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όλα αυτά μετά τις προχθεσινες 98 παραβιάσεις και τις μαζικές υπερπτήσεις πάνω από 7 νησιά της τουρκικής Αεροπορίας.
Παράλληλα δε είπε ότι σε περίπτωση ενός “θερμού’ επεισοδίου, -ενός επεισοδίου που τόσο ο ίδιος όσο και ο σύμβουλός του Εθνικής Ασφάλειας έχουν… αποκλείσει(!)-, τότε χαμένοι θα είναι και οι δύο και η Ελλάδα και η Τουρκία.
Μάλιστα ο πρωθυπουργός είπε πως βλέπει «κοινωνική πλειοψηφία να διαμορφώνεται» που ζητά λύση των προβλημάτων με την Τουρκία, επιχειρώντας ουσιαστικά να την πατρονάρει και να προκαταλάβει αποφάσεις, αλλά για δημοψήφισμα για το πώς πρέπει να λυθούν ή αν πρέπει οι διαφορές αυτές ούτε λόγος.
«Θεωρώ δεδομένο ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα τύγχανε της στήριξης όλων των πολιτικών δυνάμεων» σημείωσε μεταξύ άλλων ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος θεωρεί ότι διαμορφώνεται, εκτός από την πολιτική, και μια κοινωνική πλειοψηφία που αναγνωρίζει ότι πρέπει η Ελλάδα να λύσει τις διαφορές της με την Τουρκία.
«Η Ελλάδα δεν απαιτεί τίποτε, αλλά και δεν εκχωρεί τίποτα. Και δεν προκαλεί, αλλά συνομιλεί. Ο δρόμος του διαλόγου είναι ανοιχτός και για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, και για τις διερευνητικές επαφές, και για πολιτικό διάλογο.
Πρόθεσή μου, λοιπόν, είναι να συζητούμε με την Τουρκία και στα τρία επίπεδα. Και πιστεύω πως, ναι, θα πρέπει να πούμε καθαρά ότι αν δεν μπορούμε να τα βρούμε, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε η μία διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα να εκδικαστεί από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Και για να είμαι απολύτως σαφής, αναφέρομαι στον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν πιστεύουμε – και το πιστεύουμε – ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα ως χώρα από αυτή την εξέλιξη», ξεκαθάρισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Για το αν είναι έτοιμο το πολιτικό σύστημα και η ελληνική κοινωνία να δεχθούν τον συμβιβασμό που θα επιβάλει το Δικαστήριο της Χάγης, ο πρωθυπουργός τόνισε:
«Όταν προσφύγουμε στη Χάγη για να λύσει τη διαφορά μας με την Τουρκία, θα πρέπει να είμαστε αφενός απολύτως σίγουροι ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας.
Και αφετέρου απολύτως έτοιμοι να δεχθούμε την τελική απόφαση ενός τέτοιου διεθνούς οργάνου. Θεωρώ δεδομένο ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα τύγχανε της στήριξης όλων των πολιτικών δυνάμεων. Είναι απαραίτητο να γίνει.
Αν κρίνω από τις δημόσιες τοποθετήσεις των υπόλοιπων κομμάτων, δεν βλέπω να υπάρχει κάποια ουσιαστική αντίρρηση. Διαμορφώνεται, με άλλα λόγια, μια πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία που αναγνωρίζει ότι πρέπει, με κάποιον τρόπο, να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία.
Οχι, όμως, υπό καθεστώς πίεσης και εκβιασμών.
(σ.σ. απλά οι υπερπτήσεις και οι απειλές για casus beli για τα 12ν.μ. και οι καταπατήσεις της κυπριακής ΑΟΖ και πολλά άλλα δεν ανήκουν στην κατηγορία της “πίεσης”, αλλά του… διαλόγου με άλλα μέσα)
Αυτή η συζήτηση έχει ήδη ανοίξει στην ελληνική κοινωνία, που πιστεύω ότι αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι και η σωστή επιλογή.
Γιατί ποια άλλη επιλογή έχουμε;
Να μην κάνουμε τίποτα και να παραμένουμε σε μια ισορροπία τρόμου με την Τουρκία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε ένα σενάριο όπου θα είμαστε και οι δύο χαμένοι;
Διότι κερδισμένος δεν υπάρχει σε ένα σενάριο θερμού επεισοδίου».
Για το αν η Ελλάδα επιδιώκει να γίνει μέρος της λιβυκής κρίσης ή να ξεκινήσει τον διάλογο για την οριοθέτηση ΑΟΖ:
«Δεν θέλουμε να είμαστε κομμάτι κανενός προβλήματος.
Θέλουμε να είμαστε μέρος της λύσης στη Λιβύη γιατί μας αφορά και εμάς.
Είμαστε γειτονική χώρα, άλλωστε είμαστε πιο κοντά σε αυτήν από όσο η Τουρκία. Αν υπήρχε μια άλλη κυβέρνηση στη Λιβύη, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε το θέμα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, αφού είναι ο δικός μας φυσικός θαλάσσιος γείτονας και όχι της Τουρκίας. Δεν θέλουμε μια εστία αστάθειας στη γειτονιά μας.
Κατά συνέπεια, θέλουμε να έχουμε λόγο στις εξελίξεις στη Λιβύη. Ζήτησα, και θα το ζητήσω ακόμη πιο επιτακτικά, να συμμετάσχουμε και εμείς στη διαδικασία του Βερολίνου.
Γιατί συμμετέχει η Τουρκία και όχι η Ελλάδα;
Θα χρειαστεί οπωσδήποτε πολιτική επίλυση του προβλήματος της Λιβύης. Και εμείς θέτουμε έναν όρο για να υπάρξει λύση με σφραγίδα της ΕΕ, καθώς η Ευρώπη θα έχει άποψη για το αύριο της Λιβύης: η επόμενη κυβέρνηση να θεωρήσει αμέσως άκυρη τη “συμφωνία” με την Τουρκία. Ο όρος αυτός είναι αδιαπραγμάτευτος».
Η τουρκική προκλητικότητα και οι «σύμμαχοι» της Ελλάδας
Η τουρκική προκλητικότητα το τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε έξαρση, παρά τις δύο συναντήσεις που είχε με τον ίδιο τον Ερντογάν, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε:
«Δεν πρόκειται να ερμηνεύσω δημοσίως τη στάση του τούρκου προέδρου, ούτε να χρησιμοποιήσω κάποιο επίθετο για να τη χαρακτηρίσω. Όταν συνάντησα τον κ. Ερντογάν, επιδίωξα σχέσεις καλής γειτονίας, φιλίας και διαλόγου με την Τουρκία.
Και επιμένω σε αυτή την προσέγγιση. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, ενεργοποιώντας ένα πολύ πυκνό πλέγμα διπλωματικών πρωτοβουλιών ώστε να αποκρούσει τις τελευταίες παράνομες και εκτός διεθνούς νομιμότητας και κοινής λογικής κινήσεις της τουρκικής πλευράς.
Η Τουρκία είναι εξαιρετικά απομονωμένη στις πρόσφατες επιλογές της.
Αντίθετα, οι θέσεις της Ελλάδας, οι οποίες στηρίζονται πάντα στην τήρηση του διεθνούς δικαίου, έχουν βρει καθολική αποδοχή και στήριξη από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τη Ρωσία, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τις περισσότερες χώρες του Κόλπου και από ένα μεγάλο κομμάτι της ίδιας της Λιβύης. Οπου, θυμίζω, διεξάγεται ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος και η άλλη πλευρά δεν αναγνωρίζει τη συμφωνία με την Τουρκία ως νόμιμη. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ.
Ολοκληρώσαμε πρόσφατα τη συμφωνία για τα F-16 και για τα Μιράζ, οι Ένοπλες Δυνάμεις μας είναι πανέτοιμες και αποτρεπτικά ισχυρές. Η πόρτα του διαλόγου με τους γείτονες θα είναι από εμένα πάντα ανοιχτή».