Η παραδοσιακή γεωπολιτική σημασία της Ανατολικής Μεσογείου είναι γνωστή σε όλους. Είναι δίοδος, είναι ο χώρος από όπου περνάει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του διεθνούς εμπορίου. Η Κύπρος έχει χαρακτηρισθεί αβύθιστο αεροπλανοφόρο. Μια ματιά στον χάρτη δείχνει γιατί. Στη γεωπολιτική σημασία πρέπει να προστεθεί και η γεωοικονομική σημασία που προέκυψε από την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου.Το μέγεθός τους δεν είναι ακόμα γνωστό, με την έννοια ότι οι έρευνες συνεχίζονται. Το μέγεθος των κοιτασμάτων θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και τον δρόμο, μέσω του οποίου οι ενεργειακοί αυτοί πόροι θα διοχετευθούν στη διεθνή αγορά, κυρίως στην ευρωπαϊκή.
Η επίλυση του Κυπριακού είναι προϋπόθεση για να επιλεγεί ο πιο συμφέρον οικονομικά δρόμος, ο δρόμος που μέσω της Κύπρου θα στείλει το φυσικό αέριο στην Τουρκία και από εκεί στη διψασμένη για ενέργεια Ευρώπη. Προφανώς, αυτή η επιλογή εξαρτάται και από τη βούληση του Ερντογάν. Προς το παρόν ζητάει τη μερίδα του λέοντος στη Μεγαλόνησο.
Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο είναι τα δεδομένα που προέκυψαν από τη λεγόμενη “Αραβική Άνοιξη”. Η ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι από τους Δυτικούς, την ώρα που ο Καντάφι τους είχε παραδοθεί πλήρως, εγείρει ένα κρίσιμο ερώτημα για τον ορθολογισμό των δυτικών επιλογών.
Σκληρό καρύδι η Συρία
Στη Συρία, το καθεστώς Άσαντ φάνηκε αρχικά ότι ήταν εύκολος στόχος. Αποδείχθηκε το αντίθετο. Η Συρία φιλοξενεί τις μοναδικές ρωσικές βάσεις στην Μεσόγειο και αυτό ήταν ο λόγος που υποχρέωσε τη Μόσχα να εμπλακεί άμεσα. Για τους δικούς τους λόγους ενεπλάκησαν και το Ιράν και η σιιτική Χεζμπολά του Λιβάνου.
Η σύμπραξη αυτή επέτρεψε στο καθεστώς Άσαντ να αντισταθεί και από ένα χρονικό σημείο και πέρα να περάσει στην αντεπίθεση, να αποκτήσει το στρατιωτικό πλεονέκτημα και να ανακτήσει πολλά από τα χαμένα εδάφη. Η εξέλιξη αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη ήττα της Τουρκίας.
Πριν ξεσπάσει η “Αραβική Άνοιξη”, ο Ερντογάν είχε δημιουργήσει τους όρους μίας συνεννόησης και με την Τεχεράνη και με τη Δαμασκό, με στόχο την ανάσχεση του κουρδικού αλυτρωτισμού. Υπενθυμίζουμε τις αγκαλιές του με τον Άσαντ.
Όταν, όμως, ξέσπασε η εξέγερση στη Συρία και το σουνιτικό στοιχείο στράφηκε ενόπλως εναντίον του καθεστώτος Άσαντ, ο Ερντογάν ανέλαβε για λογαριασμό της Δύσης να ανατρέψει τον μέχρι τότε σύμμαχό του. Ήταν η εποχή που η Δύση έκανε τα στραβά μάτια, βαφτίζοντας τους τζιχαντιστές «αγωνιστές της ελευθερίας». Οι Δυτικοί συνεργάστηκαν άμεσα με την Αλ-Νούσρα, η οποία είναι επίσημο παρακλάδι της Αλ-Κάιντα στη Συρία.
Ο Ομπάμα σοφά αποφάσισε να μη στείλει στρατό στη Συρία. Τα αδιέξοδα στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ τον είχαν διδάξει ότι είναι εύκολο να ανατρέψει καθεστώτα, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να δημιουργήσει βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι 15 χρόνια μετά την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν, αν φύγουν οι δυτικές δυνάμεις από το Αφγανιστάν οι Ταλιμπάν θα επανέλθουν στην εξουσία.
Η Κύπρος ως γεωπολιτικό πλεονέκτημα
Η Ελλάδα έχει το προνόμιο να έχει ισχυρό έρεισμα σε μια τόσο σημαντική από γεωπολιτικής και γεωοικονομικής απόψεως περιοχή, όπως είναι η Ανατολική Μεσόγειος. Δεν αναφέρομαι μόνο στον ελλαδικό χώρο. Αναφέρομαι και στην Κύπρο.
Είναι διεθνώς παγκοσμίως μοναδική πρωτοτυπία, μάλιστα, το γεγονός ότι η Αθήνα, αντί να αξιοποιήσει την παρουσία του κυπριακού Ελληνισμού, έχει την τάση να του στρέφει την πλάτη. Υπενθυμίζουμε το δόγμα “η Κύπρος είναι μακριά”. Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει την τάση να αντιμετωπίζει τη Μεγαλόνησο σαν βαρίδι, ενώ στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο γεωπολιτικό πλεονέκτημα, μια πολύ μεγάλη δυνατότητα ενίσχυσης του διεθνούς ειδικού βάρους του Ελληνισμού.
Ο Νταβούτογλου έχει γράψει ότι ακόμα και αν δεν υπήρχε ούτε ένας Τουρκοκύπριος θα έπρεπε να τον εφεύρουν για να μπορεί η Τουρκία να παρεμβαίνει στη γεωπολιτικά πολύτιμη Κύπρο.
Η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης, είναι στα γόνατα, με ό,τι αυτό σημαίνει στο επίπεδο της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος. Υπάρχουν, όμως, εξελίξεις που είναι πολύ πιθανόν να ανοίξουν μια θετική προοπτική.
Για τη Δύση, η Ελλάδα ήταν μια χώρα δεύτερης γραμμής. Η χώρα πρώτης γραμμής στο δυτικό σύστημα ασφάλειας ήταν η Τουρκία. Όταν η Ουάσινγκτον συνειδητοποίησε ότι οι νεοοθωμανοί του Ερντογάν δεν είναι αυτό που νόμιζε, άρχισε να κάνει δεύτερες σκέψεις.
Αρχικά, οι Αμερικανοί πίστευαν ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν αντιπροσώπευε το μετριοπαθές φιλοδυτικό πολιτικό Ισλάμ, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο για όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Υπενθυμίζουμε ότι στην αρχή της θητείας του ο Ομπάμα είχε επισκεφθεί το Κάιρο και την Κωνσταντινούπολη για να στείλει αυτό το μήνυμα.
Η θεώρηση αυτή έχει καταρρεύσει. Τα γεγονότα, όπως πάντα, είναι πεισματάρικα. Οι κάθε είδους ιδεοληψίες δοκιμάζονται και συχνά συντρίβονται όταν συγκρούονται με την πραγματικότητα.
Η Ελλάδα ως χώρα πρώτης γραμμής
Όταν ο Ερντογάν κέρδισε τον άτυπο εσωτερικό πόλεμο με το βαθύ κεμαλικό κράτος και κυριάρχησε στην τουρκική πολιτική σκηνή, άρχισε να ξεδιπλώνει τη δική του ατζέντα. Δρομολόγησε όχι μόνο την ισλαμοποίηση της Τουρκίας, αλλά και το σχέδιό του για πολιτική αυτονόμηση από τη Δύση.
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι ο νεοοθωμανισμός του Ερντογάν δεν ήταν αυτό που νόμιζαν. Όταν, λοιπόν, η Τουρκία άρχισε να διολισθαίνει, άρχισαν και οι Δυτικοί να την βλέπουν διαφορετικά.
Τυπικά δεν έχει αλλάξει τίποτα. Η Τουρκία παραμένει χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα, όμως, έχει αλλάξει ο τρόπος, με τον οποίο οι Δυτικοί βλέπουν την Τουρκία. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι προσχηματική. Ούτε η ΕΕ θέλει την Τουρκία στους κόλπους της, αλλά ούτε και η Τουρκία είναι πια ένθερμη όσον αφορά την ένταξή της.
Η αλλαγή του τρόπου που οι Δυτικοί βλέπουν την Τουρκία αλλάζει και τον τρόπο που βλέπουν την Ελλάδα. Αυτό ισχύει κυρίως για τους Αμερικανούς, οι οποίοι έχουν πιο σφαιρική ματιά και όχι τη στενά οικονομίστικη ματιά της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε χώρα πρώτης γραμμής.
Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι αρχίζουν να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα όχι αποκλειστικά και μόνο ως μια τυπική χώρα-μέλος της ΕΕ. Την αντιμετωπίζουν ως χώρα με ειδικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Αυτό φάνηκε στα τελευταία χρόνια της θητείας του Ομπάμα.
Υπενθυμίζουμε τις παρεμβάσεις των Αμερικανών υπουργών Οικονομικών Γκάιτνερ και Λιού προς το Βερολίνο. Οι παρεμβάσεις αυτές είχαν σκοπό να αποτρέψουν το ενδεχόμενο οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας και τη μετατροπή της σε γεωπολιτική μαύρη τρύπα. Οι Αμερικανοί δεν θέλουν να σπάσει ο ελληνικός κρίκος που αποδεικνύεται ολοένα και πιο σημαντικός για το δυτικό σύστημα ασφαλείας.
Όλα αυτά έγιναν επί Ομπάμα. Επί Τράμπ; Προφανώς, πρέπει να περιμένουμε περισσότερα και πιο σαφή δείγματα γραφής εκ μέρους του ειδικά για την περιοχή μας. Έστω και με τον χοντροκομμένο τρόπο του επιχειρηματία, ο Τραμπ έχει ήδη δώσει το στίγμα του για το πώς εννοεί την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Ουσιαστικά αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι το αντίστροφο του δόγματος που είχαν εφαρμόσει οι Νίξον και Κίσσινγκερ στη δεκαετία του 1970. Τότε, είχαν κάνει ένα εντυπωσιακό άνοιγμα προς την υπανάπτυκτη Κίνα του Μάο, με σκοπό να ανασχέσουν και να περικυκλώσουν την τότε Σοβιετική Ένωση, τον βασικό αντίπαλο των ΗΠΑ.
Στο κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας των ΗΠΑ συνεχίζει να κυριαρχεί η νεοψυχροπολεμική προσέγγιση. Βασικός εχθρός είναι η Ρωσία του Πούτιν. Ο Τράμπ επιχειρεί να υπερβεί αυτό το νεοψυχροπολεμικό δόγμα. Η θέση του είναι ορθολογική.
Αν και η Ρωσία είναι μια πολύ μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ούτε οικονομικά ούτε δημογραφικά έχει τις προϋποθέσεις να αμφισβητήσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Αντιθέτως, η Κίνα είναι δυνάμει ανταγωνιστής των ΗΠΑ. Δυνητικά έχει όλες τις προϋποθέσεις να αναδειχθεί στην πρώτη υπερδύναμη. Γι’ αυτό και προσπαθεί να αγοράσει χρόνο.
Σπάζοντας στερεότυπα, ο Τραμπ λέει ότι θα βρει ένα modus vivendi με τους Ρώσους, ώστε να διαμορφώσει συνθήκες ανάσχεσης και πίεσης της Κίνας. Γνωρίζει τις ρωσικές ανησυχίες για την άνοδο της Κίνας και θέλει να τις εκμεταλλευθεί για να δρομολογήσει την αντίστροφη στρατηγική των Νίξον-Κίσσινγκερ.
Είναι αληθές ότι η εξωτερική πολιτική του Tράμπ δεν είναι ολοκληρωμένη. Μοιάζει σαν οικοδομή στα μπετά. Δεν έχουν μπει τα τούβλα και τα χωρίσματα. Στις βασικές γραμμές της, όμως, έχει διαγραφεί. Μένει, βεβαίως, να αποδειχθεί εάν ο Τραμπ θα επιβάλει τελικώς την πολιτική του στο Στέητ Ντηπάρτμεντ και στο Πεντάγωνο, ή θα υποχρεωθεί να νερώσει το κρασί του και να ρυμουλκηθεί στο παραδοσιακό νεοψυχροπολεμικό δόγμα που αναγορεύει ως αντίπαλο τη Ρωσία.
Τα τρία μέτωπα και η Ελλάδα
Τα τρία μέτωπα που απασχολούν την αμερικανική εξωτερική πολιτική με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι τα εξής:
- Πρώτον, το μέτωπο έναντι της Ρωσίας και της Κίνας.
- Δεύτερον, οι ευρωαμερικανικές σχέσεις.
- Τρίτον, η Μέση Ανατολή.
Το δεύτερο και το τρίτο μέτωπο τα συνδέει ο κρίκος Ελλάδα.
Ο Ερντογάν, πιστεύει ότι το πραξικόπημα τον περασμένο Ιούλιο το έκαναν οι Αμερικανοί. Όταν κατηγορεί τον Γκιουλέν εννοεί τη CIA. Είναι ένα είδος κωδικού καταγγελίας. Αυτός είναι ο λόγος, μεταξύ άλλων, που έπεσε στην αγκαλιά του Πούτιν.
Το παιχνίδι του νεοοθωμανού ηγέτη μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας μπορεί να αποδειχθεί άλμα στο κενό εάν βρεθεί ένα modus vivendi μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων στη Συρία. Προς το παρόν, πάντως, δεν του έχει αποφέρει τους επιδιωκόμενους καρπούς.
Ο πόλεμος εναντίον των τζιχαντιστών είναι ένας κοινός παρονομαστής. Η επίτευξη πολιτικής λύσης στη Συρία μπορεί να καταστεί πολύ πιο εύκολη, εάν ο Τράμπ -παρά τον βομβαρδισμό της συριακής αεροπορικής βάσης και παρά τις πιέσεις που δέχεται στο εσωτερικό- κάνει πράξη την θέση του ότι οι ΗΠΑ δεν θα επεμβαίνουν εάν δεν απειλούνται κρίσιμα συμφέροντά τους.
Οι εξελίξεις αυτές αναβαθμίζουν τη σημασία της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. Το γεγονός ότι υπάρχουν τα δύο τρίγωνα (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος) συμβάλει σ’ αυτό. Υπενθυμίζουμε ότι ο Τράμπ έχει ρητά πει ότι θεωρεί το Ισραήλ και την Αίγυπτο βασικούς παίκτες στην περιοχή.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν οι υποδοχές για να αναπτυχθεί ένας γεωπολιτικός ρόλος για την Ελλάδα, ο οποίος θα έχει τις ευλογίες της Ουάσινγκτον. Το 2017 θα είναι η χρονιά που θα δείξει εάν οι εξελίξεις πάρουν αυτή την τροπή.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνουν επώδυνες εκπτώσεις στα θεμιτά εθνικά συμφέροντα για να επιτύχουμε λύση τύπου Ανάν στο Κυπριακό, ή κάποιου είδους διευθέτηση στο Αιγαίο. Είναι σκόπιμη η αναμονή για να φανεί πώς ο πρόεδρος Τραμπ θα ξετυλίξει την πολιτική του και κατ’ επέκτασιν πως θα διαμορφωθούν οι νέες ισορροπίες στην περιοχή.
Για να μπορέσει να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες και να παίξει σημαντικό ρόλο, η Ελλάδα πρέπει να απαντήσει στις προκλήσεις που αφορούν στην ίδια την εθνική της ασφάλεια. Στην ιστορία οι ευκαιρίες δεν είναι πολλές. Δίνονται λίγες. Για να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες, όμως, χρειάζονται επεξεργασμένες πρωτοβουλίες από το πολιτικό σύστημα που διαχειρίζεται τις τύχες μιας χώρας.
Για την Ελλάδα προσεχώς θα υπάρξουν γεωπολιτικές ευκαιρίες. Υπάρχουν, ωστόσο, βάσιμες αμφιβολίες για το αν το παρόν πολιτικό σύστημα είναι σε θέση να τις αδράξει και να τις αξιοποιήσει. Αυτή η αδυναμία δεν οφείλεται μόνο στη δυσχερή θέση που βρίσκεται η χώρα λόγω των Μνημονίων. Οφείλεται και στον τρόπο που το πολιτικό μας σύστημα αντιλαμβάνεται τις διεθνείς σχέσεις και τον ρόλο της Ελλάδας.