Αν και η Τουρκία φροντίζει να συντηρεί το κλίμα έντασης στο Αιγαίο με διάφορους τρόπους, οι υψηλοί τόνοι της προηγούμενης εβδομάδας έχουν πέσει και στις δύο πλευρές. Αιτία είναι η αμερικανική παρέμβαση.
Όπως αποκαλύψαμε πριν οκτώ ημέρες, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών έκανε διάβημα στο Στέητ Ντηπάρτμεντ, προειδοποιώντας με τεκμηριωμένο τρόπο ότι η Αθήνα θα αντιδράσει δυναμικά εάν οι Τούρκοι παραβιάσουν τις κόκκινες γραμμές. Το ίδιο μήνυμα έχει σταλεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Ας σημειωθεί ότι τις επόμενες ημέρες ο Κοτζιάς θα πάει στην Ουάσιγκτον για να συναντηθεί με τον Αμερικανό ομόλογό του Τίλερσον, ενώ αναμένεται να ακολουθήσει και επίσκεψη του υπουργού Άμυνας.
Μπορεί οι ΗΠΑ να κινήθηκαν στη γνωστή γραμμή των ίσων αποστάσεων, αλλά το μήνυμά τους για αυτοσυγκράτηση βρήκε απήχηση στην Άγκυρα. Όχι μόνο λόγω της προσπάθειας του Ερντογάν να διαμορφώσει προνομιακή σχέση με την κυβέρνηση Τραμπ. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η αμερικανική σύσταση προς την Τουρκία συνοδεύθηκε και από στοιχεία που δείχνουν πως οι προειδοποιήσεις του Κοτζιά και του Καμμένου δεν ήταν κουβέντες χωρίς αντίκρισμα. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε την Άγκυρα να κάνει δεύτερες σκέψεις.
Η αρχική εκτίμηση των νεοοθωμανών ότι ίσως θα μπορούσαν να προκαλέσουν ένα είδος θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο, με σκοπό να εξασφαλίσουν μία εύκολη συμβολική νίκη χωρίς αξιόλογο κόστος για την Τουρκία και τους ίδιους έχει κλονιστεί. Ο Ερντογάν θέλει μία τέτοια νίκη για να ενισχύσει τις ελπίδες του να κερδίσει το δημοψήφισμα του Απριλίου που έχει ως ερώτημα την αναγόρευσή του σε πρόεδρο-σουλτάνο. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν θέλει να διακινδυνεύσει μία ελληνοτουρκική στρατιωτική σύγκρουση, ειδικά αυτή την περίοδο για τους εξής λόγους:
Πρώτον, επειδή έχει ανοικτό στρατιωτικό μέτωπο στη Συρία και η προσπάθειά του να απομονώσει τους Κούρδους δεν βρίσκει ανταπόκριση ούτε στην Ουάσιγκτον ούτε στη Μόσχα.
Δεύτερον, επειδή οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι σε μεγάλο βαθμό αποδυναμωμένες και με πεσμένο ηθικό, λόγω των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων και του εμφυλιοπολεμικού κλίματος.
Τρίτον, επειδή ούτε και μετά τις εκκαθαρίσεις εμπιστεύεται τους αξιωματικούς. Φοβάται πως εάν τα πράγματα οδηγηθούν σε ελληνοτουρκική σύγκρουση, οι στρατηγοί εκ των πραγμάτων θα αποκτήσουν μεγάλη αυτονομία κινήσεων, την οποία ενδεχομένως να εκμεταλλευθούν για να τον ανατρέψουν.
Τέταρτον, επειδή το κλίμα για τη νεοοθωμανική Τουρκία είναι πιο αρνητικό παρά ποτέ και στην Ευρώπη και τουλάχιστον στη γραφειοκρατία του Στέητ Ντηπάρτμεντ και του Πενταγώνου.
Πέμπτον, επειδή η ελληνοτουρκική σύρραξη εκ των πραγμάτων θα διευρύνει τα περιθώρια της αντάρτικης δράσης του PKK, αλλά και τα περιθώρια για τρομοκρατικές επιθέσεις των τζιχαντιστών.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το σενάριο πρόκλησης ελληνοτουρκικής σύρραξης δεν είναι στην ατζέντα του Τούρκου προέδρου. Πολύ περισσότερο εν όψει του δημοψηφίσματος. Το σενάριο ότι ενδέχεται οι Τούρκοι να προκαλέσουν θερμό επεισόδιο τον Ιούνιο, όταν θα αρχίσει η γεώτρηση στην κυπριακή ΑΟΖ δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αλλά ούτε να προβλεφθεί. Το πιθανότερο είναι ότι θα έχουμε επανάληψη των προκλήσεων αφενός με την έξοδο του ερευνητικού σκάφους “Μπαρμπαρόσσα”, αφετέρου με επίδειξη ισχύος και παρενοχλήσεις από τουρκικές φρεγάτες.
Εάν ο Ερντογάν θελήσει να δημιουργήσει τετελεσμένο, είναι πιθανότερο να προχωρήσει σε προσάρτηση των Κατεχομένων από το έρθει σε ευθεία σύγκρουση με την TOTAL και κατ’ επέκτασιν με τη Γαλλία. Η προσάρτηση θα προκαλούσε σημαντικές διπλωματικές παρενέργειες για την Τουρκία, αλλά δεν έχει το ρίσκο που θα είχε ένα θερμό επεισόδιο.
Προς το παρόν, πάντως, οι νεοοθωμανοί χρησιμοποιούν την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο, όπως και οι κεμαλιστές προκάτοχοί τους. Η Άγκυρα θα συνεχίσει με συστηματικότητα να προωθεί τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της στο Αιγαίο. Πρόκειται για στρατηγική, την οποία δρομολόγησε το μετακεμαλικό καθεστώς το 1973 και συνεχίζουν να την εφαρμόζουν οι νεοοθωμανοί. Στο επίπεδο αυτό, άλλωστε, είχε εξαρχής δημιουργηθεί μία όσμωση μεταξύ των δύο μεγάλων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της Τουρκίας.
Αυτή δεν ήταν εκ πρώτης όψεως ορατή, επειδή τα προηγούμενα χρόνια οι νεοοθωμανοί απέφευγαν να υψώνουν πολύ τους τόνους στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Η συγκρατημένη εκείνη στάση τους είχε ανοήτως δημιουργήσει στην Αθήνα τον μύθο για τον “καλό Ερντογάν” και τους “κακούς στρατηγούς”. Στην πραγματικότητα, οφειλόταν στο γεγονός ότι η νεοοθωμανική κυβέρνηση βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο με το βαθύ κράτος των κεμαλιστών. Πιο συγκεκριμένα φρόντιζε να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στο Αιγαίο, επειδή φοβόταν μήπως οι στρατηγοί προκαλέσουν κάποιο θερμό επεισόδιο, με σκοπό να την ανατρέψουν.
Το κρίσιμο ζήτημα σ’ αυτή τη φάση, ωστόσο, δεν είναι εάν η Άγκυρα θα συνεχίσει να προβάλει τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της. Όπως προαναφέραμε, αυτό είναι δεδομένο και τις προηγούμενες ημέρες φάνηκε με την τουρκική αντίδραση για ελληνική άσκηση στη Σαμοθράκη. Το κρίσιμο ζήτημα είναι εάν ο Ερντογάν θεωρεί ότι η τωρινή συγκυρία του δίνει την ευκαιρία να προκαλέσει χωρίς μεγάλο κόστος κάποιου είδους θερμό επεισόδιο με στόχο:
Πρώτον, να εξυπηρετήσει τη συγκυριακή ανάγκη του για μία εύκολη συμβολική νίκη προς προπαγανδιστική χρήση εν όψει δημοψηφίσματος.
Δεύτερον, για να επιχειρήσει ένα ποιοτικό άλμα στο επίπεδο της πάγιας τουρκικής επεκτατικής στρατηγικής.
Για τους λόγους που προαναφέραμε, το σημείο-κλειδί είναι το “χωρίς μεγάλο κόστος”. Μετά τα Ίμια έχει δημιουργηθεί η εντύπωση στην Άγκυρα πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αν και έχει ακόμα τη δυνατότητα στο στρατιωτικό επίπεδο, δεν έχει τη βούληση να απαντήσει δυναμικά κατά τρόπο που να προκαλέσει τουλάχιστον ισοδύναμο κόστος στην Τουρκία. Η εντύπωση αυτή έχει διαβρώσει την αξιοπιστία της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής.
Πρόκειται για εξαιρετικά επικίνδυνο γεγονός, επειδή ωθεί την Άγκυρα να προχωρήσει παραπέρα στον δρόμο του τυχοδιωκτισμού. Ένα θερμό επεισόδιο, όμως, έχει την τάση να κλιμακωθεί σε σύρραξη. Με άλλα λόγια, εάν ο Ερντογάν υπερβεί ένα όριο κινδυνεύει να προκαλέσει αυτό που στην πραγματικότητα δεν επιθυμεί.
Όλα αυτά, ωστόσο, ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι θα επικρατήσουν ορθολογικά κριτήρια. Αυτό είναι το πιθανότερο, αλλά όχι και 100% δεδομένο. Δεν είναι μόνο η προαναφερθείσα ανάγκη του Ερντογάν για μία εύκολη συμβολική νίκη προς προπαγανδιστική χρήση εν όψει δημοψηφίσματος, που θολώνει τον ορθολογισμό του. Υπάρχει και έτερος συγκυριακός λόγος που τον ωθεί προς την ίδια κατεύθυνση.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου να δοθεί άσυλο στους “οκτώ” εξόργισε τους νεοοθωμανούς, επειδή αντιλαμβάνονται το Κράτος Δικαίου ως πρόσχημα και όχι ως ουσία. Σαν να μην έφθανε αυτό, προέκυψε και η περίπτωση των δύο Τούρκων κομάντος που προ ημερών εισήλθαν παρανόμως στην Ελλάδα. Εάν επιβεβαιωθεί ότι είναι τα δύο ασύλληπτα μέλη της ομάδας που στο πραξικόπημα εστάλη να δολοφονήσει τον Τούρκο πρόεδρο, η υπόθεση προσλαμβάνει και προσωπικό χαρακτήρα.
Η απόφαση της ελληνικής Δικαιοσύνης να δώσει άσυλο στους “οκτώ” με το επιχείρημα ότι δεν θα έχουν δίκαιη δίκη στην Τουρκία, έχει στο νομικό επίπεδο δημιουργήσει θετικό προηγούμενο και για την αίτηση ασύλου των δύο κομάντος. Από πολιτικής απόψεως, όμως, οι δύο περιπτώσεις είναι πολύ διαφορετικές. Ακόμα και εάν οι “οκτώ” έλαβαν μέρος στο πραξικόπημα ήταν περιφερειακοί παράγοντες. Αντιθέτως, οι δύο είχαν κεντρικό και έντονα φορτισμένο ρόλο.
Η Ελλάδα είναι Κράτος Δικαίου, αλλά δεν έχει κανένα λόγο να επιβαρύνει τις ήδη τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις με ένα πρόσθετο φορτίο. Πολύ περισσότερο που και η κυβέρνηση και η κοινωνία αντιπαθούν τους πραξικοπηματίες και πολύ περισσότερο τους επίδοξους φονιάδες εκλεγμένου ηγέτη. Αυτός είναι ο λόγος που σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες οι αρμόδιες αρχές αναζητούν λύση που θα απαλλάξει την Ελλάδα από αυτό το φορτίο και εν μέρει θα ικανοποιήσει την Άγκυρα.
Για να κατανοηθεί πλήρως η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο, στα ανωτέρω πρέπει να συνυπολογισθούν και οι εξελίξεις στα νοτιοανατολικά σύνορα της Τουρκίας. Κεντρικός παίκτης εκεί είναι ο κουρδικός αλυτρωτισμός, ο οποίος βιώνεται και από τους νεοοθωμανούς και από τους κεμαλιστές ως απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας τους. Η αμφισβήτηση από τον Ερντογάν της συνθήκης της Λωζάννης είναι ένα μήνυμα προς τις μεγάλες δυνάμεις ότι εάν ρευστοποιηθούν τα γεωπολιτικά δεδομένα στη Συρία και στο Ιράκ θα ρευστοποιηθούν και στα δυτικά, στο Αιγαίο.
Ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος θεώρησε ότι στο πλαίσιο της κυοφορούμενης νέας τάξης πραγμάτων στην περιοχή μεθοδεύεται και ο δυνάμει ακρωτηριασμός της χώρας του. Είναι ξεκάθαρο, άλλωστε, πως το Κουρδικό ζήτημα έχει για τα καλά μπει στη γεωπολιτική ατζέντα και είναι μάλλον απίθανο να διαγραφεί.
Ο Ερντογάν έχει διαμορφώσει θέση και την εκφράζει σαφώς. Δεν περιορίζεται στη νεοοθωμανική ρητορική του Νταβούτογλου πως η Τουρκία πρέπει να ενδιαφέρεται για τους “αδελφούς” της στον ευρύτερο μουσουλμανικό-σουνιτικό κόσμο. Ούτε έμεινε στη δήλωση πως «Τουρκία δεν είναι μόνο η Τουρκία». Έκανε ένα βήμα παραπέρα. Όπως είπε, «όταν αλλάζουν τα πάντα, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο σημείο που βρεθήκαμε τότε (στα σύνορα που χάραξε η συνθήκη της Λωζάννης)». Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, μιλώντας στους υπουργούς του είπε χαρακτηριστικά: «η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί για να κερδίσει εδάφη.
Η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα από μία άποψη διευκολύνει τη φιλοδοξία του Ερντογάν να αναδειχθεί σε πρόεδρο-σουλτάνο. Δεν είναι αρκετό να αποδομήσει τον κεμαλισμό ως θεμέλιο ιδεολογικό λίθο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ο ίδιος αυτοπροβάλλεται ως ο ηγέτης που κλείνει την κεμαλική παρένθεση και που μέσω του νεοοθωμανισμού επαναφέρει στο προσκήνιο το άτυπο αυτοκρατορικό όραμα των Τούρκων. Δικό του σημείο αναφοράς είναι ο Μωάμεθ ο Πορθητής κι όχι ο Κεμάλ.
Για να αναδειχθεί σε εθνικό ηγέτη δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από κάθε είδους αντιφρονούντες. Χρειάζεται και ένα ιδεολογικό όχημα. Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα λόγω της απόπειρας πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος, παραλλήλως με το ισλαμικό χαρτί, παίζει δυνατά και το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτός, άλλωστε, είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Στο Αιγαίο και στη Θράκη οι κεμαλιστές προκάτοχοί του έχουν καλλιεργήσει το έδαφος από το 1973, με σημείο-καμπή την κρίση στα Ίμια το 1996. Είναι ενδεικτικό ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, που χαρακτήρισε απαράδεκτη την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, έσπευσε να πλειοδοτήσει σε εθνικισμό-επεκτατισμό για το Αιγαίο με την εξής δήλωση: «Ας κοιτάξει (ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»! Οι κεμαλιστές κατηγορούν τον Ερντογάν ότι δεν διεκδίκησε με αποφασιστικότητα τα ελληνικά νησιά που η Άγκυρα θεωρεί “γκρίζες ζώνες”.
Η ιστορία μας διδάσκει πως όταν η Άγκυρα προσθέτει μία νέα μονομερή διεκδίκηση στο καλάθι των ελληνοτουρκικών δεν την ξεχνάει. Την καλλιεργεί με επιμονή και συστηματικότητα, ώστε να την εγγράψει στη συνείδηση του διεθνούς συστήματος ως υπαρκτή διαφορά που χρειάζεται επίλυση μέσω συμβιβασμού.
Η ευθεία αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης από τον Ερντογάν, λοιπόν, δεν είναι πυροτέχνημα. Ειπώθηκε για να μπει με κάποιον τρόπο στο τραπέζι. Το γεγονός, μάλιστα, ότι στα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου έχουν εγκλωβισθεί πολλές χιλιάδες μουσουλμάνων προσφύγων-μεταναστών μεσομακροπρόθεσμα δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για τον τουρκικό επεκτατισμό. Το είχε πει προφητικά πριν από 25 χρόνια ο μακαρίτης Οζάλ.