Ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης δεν είναι από τους Ελλαδίτες πολιτικούς που, σε κάποια φάση της 20ετούς κοινοβουλευτικής σταδιοδρομίας του, διακρίθηκε για το ενδιαφέρον του για το Κυπριακό.
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Ούτε και κατά τη διάρκεια της -ήδη 5ετούς- πρωθυπουργικής θητείας του επέδειξε βούληση ουσιώδους ανάμειξής του σε διπλωματικές πρωτοβουλίες για τη Μεγαλόνησο και τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψή του στη Λευκωσία, τον Ιούλιο του 2019, ο κ. Μητσοτάκης άκουσε τον τότε υπουργό Εξωτερικών και νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη να τον προειδοποιεί για επικείμενη υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου για τις θαλάσσιες ζώνες. Η απάντηση του πρωθυπουργού ήταν ότι θα θέσει το ζήτημα σε ξένους ηγέτες, αλλά δεν έδρασε αποφασιστικά ούτε και μετά ένα υπερ-επείγον σήμα συναγερμού από την Αίγυπτο, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Τα αποτελέσματα της αδράνειάς του θα έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες. Ίσως για δεκαετίες ολόκληρες. Την ίδια εποχή, βουλευτής (ανήκων στον στενό κύκλο του κ. Μητσοτάκη) έκρινε μεγαλοφώνως, σε κοινωνική συγκέντρωση, ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ερντογάν δεν θα τα έκανε όλα αυτά, αν οι Κύπριοι δεν είχαν προχωρήσει στις έρευνές τους» για τους υδρογονάνθρακες.
Έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 2020, στην Αθήνα, ο κ. Μητσοτάκης εξηγούσε στον τότε Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη τα πλεονεκτήματα της γερμανικής ανάμειξης στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο με τις (μυστικές) συναντήσεις των διπλωματικών συμβούλων Γ. Χέκερ, Ελ. Σουρανή και Ιμπρ. Καλίν. Ο πρωθυπουργός συμπεριέλαβε στον θετικό απολογισμό την ιδέα του Βερολίνου για ταχεία ίδρυση ενός «Ταμείου Υδρογονανθράκων» στη Μεγαλόνησο με δυνατότητα άμεσης πρόσβασης της τουρκοκυπριακής κοινότητας στα έσοδά του. Εγκυρότατες πηγές βεβαιώνουν ότι ο κ. Αναστασιάδης υπέστη σοκ! Υπογράμμισε στον πρωθυπουργό ότι, αν η Αθήνα και η Λευκωσία αποδέχονταν την πρόταση, η τουρκική πλευρά θα εξασφάλιζε τα πάντα εκ των προτέρων και θα χανόταν η ίδια η ουσία επίλυσης του Κυπριακού.
Κάποιου είδους σοκ υπέστη και ο κ. Χριστοδουλίδης κατά την πρώτη επίσκεψή του στο Μέγαρο Μαξίμου, ως Πρόεδρος πλέον, τον Μάρτιο του 2023, καθώς ο κ. Μητσοτάκης έκρινε ως ζήτημα προτεραιότητας τη μεταφορά του μοντέλου του «επιτελικού κράτους» στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο κ. Χριστοδουλίδης εξάντλησε όλη την πείρα που είχε αποκτήσει, ως διπλωμάτης καριέρας, για να αρνηθεί ευγενικά, «πετώντας την μπάλα στην εξέδρα».
Κατόπιν όλων αυτών, αποτελεί δείγμα προόδου η δήλωση του κ. Μητσοτάκη, κατά τις εκδηλώσεις μνήμης για τα 50 χρόνια από τον Αττίλα, ότι, από την προσεχή πρωτοβουλία του ΟΗΕ, «δεν μπορεί να απουσιάζει και η Ευρώπη, γιατί η Κύπρος αποτελεί πλέον κομμάτι της». Προφανώς, ο πρωθυπουργός αντιλήφθηκε ότι, αντί των σκοτεινών διαδρόμων της γερμανικής Καγκελαρίας, υπάρχουν μεγαλύτερες ευκαιρίες στις Βρυξέλλες και στις επαφές με περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Θα ήταν δε θετικότατο, αν ξεκαθάριζε ότι -επιπλέον της αυτονόητης απόρριψης της τουρκικής απαίτησης για δύο κράτη- η Αθήνα είναι κατηγορηματικά αντίθετη και σε όποια ιδέα ισοδυναμεί με έμμεση διάσπαση της ομοσπονδίας σε σχεδόν αυτόνομες οντότητες ή με διολίσθηση σε μη λειτουργικότητά της.
Βέβαια, η πρωτοβουλία του ΟΗΕ και η ανάμειξη της Ε.Ε. προϋποθέτουν στοιχειώδη επιθυμία διαπραγμάτευσης και από την πλευρά της Άγκυρας. Οι κύριοι Χριστοδουλίδης και Μητσοτάκης δηλώνουν δημόσια ότι η πρόοδος στον ελληνοτουρκικό διάλογο μπορεί να ωφελήσει το Κυπριακό, αλλά γνωρίζουν άριστα ότι τα τελευταία παρασκηνιακά μηνύματα -μέσω τρίτων- από τον πρόεδρο Ρ. Τ. Ερντογάν είναι εξόχως αρνητικά. Γιατί, αν και προβλέπει πρόοδο στις σχέσεις με την Αθήνα, εμμένει στην απόλυτη αδιαλλαξία του έναντι της Λευκωσίας.
Επομένως, αν δεν υπάρξει κάποια συνταρακτική ανατροπή, θα επιστρέψουμε στο σύνηθες ερώτημα μετά τη συνάντηση Αν. Παπανδρέου – Τ. Οζάλ στο Νταβός το 1988, τις επαφές Κων. Μητσοτάκη – Μ. Γιλμάζ το 1991 και τη συνάντηση της Μαδρίτης, των Κ. Σημίτη – Σ. Ντεμιρέλ το 1997: είναι δυνατόν να επιτευχθεί πρόοδος στα Ελληνοτουρκικά με «το Κυπριακό στο ράφι»;
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιρειών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη