Άρθρο – Ομιλία του Αντιστρατήγου (ε.α.) Αντώνη Βασιλείου*.
Συμπληρώνονται φέτος 200 χρόνια από την ημέρα που το έθνος των Ελλήνων,σκλαβωμένο και ελεύθερο σε διασπορά, αποφάσισε να εγερθεί για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδος την ελευθερία.
Η μνήμη υπήρξε πάντοτε για τον νοήμονα άνθρωπο, το μεγαλύτερο όπλο του στον αγώνα της προόδου και του πολιτισμού. Αυτό δε που αποτελεί η μνήμη για τον κάθε άνθρωπο, είναι για τον κάθε λαό η ιστορία του. Δια μέσω της ιστορίας οι λαοί αποκτούν γνώση των δυνάμεων τους και των ιδιοτήτων τους στα εμπόδια, τις δοκιμασίες και τις κατακτήσεις κατά το πέρασμα των αιώνων. Αυτή η γνώση έχει την αξία της συνειδήσεως, της Εθνικής συνειδήσεως. Το να κλείσει ένας λαός την ιστορία του θα ήταν σαν να ήθελε να ξαναδημιουργηθεί από το χάος. Και αν θα θέλαμε να αχρηστεύσουμε τη μνήμη μας με αυτό τον τρόπο, δεν θα μπορούσαμε να καταστρέψουμε το παρελθόν, αφού αυτό ούτως ή άλλως υπήρξε, απλούστατα θα αγνοούσαμε τους εαυτούς μας.Για όλους αυτούς τους λόγους, η γνώσις της ιστορίας εξυπηρετεί ουσιαστικά την εθνική συνείδηση ενός λαού. Και η ιστορία κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της, ερευνά τις περιόδους κατά τις οποίες ετελέστηκαν οι μεγάλοι αγώνες της υπάρξεως και τις προόδου. Αγώνες οι οποίοι δημιούργησαν νέες καταστάσεις. Αυτές τις περιόδους τις ονομάζουμε μεγάλους ιστορικούς σταθμούς.
Στην μακρόχρονη ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο τελευταίος μεγάλος ιστορικός σταθμός υπήρξε ο αγώνας της ανεξαρτησίας, η Επανάσταση του 1821. Την επέτειο αυτή της εξεγέρσεως εορτάσαμε αυτές τις ημέρες και το σημερινό άρθρο μου έχει ως σκοπό να προσφέρει έστω και ελάχιστα στην ανάμνηση αυτής της εθνικής χρονικής περιόδου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα ο Ελλαδικός χώρος ήταν για τέταρτη συνεχή εκατονταετία υπόδουλος των τούρκων. Ο λαός όμως που κατοικούσε αυτό τον χώρο, ουδέποτε λησμόνησε την πολιτιστική του κληρονομιά και ουδέποτε έχασε την εθνική του συνείδηση, η οποία αντιθέτως ενισχύθηκε, αφού ο κοινός ξένος κίνδυνος απομάκρυνε τις τοπικιστικές διαφορές των αρχόντων και δημιούργησε ισχυρή ενότητα μεταξύ τους.Οι κατακτητές κατά την πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας, δεν καταπίεσαν πολύ τους Έλληνες, όχι βέβαια από μεγαλοψυχία ή φιλανθρωπία, αλλά για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα και τους σκοπούς των. Αυτό όμως ήταν λάθος τους διότι η Εκκλησία αποτέλεσε τον θώρακα του Ελληνισμού και τον διαφύλαξε. Όταν συνειδητοποίησαν την λανθασμένη πολιτική των επιχείρησαν με διώξεις και σφαγές να ελέγξουν την κατάσταση.
Ήταν όμως αργά. Οι Έλληνες για μια ακόμη φορά αποδειχθέντες πνευματικά και πολιτιστικά ανώτεροι των κατακτητών τους, είχαν κατορθώσει να επιβληθούν ως λαός στη ζωή του αχανούς τουρκικού κράτους. Το εμπόριο της ξηράς και της θαλάσσης ήταν στα χέρια του. Οι σημαντικότερες θέσεις της τουρκικής διοίκησης καθώς και η διπλωματία κατέχονταν από Έλληνες. Όσα Ελληνόπουλα σώζονταν από το αποτρόπαιο παιδομάζωμα, γέμιζαν τα θρυλικά κρυφά σχολεία παίρνοντας το φως του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, κρυμμένα στα σκοτεινά υπόγεια των εκκλησιών.
Παράλληλα οι άνθρωποι των γραμμάτων και των επιστημών, φρόντιζαν με ζήλο να προπαγανδίζουν υπέρ της Ελληνικής ιδέας, πείθοντας τους ευρωπαίους ότι το Ελληνικό έθνος υπάρχει, ως ιστορική συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός ισχυρού φιλελληνικού ρεύματος μεταξύ των λαών της Ευρώπης πολύ πριν το 1821.
Εν τω μεταξύ, από τους πρώτους ήδη χρόνους της τουρκοκρατίας οι Έλληνες που δεν άντεχαν τον τουρκικό ζυγό πήραν τα όπλα και άρχισαν πεισματώδη αγώνα κατά του κατακτητή. Οι αδάμαστοι Κλέφτες, οι ήρωες των θρύλων και των τραγουδιών του λαού. Οι τούρκοι ανήμποροι να τους αντιμετωπίσουν, ανέθεσαν την καταδίωξη τους σε άλλους Έλληνες τους οποίους εξόπλισαν για αυτό το σκοπό. Τους Αρματολούς οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν τον σκελετό του Ελληνικού στρατού. Με αυτό τον τρόπο οπλίζοντας Έλληνες εναντίον Ελλήνων, οι τούρκοι διέπραξαν ένα ακόμη τεράστιο σφάλμα. Ο λαός κατέστη εμπειροπόλεμος και είχε όπλα στα χέρια του. Τη στιγμή δε που παρέστη ανάγκη, η επιφανειακή έχθρα μεταξύ των Κλεφτών και των Αρματωλών, έδωσε τη θέση της στην εθνική ενότητα.
Ο ελληνισμός ήταν έτοιμος και προσδοκούσε τη μεγάλη στιγμή. Απόδειξη οι πολυάριθμες εξεγέρσεις του 18ου αιώνα οι οποίες όμως αποτύγχαναν διότι ο ελληνισμός στήριζε τις ελπίδες του στη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων και σχεδόν πάντα προδίδονταν. Η Αγγλία ήταν πάντοτε επιφυλακτική, η Γαλλία του Βοναπάρτη είχε εδαφικές βλέψεις στην Ελλάδα, ενώ η ομόθρησκη Ρωσία υπολόγιζε τον δυστυχή γραικό μόνο ως μέσον παρενοχλήσεως και αντιπερισπασμού κατά του αιώνιου εχθρού της, τηντουρκία.
Όμως το Ελληνικό αίμα που χύνονταν, πότιζε με υπομονή το δένδρο της ελευθερίας. Η Επανάσταση ωρίμαζε συνεχώς και ήταν πλέον ιστορική αναγκαιότητα στην παγκόσμια κοινωνική συνείδηση.
Εάν λοιπόν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες προετοιμάστηκε η εθνεγερσία αποτελούν την πρώτη φάση του Ελληνικού θαύματος, τότε ως δεύτερη φάση εξίσου αξιοθαύμαστη, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την έναρξη και συνέχιση του αγώνα μιάς χούφτας ανθρώπων εναντίον μιάς κραταιάς αυτοκρατορίας η οποία ενέπνεε τον σεβασμό και το δέος σε όλα τα κράτη της Ευρώπης.
Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Για τη διεξαγωγή ενός πολέμου, απαιτούνται πολιτική κάλυψη, οικονομική υποστήριξη και προ πάντων οργανωμένος στρατός. Τι από όλα αυτά είχαν οι επαναστάτες κατά την έναρξη του αγώνα τους; Την απάντηση την έδωσε ο Στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης :
«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογιστήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τις πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε να πολεμήσετε με σιτοκάραβα;’’, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπεδευμένοι και οι έμποροι μικροί ή μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Να λοιπόν τι είχε η Ελλάδα αντί όλων των άλλων προϋποθέσεων. Την επιθυμία της ελευθερίας. Αυτή έδωσε τη δύναμη στους ηγέτες του λαού να αγνοήσουν και να ξεπεράσουν τις δυσμενείς διαθέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων και την εχθρική στάση της Ιεράς Συμμαχίας. Τίποτε δεν ήταν ικανό να σταματήσει τη μοιραία πορεία της ιστορίας. Κανείς δεν μπορούσε να σβήσει την υπογραφή του Θεού, Ο οποίος είχε υπογράψει την ελευθερία της Ελλάδος, όπως συνήθιζε να λέει ο θρυλικός Γέρος του Μοριά.
Η πρώτη φλόγα της επαναστάσεως ανάβει στη Μολδαβία, όπου υπήρχε έντονο το Ελληνικό στοιχείο. Ο ηρωικός Αλέξανδρος Υψηλάντης με τους Ιερολοχίτες του αποτυγχάνει και ηττάται στο Δραγατσάνι.
Στις 23 Μαρτίου του 1821 ο Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης επικεφαλής των Μανιατών καταλαμβάνουν την Καλαμάτα, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα κηρύσσεται η Επανάσταση στην Πάτρα και τα Καλάβρυτα, όπου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει το λάβαρο του αγώνα και ορκίζει τους αγωνιστές με τις λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος».
Μετά τις πρώτες επιτυχίες, οι αγωνιζόμενοι Έλληνες φρόντισαν και για την τυπική δημιουργία κράτους. Ψηφίστηκε Σύνταγμα κατά την πρώτη εθνοσυνέλευση των Ελλήνων, εξελέγη κυβέρνηση και άρχισαν να ισχύουν Ελληνικοί νόμοι. Μετά την πρώτη περίοδο του αυθορμητισμού και της ορμής έπρεπε να υπάρξει ψυχραιμία, να λείψουν οι προχειρότητες και να τεθεί ένα πρόγραμμα. Πάνω σε αυτή την προσπάθεια, έγιναν σφάλματα από αυτούς που είχαν ηγετικό ρόλο στον αγώνα. Τα προαιώνια ελαττώματα της φυλής, όπως η φιλαρχία, ο εγωισμός και η επιπολαιότητα ήρθαν στην επιφάνεια και δημιούργησαν κινδύνους για το νεοσύστατο και ευάλωτο Ελληνικό κράτος.
Εν τω μεταξύ οι δυνάστες του Ελληνικού λαού, άρχισαν να αναζητούν λύσεις για την οριστική εκμηδένιση των επαναστατών και την ανάκτηση της χαμένης κυριαρχίας των. Σε αυτές τις κρίσιμες περιστάσεις οι Έλληνες βρέθηκαν διχασμένοι. Μόνο όταν ο κίνδυνος έγινε συγκεκριμένος και άμεσος στο πρόσωπο του Ιμπραήμ, τότε και μόνο οι Έλληνες αφυπνίστηκαν και κατανόησαν την ανάγκη ενότητας.
Μεγαλειώδης στιγμή ηρωισμού ο υπερήφανος θάνατος μιάς μεγάλης μορφής του αγώνα, του Παπαφλέσσα, μετά από απελπισμένη αντίσταση μέχρις εσχάτων. Τόσο εντυπωσίασε ο ήρωας αυτός τον Ιμπραήμ, ώστε αναζήτησε επιμόνως το πτώμα του Παπαφλέσσα και τον τίμησε φιλώντας τον στο μέτωπο !!!
Οι πολυετείς αγώνες, το άφθονο αίμα των Ελλήνων που χύθηκε για τον ιερό σκοπό, το πείσμα και ο ανεπανάληπτος ηρωισμός των αγωνιστών, είχαν γύρει την πλάστιγγα της ιστορίας οριστικά και αμετάκλητα. Αυτό το είχαν συνειδητοποιήσει και οι μεγάλες δυνάμεις και αποφάσισαν ότι τώρα πλέον όφειλαν να επέμβουν υπέρ του νεοσύστατου κράτους. Έτσι η τελευταία και αποφασιστική αναμέτρηση της Επανάστασης ήταν η ναυμαχία του Ναβαρίνου, όπου ο στόλος των μεγάλων δυνάμεων, αφού συνέτριψε τον Αιγυπτιακό, αποβίβασε στρατεύματα στην ξηρά με αποτέλεσμα εντός ολίγου χρόνου να απελευθερωθεί ολόκληρη η Πελοπόννησος από τους Αιγύπτιους εισβολείς. Η Ελλάδα ήταν πλέον αναγνωρισμένο ανεξάρτητο κράτος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Επανάσταση του 1821 είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ο χώρος του Περικλέους, του Επαμεινώνδα και του Λεωνίδα, κατοικούνταν και πάλι από ελεύθερους ανθρώπους, ελεύθερους Έλληνες. Το Ελληνικό έθνος μετά από τέσσερες αιώνες πνευματικής και υλικής δουλείας, απελευθερώνει την πατρίδα του και εγκαινίαζε την νεότερη ιστορία του.
Η θυσία των γυναικών του Σουλίου στο Ζάλογγο και στη Μονή Σέλτσου καθώς και των γυναικών της Νάουσας, παραμένει υποθήκη ανεκτίμητη για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο, σε ότι αφορά στην ιεράρχηση των αξιών, τοποθετώντας την ελευθερία υπεράνω της ανθρώπινης ζωής.
Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου έδειξαν στους λαούς ότι το ψυχικό σθένος μπορεί να ανατρέψει ακόμη και απαράβατους βιολογικούς νόμους, όπως αυτούς της πείνας και της δίψας.
Ας είναι η 25η Μαρτίου 1821 ο λαμπρός φωτοδότης της ζωής μας και της πορείας του έθνους μας, και ας αποτελεί την ύψιστη έκφραση της πολεμικής αρετής των προγόνων μας.
Μετά από 200 χρόνια ακριβώς η προτροπή του Ρήγα Φεραίου είναι και πάλι επίκαιρη :
Ελάτε με ένα ζήλον, σε τούτον τον καιρόν
Να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομένους, με πατριωτισμόν
Να βάλουμε εις όλα να δίδουν ορισμόν.
ΖΗΤΩ Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821
ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ