Η εορταστική εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Καυταντζόγλου του κτιρίου Αβέρωφ του ΕΜΠ με ιδιαίτερα περιορισμένη συμμετοχή.
Στο μήνυμά του ο κ. Μουντουβής τόνισε ότι το ΟΧΙ της Ελλάδας απέναντι στον άξονα φασισμού-ναζισμού που σηματοδότησε την είσοδο της χώρας στον 2ο παγκόσμιο πολεμο ήταν μεγάλο και ηρωικό. «Τότε μετρήθηκε το λαϊκό σθένος και γράφτηκε το έπος του Αλβανικού μετώπου, επισήμανε,προσθέτοντας ότι υπάρχουν και άλλες πλευρές που συνήθως δεν φωτίζονται ή είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό ενώ αξίζει να προβληθεί η ύπαρξη τους μαζί με την ουσία τους», αναφερόμενος στην ομιλία του καθηγητή Μανώλη Κορρέ για τα μνημεία στον πόλεμο του 1940 που ακολούθησε.
Στην ομιλία του ο κ. Κορρές επισήμανε ότι η απόκρυψη των αρχαίων σε κρυψώνες έναντι βομβαρδισμών ή κλοπής, είχε εφαρμοσθεί σε πολλές άλλες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας. Στο Λονδίνο, για την προφύλαξη των γλυπτών του Παρθενώνος έναντι των Γερμανικών Βομβαρδισμών, τα κατέβασαν στις υπόγειες σήραγγες του αστικού σιδηροδρομικού δικτύου, όπου όμως ρυπάνθηκαν από την κακή ποιότητα του αέρα.
«Αλλά τέτοια προβλήματα είναι ασήμαντα συγκρινόμενα με την πλήρη καταστροφή αρχαιολογικών θησαυρών τεράστιας αξίας» λέει ο κ. Κορρές, ο οποίος εξηγεί: «Σε αυτή την ακραία κατηγορία, η βαρύτερη απώλεια σημειώθηκε με την καταστροφή των δύο γιγάντιων πλοίων του Καλιγούλα στη Λίμνη Νέμι. Τα πλοία, πλωτά ανάκτορα μήκους 74 και πλάτους 24μ, των οποίων η αποκάλυψη μετά από μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων τόνων λάσπης, είχε ολοκληρωθεί στις αρχές του 20 ου αι., προστατεύονταν με τεράστιο μουσειακό στέγαστρο, το οποίο κάηκε μαζί με αυτά όταν την 31 Μαΐου 1944 κτυπήθηκε από αδέσποτα βλήματα κατά την ανταλλαγή πυρών Αμερικανικών και Γερμανικών κανονιών στημένων σε απόσταση οκτακοσίων μέτρων».
Ακολουθεί το κείμενο του χαιρετισμού τουπρύτανη του ΕΜΠ Ανδρέα Μπουντουβή:
«Αύριο η επέτειος των 80 χρόνων της 28ης Οκτωβρίου 1940. Πριν ένα μήνα η επέτειος των 2500 χρόνων της ναυμαχίας της Σαλαμίνας και σύντομα η επέτειος των 200 χρόνων της επανάστασης του 1821 . Μπορεί να εορταστεί μια εθνική επέτειος υπό συνθήκες πανδημίας; Σίγουρα όχι μέσω τυμπανοκρουσιών, αλλά ίσως με στοχασμό και ανθρώπινη επικοινωνία και αλληλεπίδραση με όχημα την τεχνολογία και με κάποια δόση ευρηματικότητας. Αυτό κάνουμε. Διατηρώ κάποιες ξεχωριστές αναμνήσεις από επετειακούς εορτασμούς αλλά από τότε που ήμουν παιδί και μέχρι τώρα συγκινούμαι όταν ακούω το ραδιοφωνικό πολεμικό ανακοινωθέν στο ραδιόφωνο με τη φωνή του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου που έλεγε «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουσιν από της 05:30 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους».
Συνειδητοποιώ τι είναι αυτό που με συγκινεί και με τρομάζει. Eίναι το αναπόφευκτο του πολέμου να φέρνει μαζικό θάνατο και μάλιστα νέων ανθρώπων, και από τον νικητή και από τον ηττημένο.
Τότε υπήρξε ένα μεγαλειώδες ΟΧΙ. Δεν ήταν ακριβώς η λέξη, ήταν η στάση. Αλλωστε μετά την ανάγνωση του τελεσιγράφου από τον Ιταλό πρέσβη Γκράτσι, ο Μεταξάς απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) με την ιστορική φράση: «Alors, c’est la guerre», «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο».
Ηταν μεγάλο και ηρωικο το ΟΧΙ της Ελλάδας απέναντι στον άξονα φασισμού-ναζισμού που σηματοδότησε την είσοδο της χώρας στον 2ο παγκόσμιο πολεμο. Τότε μετρήθηκε το λαικό σθένος, και γράφτηκε το έπος του Αλβανικού μετώπου.
Αυτά είναι που συνήθως αναφέρονται σε ομιλίες μια τέτοια μέρα. Είναι όμως κι άλλες πλευρές, που συνήθως δεν φωτίζονται ή είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό ενώ αξίζει να προβληθεί η ύπαρξη τους μαζί με την ουσία τους. Γι αυτό καλώ στο βήμα τον σημερινό ομιλητή μας, τον Ομότιμο Καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, Μανόλη Κορρέ».
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του κ. Κορρέ:
«Αν και βιώνουμε την μακρότερη χωρίς πόλεμο φάση των Νεώτερων Χρόνων στον τόπο μας και στην Ευρώπη γενικότερα, ο Πόλεμος φαίνεται να είναι συχνά ένα κεντρικό θέμα. Όχι μόνον επειδή σε άλλα, μάλλον κοντινά μέρη συνιστά μια σχεδόν ατέρμονη ενδημική κατάσταση, αλλά ίσως περισσότερο για λόγους αληθινής κατανόησης του.
Έτσι, ενώ σε επίπεδο καθημερινών εντυπώσεων και απλών εκθέσεων ιδεών ο πόλεμος εύκολα καταδικάζεται και δη για πολλούς και διαφόρους λόγους, βαθύτερα, όταν αναζητείται μια ολική και δίκαιη στάθμιση συνθηκών, απώτερων αιτίων και αποτελεσμάτων επί της διαγωγής των υποκειμένων, σε διάφορες εκφάνσεις αυτής, ιδίως τις πιο κρυφές του μέσου ατόμου, η διαδικασία κατανόησης οδηγεί σε πολυπλοκότερα συμπεράσματα και συγκρουόμενες αποτιμήσεις.
Ενώ λοιπόν όλοι συμφωνούν ότι κατά τον πόλεμο, ή κατά την προληπτική ετοιμασία του, συντελούνται τεχνολογικά άλματα που ωφελούν πολύ και σε καιρούς ειρήνης, ή ότι χάρις σε αυτόν πολλοί λαοί απέκτησαν την ελευθερία τους, ή ακόμη ότι πολλά καλλιτεχνικά αριστουργήματα είναι εμπνευσμένα από αυτόν, ή ότι σε επίπεδο ιστορικών νόμων ο πόλεμος είναι τόσο δικαιολογημένος όσο τα βίαια φυσικά φαινόμενα,… για να περιορισθώ στις πλέον δόκιμες διαπιστώσεις, …εκείνο που αναντίρρητα όλοι καταδικάζουν είναι η αισχρή και εγκληματική διαγωγή των εμπολέμων, συλλογική και ατομική.
Αμέτρητα στυγερά εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου διαπράττονται μέσα σε κάθε πόλεμο, ενάντια και στις επίσημες εγγυήσεις των στρατιωτικών διοικήσεων, νικητών και νικημένων.
Το φαινόμενο είναι στην πραγματικότητα απλώς κατάχρηση εξουσίας, και στην ψυχολογική βάση του δεν διαφέρει από τα εν καιρώ ειρήνης και ευνομίας περιστατικά παρόμοιας κατάχρησης.
Τα περιστατικά αυτά, που βλάπτουν σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου, από την κορυφή της διοίκησης ενός κράτους έως το εσωτερικό μιας οικογένειας, έχουν πάντοτε την ρίζα τους στην ίδια κακή ανθρώπινη φύση και το μόνο που τα διαφοροποιεί ως προς την ένταση είναι οι συνθήκες.
Τέτοιες συνθήκες κατάχρησης θέσεων από διάφορα άτομα διαμορφώνονται αυτομάτως από τη λειτουργική δομή κλειστών οικογενειών, κλειστών ομάδων, συμμοριών, αυταρχικών συλλογικών οργάνων, ισχυρών ιεραρχιών, αδιαφανών γραφειοκρατικών δομών κτλ.
Εν καιρώ πολέμου, στην κλίμακα των ατομικών και ομαδικών παραβάσεων κάθε στρατός προφανώς κατέχει την κορυφή και το άτομο που εν καιρώ ειρήνης καταχράται της εξουσίας του στα όρια της μικρής εμβέλειάς του ή της ελαστικότητας μιας Υπηρεσίας ή μιας κοινωνίας, επειδή απλώς έχει ένα κλειδί, μια σκούπα, ένα πέος, μια σφραγίδα ή μια σημαντική υπογραφή, όταν εν καιρώ πολέμου διαθέτει και ένα πιστόλι, εύκολα εξελίσσεται σε ολέθριο αυτουργό δεινών.
Η κατάχρηση εξουσίας, ενεργή ή δυνητική, ως ιδιοπάθεια των ομαδικών δομών δράσης και εν προκειμένω των εμπόλεμων ομάδων, αποτελεί τη χειρότερη από τις συμφορές του πολέμου.
Αλλά αν χάριν της αληθείας και μόνον ήθελε κανείς να πληρώσει πολύ ακριβά μια τέτοια αποκάλυψη του αληθινού, τότε η ρήση «ουδέν κακόν αμιγές καλού» θα άρμοζε στο θέμα απολύτως:
μόνον σε τέτοιες έκρυθμες καταστάσεις ξεσκεπάζεται πραγματικά ο καλά κρυμμένος, αλλά πάντοτε ενυπάρχων ελαττωματικός χαρακτήρας κάποιων ανθρώπων και ως εκ τούτου ο πόλεμος μπορεί να έχει και την εξής ουσιώδη χρησιμότητα:
φανερώνει ποιοι ολίγοι είναι αληθινά τίμιοι και ποιοι εκ των πολλών σε διάφορους βαθμούς σκάρτοι. Με άλλα λόγια, στον πόλεμο βγαίνει στην επιφάνεια ο χειρότερος εαυτός μας, όπως άλλωστε συμβαίνει και χωρίς πόλεμο όταν επικρατεί κάποιος πολιτικός ή άλλος συστημικός ολοκληρωτισμός.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς ενιστάμενος να ισχυρισθεί ότι η αισχρότητα και η φαυλότητα δεν είναι έμφυτες ιδιότητες, αλλά επίκτητες.
Ότι γεννιούνται μόνον εξ αιτίας της εξωτερικής συνθήκης και ως εκ τούτου οι άνθρωποι θα ήταν χωρίς τον πόλεμο καλύτεροι.
Αλλά είναι όντως έτσι? Γέννηση ιδιοτήτων εκ του μηδενός ?
Το θέμα έχει απασχολήσει πολλούς στοχαστές, όπως τον Χρήστο Καρούζο, αναφορικώς με την πολύ κακή διαγωγή κάποιων μορφωμένων Γερμανών στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Πάντως κατά την εμπειρία των πλέον παρατηρητικών, μεταξύ των οποίων πολλοί αρχαίοι στοχαστές, δυστυχώς το πρόβλημά μας υπάρχει γύρω μας, μέσα στις ψυχές μας και στους χαρακτήρες μας.
Oμάδα: προπαγάνδα και αγελοποίηση
Ωστόσο, θα ήταν άδικο να επιρρίπτεται όλη η ευθύνη μόνο στο άτομο ως μονάδα, για τα ελαττώματα του, ενώ η εμπειρία μας έχει πείσει και για την τεράστια δύναμη της με κάθε μέσον επίμονης αποσιώπησης ή παραπληροφόρησης και διάδοσης κάθε σκόπιμης παραποίησης της αλήθειας, παραποίησης η οποία όταν μεν είναι συνειδητή συνιστά αδίκημα ή έγκλημα, ενώ όταν είναι ασυνείδητη προδίδει επικίνδυνη ανικανότητα σκέψης.
Η επιτυχία των ολοκληρωτικών συστημάτων οφείλεται εξ ίσου, αν όχι περισσότερο στην ασυνείδητη παραποίηση παρά στην συνειδητή, επειδή η πρώτη, αντιθέτως προς τη δεύτερη, εμφανίζεται με πειστική φυσικότητα, η οποία κερδίζει ευκολότερα το κοινό.
Είναι η φοβερή περίπτωση εξαπάτησης, στην οποία ο απατεώνας είναι ο ίδιος το πρώτο θύμα της απάτης του -την οποία εκλαμβάνει ως μόνη αλήθεια, χωρίς καν να διανοείται την πιθανότητα δικής του αδυναμίας κατανόησης και πλάνης.
Κάπως έτσι δρουν ψυχικά οι ιδεαλιστικές, μη επιστημονικά αποδείξιμες δοξασίες, οι οποίες όταν μεν κινούνται, όπως π.χ. η Αστρολογία, σε πνευματικές ερημιές ξένες προς την κοινωνία είναι ελάχιστα βλαπτικές, ενώ όταν κινούνται στο κέντρο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι έχουν ως όχι σπάνιο αποτέλεσμα τον φανατισμό και την αγελοποίηση των λαών, φαινόμενα που εύκολα καταλήγουν σε καταστροφικούς πολέμους.
Στο σημείο αυτό έχει τη θέση της μια ακόμη σημαντική διαπίστωση. Η φαυλότητα όπως και η βλακεία είναι ιδιότητες που η Φύση μοιράζει αφειδώς στους ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις -Ασχέτως κοινωνικού, οικονομικού ή μορφωτικού επιπέδου.
Ως εκ τούτου είναι αναληθής και άδικα γενικευτικός ο κοινότοπος ισχυρισμός «…έφταιγαν οι άλλοι !…»: κατά την γνώμη της ηγεσίας, οι απλοί και ανεύθυνοι διοικούμενοι, ή κατά την πεποίθηση των διοικουμένων μόνον οι υπεύθυνοι ηγήτορες.
Εν τέλει όλα πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση, αλλά σε έναν πόλεμο, ή μετά από αυτόν, τα περιστατικά είναι τόσο πολλά που μόνον τα βαρύτερα ή γνωστότερα μπορεί να χωρέσουν στην ημερησία διάταξη των στρατιωτικών ή πολιτικών δικαστηρίων.
Ακόμη χειρότερα, οι τρόποι με τους οποίους καλλιεργούνται πριν από τα αίσχη οι αναγκαίες συνθήκες, δηλαδή οι διάφοροι τύποι προπαγάνδας και αγελοποίησης δεν είναι πάντοτε επιδεκτικοί σαφούς εντοπισμού και καταλογισμού.
Αίτια: παρόν-παρελθόν
Αλλά ας επιστρέψουμε στην εξωτερική εικόνα του πολέμου με έμφαση στα αίτιά του. Αυτά σε τελευταία ανάλυση δεν είναι άλλα παρά οικονομικά, υπό την ευρύτατη όμως δυνατή έννοια του πράγματος (ακόμη και εκείνα που τώρα είναι καθαρά ιδεολογικά, έχουν στο απώτατο παρελθόν τους οικονομικές ρίζες).
Η επίθεση μιας πρωτόγονης φυλής σε μια γειτονική της κατά κανόνα αποσκοπεί στην απόκτηση της γης και την αποκόμιση κέρδους από την λεηλασία των υπαρχόντων και την υποδούλωση των μελών της.
Σε υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης η ίδια κατάσταση μπορεί να επαναλαμβάνεται με κίνητρα, όντως ή δήθεν, λιγότερο υλιστικά: π.χ. για θρησκευτικούς, ιστορικούς ή άλλους λόγους ιδεών.
Σε αυτό το επίπεδο ανάπτυξης η διάγνωση και η επίρριψη ευθυνών είναι πολύ δυσκολότερη, επειδή ελάχιστοι αντιλαμβάνονται την γενεαλογία των προβαλλόμενων ιδεών.
Έτσι όμως, ο κάθε πόλεμος, όπως και κάθε τι άλλο, από τα χειρότερα έως τα καλύτερα προϊόντα του πολιτισμού, εκτός από τις συγχρονισμένες με το εκάστοτε παρόν αιτίες και συνθήκες, έχει συνήθως και κάποιες άλλες, αναγόμενες σε ένα πρόσφατο ή πιο παλαιό παρελθόν. Αυτές είναι εκ φύσεως ιστορικές, χωρίς να είναι απαραιτήτως ξεπερασμένες, δηλαδή φαντάσματα συντηρούμενα από τη μνήμη και τους εθνικούς εγωισμούς. Στην πραγματικότητα συμβαίνουν και τα δύο: οι λόγοι τους οποίους η μια ή η άλλη πλευρά επικαλείται ως ιστορικούς μπορεί ενίοτε να είναι απλώς φαντάσματα συντηρούμενα με κάποια κατάλληλη προπαγάνδα -πράγμα πολύ εύκολο-, ή να έχουν, τουλάχιστον εν μέρει, κάποια ουσιώδη υπόσταση.
Ο σχετικός προβληματισμός είναι πολύ παλιός. Ο Διόδωρος Σικελιώτης μνημονεύει τον Συρακούσιο Νικόλαο, ο οποίος είχε δηλώσει ότι τα Τρόπαια, δηλ. τα μνημεία πολεμικής νίκης, θα έπρεπε να παραμένουν με την συνήθη μετά τη μάχη ξύλινη κατασκευή τους και να μη αντικαθίστανται με μονιμότερα μαρμάρινα, ώστε με τη γοργή φθορά του ξύλου να ξεθωριάζει και η ανάμνηση της έχθρας.
Προς αντιμετώπιση του εκ των ως άνω λόγων κινδύνου πολέμου, ένοπλου ή ιδεολογικού, κάποιες σχολές σκέψης φρόντισαν και εν μέρει το κατάφεραν, η διδασκόμενη στα σχολεία τους Γενική Ιστορία να μη περιέχει τους πολέμους, ή τους περισσότερους από αυτούς, αλλά μόνον, ή κυρίως, μια γενικευμένη περιγραφή της προόδου των κοινωνικών συστημάτων.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί παλαιότερα στις αρχές του Μοντέρνου Κινήματος με διακηρύξεις καλλιτεχνικών κινημάτων που ζητούσαν «ρήξη με την ιστορία», διακοπή δηλαδή της αναμετάδοσής της, προς αποτίναξη κάθε παλαιού κανόνα της τέχνης συντηρούμενου μέσω της Ιστορίας της Τέχνης και του ιστορικού χαρακτήρα των μουσειακών συλλογών. Με αυτή τη ρήξη πίστευαν σε μια νέα αρχή της Τέχνης, τελείως ανεπηρέαστη από το «κακό παρελθόν» της.
Αλλά όλα αυτά έχουν ήδη παρέλθει και το μόνο που θυμίζει την πάλαι ποτέ βραχεία ύπαρξή τους είναι ακριβώς εκείνο που αυτά είχαν αρνηθεί, η ιστορική καταγραφή. Επομένως ό,τι σήμερα θα έπρεπε να επιδιώκεται παντί σθένει από αρμοδίους και εντεταλμένους, θα ήταν, κατά το δυνατόν, γνώση και τήρηση της ιστοριογραφικής δεοντολογίας.
Αλλά ακόμη και έτσι, τα ακανθώδη για κάθε λαό σημεία της Ιστορίας, της δικής του ή των άλλων, έστω και απαλλαγμένα από τις πλανερές υπερβολές, θα εξακολουθούσαν να είναι σε ικανό βαθμό δυσάρεστα.
Με αυτά κατά νουν, η άδικη Γερμανική επίθεση κατά της Γαλλίας δεν είναι αντιληπτή μόνον εντός των οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών του εικοστού αιώνα, αλλά και ως συνέχεια μιας πολύ αρχαιότερης αντιπαράθεσης, η οποία περιλαμβάνει τον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870, την εισβολή του Γαλλικού στρατού στην Γερμανία (Austerlitz 1805, Jena 1806), την απροειδοποίητη ισοπέδωση πόλεων της νότιας Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της Χαϊδελβέργης, από Γαλλικά στρατεύματα το 1688 και 1699, μια μακρότατη σειρά άλλων συγκρούσεων κατά μήκος του Ρήνου κ.ο.κ., μέχρι τόσο πίσω στον χρόνο, όσο η Ρωμαϊκή κατάκτηση της δυτικής Ευρώπης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον έντονο εκλατινισμό των Γάλλων, αλλά όχι και των Γερμανών.
Παρόμοια είναι τους τελευταίους τουλάχιστον δέκα αιώνες και η ιστορία των σχέσεων όλων των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά διαφόρους συνδυασμούς διμερών, τριμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή συμμαχιών.
Ωστόσο τα υποκείμενα αυτών των σχέσεων δεν είχαν πάντοτε την ίδια φύση.
Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση οι ρόλοι περιορίζονταν επί το πλείστον στους βασιλικούς οίκους και τις αυτοκρατορικές δυναστείες.
Αργότερα όμως, με την γοργή οικονομική ανάπτυξη, τις συνταγματικές ελευθερίες και τη διαμόρφωση του εθνικισμού, οι λαοί όλο και περισσότερο άρχισαν να προσλαμβάνουν το όλο γίγνεσθαι και ως δική τους υπόθεση, ασχέτως του βαθμού κατά τον οποίον θα μπορούσαν να το ελέγξουν ή να έχουν από αυτό ένα πραγματικό υλικό όφελος, έστω και άδικο.
Απέναντι στα σχετικά ερωτήματα υπήρξαν διάφορες θεωρίες.
Η πιο γνωστή ισχυρίζεται ότι οι λαοί δεν έχουν στην πραγματικότητα ούτε όφελος, ούτε ευθύνη, επειδή απλώς σύρονται από φαύλες ηγεσίες που υπηρετούν μόνον μια οικονομική ολιγαρχία.
Τούτο ισχύει μεν σε γενικές γραμμές για πλείστες των ιστορικών περιπτώσεων, αλλά όχι για όλες. Κάποιοι λαοί, υποκινούμενοι από την κατάλληλη προπαγάνδα, βάσιμα υπολόγιζαν σε οφέλη που εν τέλει υπήρξαν, αν και όχι στο προσδοκώμενο μέγεθος.
Εν συνόψει, η όλη ιστορία είναι πολύ πιο σύνθετη από ό,τι πρεσβεύει η μια ή η άλλη θεωρία, αλλά πάντως είναι επιδεκτική μιας καλύτερης κατανόησης με τη βοήθεια και μόνων των υπαρχουσών θεωριών, συνδυαστικά όμως και όχι δογματικά.
Πόλεμος με ποιούς; Με άλλους ή μεταξύ μας;
Ένα άλλο συμπέρασμα ορισμένων ειδικών που μου φάνηκε από την πρώτη στιγμή, πριν από μισό αιώνα πολύ πειστικό είναι ότι στην πραγματικότητα όλοι οι πόλεμοι στη Δυτική Ευρώπη των τελευταίων 15 αιώνων δεν είναι παρά μόνον ένας μακρότατος εμφύλιος πόλεμος. Θα έλεγα, ένας πόλεμος όπως όλοι οι εσωτερικοί πόλεμοι στην αρχαία Ελλάδα, ή όπως μια τοπική καταιγίδα σε έκταση μεγαλύτερη της Ευρώπης, μαινόμενη επί έξι συνεχείς αιώνες (όπως καταλαβαίνετε εννοώ τη μεγάλη κηλίδα του πλανήτη Δία).
Κατά την ίδια θεωρία μεγαλύτερη σημασία έχει ένα άλλο φαινόμενο με εν μέρει πολεμικά χαρακτηριστικά, το οποίο όμως είναι πολύ αρχαιότερο και ουσιαστικότερο: οι συνεχείς και συχνά επιτυχείς προσπάθειες των νομαδικών λαών να αποκτήσουν με αιφνιδιαστικές επιθέσεις, ή με διαδοχικές μικρές εισχωρήσεις μέρος της γης και του πλούτου εκείνων που πρόλαβαν πρώτοι να ανακαλύψουν και να ασκήσουν την αγροτική τεχνολογία, και από τροφοσυλλέκτες ή κυνηγοί να γίνουν καλλιεργητές, παράγοντες μεγάλης πληθυσμιακής αύξησης, μόνιμοι οικιστές, δημιουργοί πολύ μεγάλων πόλεων και εντέλει κύριοι συντελεστές του πολιτισμού – παρέθεσα αυτή την αυστηρή θεώρηση, έστω και εάν αναγνωρίζω ότι η υστέρηση των νομάδων σε μεγάλο βαθμό είναι απότοκος της επί χιλιετίες εξελισσόμενης παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής.
Σε συζητήσεις μου με συναδέλφους από την άλλη άκρη της Ασίας, ειδικευμένους στις ιστορικές και αρχαιογνωστικές επιστήμες, κάποτε αιφνιδιάστηκα όταν μου είπαν ότι κατά τη δική τους αντίληψη, τα Ελληνικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Γερμανικά και Αγγλικά είναι απλώς μία γλώσσα, με πολύ μικρές εσωτερικές διαφοροποιήσεις (εγώ θα προσέθετα ως συναφή ομάδα και τις σλαβικές γλώσσες).
Προφανώς οι συνομιλητές μου παρατηρούσαν πολύ περισσότερο τη γραμματική και συντακτική δομή, όπως και τα ετυμολογικά, παρά τις όποιες δευτερογενείς φωνητικές ή άλλες διαφοροποιήσεις.
Οι ίδιοι τόνιζαν ως μόνη μείζονα απόδειξη, αυτό που άλλωστε είναι καλά γνωστό στους περισσοτέρους εξ ημών, την ριζικά διαφορετική δομή των ασιατικών γλωσσών.
Με αυτό το κοινό γλωσσολογικό κριτήριο, αλλά και με άριστη γνώση όλης της έως σήμερα παγκόσμιας ιστορίας, οι συνομιλητές μου είχαν ξεκάθαρη την πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι μέρος της Δύσης.
Με αυτή την πεποίθηση και εγώ, τη βασιζόμενη μόνον σε επιστημονικά δεδομένα και όχι σε πολιτικές προτιμήσεις, ενώ ποτέ δεν αισθάνθηκα πικρία για την περσική εισβολή (μάλιστα όταν βρίσκομαι στο πεδίον του Μαραθώνα νοιώθω συγκίνηση και για τους Πέρσες νεκρούς), αντιθέτως αισθάνομαι ντροπή ή οργή για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, έστω και εάν έχουν παρέλθει έκτοτε είκοσι και τέσσερις αιώνες.
Ομοίως αισθάνομαι οργή ως Έλληνας για την απρόκλητη και τελείως άδικη Ιταλική εισβολή και ακόμη περισσότερο για την Γερμανική επέλαση και κατοχή της χώρας μας, ενώ ταυτοχρόνως με ανακουφίζει η ανάμνηση του ΟΧΙ και της περήφανης στάσης της χώρας, εξαιρουμένων, βεβαίως, των αρνητικών πλευρών.
Ομοίως επίσης αισθάνομαι ντροπή ως Ευρωπαίος και μόνον στην σκέψη ότι σε τελευταία ανάλυση εκείνος ο πόλεμος ήταν ένας διευρυμένος ευρωπαϊκός εμφύλιος. Αισθάνομαι αυτή την ντροπή επειδή, όπως και εσείς, εκτιμώ τις ανθρωπιστικές αξίες της Ευρώπης, ασυγκρίτως περισσότερο από άλλα στοιχεία της, συναρτώμενα με τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές της οικονομικής και γεωπολιτικής δράσης.
Στο σημείο αυτό υποχρεωτικά ανακαλούμε την πιο πολύτιμη αρχαία διδαχή. Ο Θουκυδίδης, πρώτος αυτός, όχι μόνον διέκρινε αίτια και αφορμές, όχι μόνον διαφύλαξε τις μαρτυρίες μετά από ενδελεχή προσωπικό έλεγχο, όχι μόνον εισχώρησε στο ψυχολογικό τοπίο των εμπολέμων, όχι μόνον δεν απέκρυψε τα ατοπήματα των δικών του, αλλά με αίσθημα μεγάλης ευθύνης αποτίμησε τους πολέμους καταλήγοντας στο εξής αναντίρρητο: Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ένας αληθινός Εμφύλιος, κόστισε έναντι των πολέμων κατά των Ασιατών εισβολέων, πολύ περισσότερα σε χρόνο, σε χρήμα, σε ζωές και σε ηθική φθορά.
Η διαπίστωση αυτή που δυστυχώς ισχύει διπλά και για την ιστορία του Εικοστού Αιώνα, ευρωπαϊκή και Ελληνική, ήταν αναπόφευκτη για τους νικητές και τους ηττημένος του Πολέμου και σύντομα, οι δύο πλευρές, η Γαλλική και η Γερμανική προχώρησαν σε μια σειρά τελείως νέων για τη γηραιά Ευρώπη διαδικασιών με σκοπό την ένωση, δημιουργική σύνθεση, την αποτροπή άλλου πολέμου, και την μέσω τεχνικής και οικονομικής συνεργασίας επιβίωση σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο πολύ μεγαλύτερων, συνεχώς ανερχόμενων υπερδυνάμεων.
Στην δημιουργία της αναγκαίας για όλα αυτά νέας νοοτροπίας, συνετέλεσε προφανώς η τότε νέα γεωπολιτική διχοτόμηση της Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μια πραγματικά μεγάλη υπέρβαση των επί αιώνες ισχυρών εθνοκεντρικών ανταγωνισμών, η οποία αν και δεν έφθασε στους αρχικά τεθέντες στόχους της, εξακολουθεί να υφίσταται».
Οι αρχαιότητες κατά τον πόλεμο
«Αλλά τώρα ας επιστρέψουμε στο ειδικό θέμα της ημέρας: Οι αρχαιότητες κατά τον πόλεμο.
Κατ’ αρχάς αξίζει να σημειωθεί ότι οι κατακτητές, Ιταλοί, Γερμανοί και Βούλγαροι, είχαν γνώση της αξίας των μνημείων, των κινδύνων βλάβης ή κακής μεταχείρισης αυτών και της ευθύνης που έπρεπε να αναλάβουν για την αποφυγή παρανομιών και ατυχημάτων με θύματα τις αρχαιότητες.
Σχετικώς εκδόθηκε ειδική Διαταγή της Αώτατης Γερμανικής Στρατιωτικής Αρχής για την αποφυγή ζημιών στις αρχαιότητες. Για τον σκοπό αυτό η Γερμανική Διοίκηση συγκρότησε ειδική Υπηρεσία, υπό τον τίτλο Referat Kunstschutz (Γραφείον Προστασίας έργων Τέχνης), η οποία όμως, αν και είχε ως διευθυντή τον Καθηγητή ● Wilhelm Kraiker (1899-1987), έναν λίαν σημαντικό κλασικό αρχαιολόγο, πολύ συχνά έκανε τα στραβά μάτια, αφήνοντας ατιμώρητους τους Γερμανούς δράστες παρανομιών εις βάρος των αρχαιοτήτων. Επίσης, η Υπηρεσία αυτή, ενώ επισήμως είχε δηλώσει ότι θα σέβεται την ελληνική νομοθεσία και την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία διατηρούσε κανονικά τις αρμοδιότητές της, στην πράξη συχνά παραβίαζε τις συμφωνίες και προέβαινε σε αυθαίρετες ανασκαφικές έρευνες, χωρίς να απαντά στα έγγραφα με τις οδηγίες ή τις διαμαρτυρίες της Ελληνικής Υπηρεσίας. Ομοίως απαράδεκτη ήταν και η στάση του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, στο οποίο τα στελέχη ήταν ήδη μέλη του ναζιστικού κόμματος. Η κατάσταση αυτή έβλαψε τελείως τις πριν καλές σχέσεις Ελλήνων και Γερμανών αρχαιολόγων, γεγονός που εξ αρχής σφραγίσθηκε με μια πράξη γενναίας απόρριψης του νέου χαρακτήρα του Ινστιτούτου: ο σπουδαίος ● Χρήστος Καρούζος, που ήδη αναφέραμε και η επίσης σπουδαία Σέμνη Καρούζου, επιστήμονες πολύ σεβαστοί στην Γερμανία και παλαιοί φίλοι του Ινστιτούτου, ζήτησαν προς μεγάλο εκνευρισμό των Γερμανών να διαγραφούν από τον κατάλογο των μελών του.
Τότε επίσης και καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής οι αναφερθέντες, μαζί με πλείστους άλλους Έλληνες αρχαιολόγους, φρόντισαν όχι μόνον για την με κάθε τρόπο φύλαξη των αρχαίων έναντι των κινδύνων που επεφύλασσαν γι’ αυτά οι κατακτητές, αλλά και για την τήρηση καταλόγων στους οποίους καταχωρούσαν κάθε περιστατικό κατάχρησης εξουσίας και παρανομίας εις βάρος των αρχαίων. Το έργο, τόσο δυσχερές όσο και χρήσιμο, δημοσιεύθηκε το 1946 ως βιβλίο ● υπό τον τίτλο Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής
με τα εξής περιεχόμενα:
Α. Κλοπαί, ● Β. Αυθαίρετοι ανασκαφαί, Γ. Καταστροφαί εις αρχαιολογικούς τόπους και ιστορικά μνημεία, ανεξαρτήτως προς τας κλοπάς και τας ανασκαφάς
Δ. Ζημίαι εκ πολεμικών ενεργειών Ε. Υλικαί ζημίαι, ήτοι καταστροφαί και αρπαγαί διαφόρων αντικειμένων ανηκόντων στην αρχαιολογική υπηρεσία και μη εχόντων αρχαιολογικήν αξίαν. ΣΤ. Προστασία δια των αρχαιοτήτων, ήτοι εγκατάστασις στρατιωτικών τμημάτων εντός ή εγγύς των αρχαιολογικών μνημείων, ίνα προστατευθώσι δι’ αυτών, εις περίπτωσιν δε επιθέσεως και τυχόν βλάβης ή καταστροφής των αρχαιοτήτων να επιρριφθεί η ευθύνη εις ημάς ή τους συμμάχους ημών. Ζ. αυθαιρεσίαι και βαναυσότητες κατά νόμων, προσώπων και πραγμάτων.
Κάθε ένα από τα ως άνω κεφάλαια υποδιαιρείται σε τρία μέρη αντίστοιχα προς τους δράστες: Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι.
Αλλά πριν από όλα αυτά και πριν ακόμη φθάσουν οι κατακτητές στις Ελληνικές πόλεις, ένα πανελλήνιο σχέδιο απόκρυψης πλήθους αρχαίων σε κατάλληλους κρυψώνες είχε ήδη εφαρμοσθεί επιτυχώς.
●Στο Εθνικό Μουσείο τα αγάλματα ασφαλίσθηκαν στους υπόγειους χώρους της τότε νεότευκτης ανατολικής πτέρυγας, πίσω από πόρτες που φράχθηκαν με βαριές λιθοδομές, ● ή θάφτηκαν σε βαθιά ορύγματα που σκάφτηκαν κάτω από τα δάπεδα του ισογείου σε βάθος τεσσάρων και πλέον μέτρων.
Άλλα πάλι αγάλματα και πολύτιμα αντικείμενα φυλάχθηκαν σε φυσικά σπήλαια και αρχαία λαξευτά υπόγεια των δυτικών λόφων, των οποίων τα στόμια φράχθηκαν με παχύτατες μάζες οπλισμένου σκυροδέματος.
Παρόμοια μέτρα έλαβαν για τις συλλογές τους και οι εν Αθήναις αρχαιολογικές Σχολές.
Αξίζει πάντως να λεχθεί ότι η Γερμανική Κρατική Υπηρεσία που επισήμως απέσπασε από κατακτημένες χώρες σπάνια βιβλία και έργα τέχνης, στην Ελλάδα δεν πρόλαβε να δράσει επειδή υπήρξαν ισχυρές αντιρρήσεις από τον Kraiker και επομένως όλες οι ζημιές που αναφέρθηκαν ήταν αποτέλεσμα παραβατικής συμπεριφοράς, η οποία όμως ήταν δυστυχώς συχνή.
Το 1942 ο Kraiker δήλωσε στον Α. Κεραμόπουλλο, προϊστάμενο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, την ανησυχία του για την μακρά παραμονή των αρχαίων σε κρυψώνες με συνθήκες δυσμενείς για χάλκινα, σιδηρά ή επιχρωματισμένα αντικείμενα, προτείνοντας την επάνοδό όλων των αντικειμένων στη θέση τους και εν ανάγκη την φρούρηση τους (από έμπιστους Γερμανούς έναντι άλλων ανάξιων εμπιστοσύνης Γερμανών κ.α.).
Η πρόταση δεν έγινε δεκτή επειδή η Γερμανική Διοίκηση ακόμη και έτσι δεν μπορούσε να εγγυηθεί για την ασφάλεια των αρχαίων έναντι κλοπής. Όταν αργότερα (28/5/46) ο Α. Δ. Κεραμόπουλλος έκανε τους απολογισμούς του σημείωσε σχετικά με αυτό το θέμα:
Τι θα εγίνετο, αν εξεχώναμεν και εξεθέταμεν τα αρχαία, δεικνύει η τύχη του γυναικείου αγάλματος, όπερ ευρεθέν εν Θεσσαλονίκη απήχθη εις Βιέννην και ήδη λήξαντος του πολέμου ανευρέθη εις παλαιόν αλατωρυχείον παρά το Salzburg, μετεκομίσθη εις Μόναχον και αναμένει Έλληνα απεσταλμένον ίνα το μεταφέρη εις την Ελλάδα.
Τέτοια περιστατικά προφανώς δικαίωσαν την επί μακρόν απόκρυψη των αρχαίων έστω και εάν οι κρυψώνες σε πολλές περιπτώσεις προκάλεσαν φαινόμενα φθοράς. Άλλωστε, το ίδιο μέτρο φύλαξης, έναντι βομβαρδισμών ή κλοπής, είχε εφαρμοσθεί σε πολλές άλλες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας. Στο Λονδίνο, για την προφύλαξη των γλυπτών του Παρθενώνος έναντι των αναμενόμενων Γερμανικών Βομβαρδισμών, αυτά κατεβάσθηκαν στις υπόγειες σήραγγες του αστικού σιδηροδρομικού δικτύου, όπου όμως ρυπάνθηκαν από την κακή ποιότητα του αέρα.
Αλλά τέτοια προβλήματα είναι ασήμαντα συγκρινόμενα με την πλήρη καταστροφή αρχαιολογικών θησαυρών τεράστιας αξίας.
●Νομίζω ότι σε αυτή την ακραία κατηγορία, η βαρύτερη απώλεια σημειώθηκε με την καταστροφή των δύο γιγάντιων πλοίων του Καλιγούλα στη Λίμνη Νέμι.
Τα πλοία, πλωτά ανάκτορα μήκους 74 και πλάτους 24μ, των οποίων η αποκάλυψη μετά από μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων τόνων λάσπης, είχε ολοκληρωθεί στις αρχές του 20 ου αι., προστατεύονταν με τεράστιο μουσειακό στέγαστρο, το οποίο κάηκε μαζί με αυτά όταν την 31 Μαΐου 1944 κτυπήθηκε από αδέσποτα βλήματα κατά την ανταλλαγή πυρών Αμερικανικών και Γερμανικών κανονιών στημένων σε απόσταση οκτακοσίων μέτρων.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Εδώ, εκτός από τα ατυχήματα ή την κακομεταχείριση αρχαίων εκ μέρους κυρίως απαίδευτων ξένων στρατιωτών, αλλά όχι μόνον, πολλά ήταν τα περιστατικά της βίας κατά των υπαλλήλων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η ακόλουθη υπηρεσιακή σημείωση περιγράφει ένα από τα πάμπολλα αυτού του είδους:
«…Ο φύλαξ αρχαιοτήτων Ολύνθου μετέβη εις Μυκηβέρναν ίνα εξετάση τα υπό των Βουλγάρων ανασκαπτόμενα αρχαιολογικά εδάφη και μολονότι ήτο εφωδιασμένος δια γερμανικής αδείας, εδάρη, εκακοποιήθη και απεπέμφθη υπό των Βουλγάρων…»
Οι αυθαιρεσίες των κατακτητών είχαν ως θύματα και τις ξένες Αρχαιολογικές Σχολές, ακόμη και μιας χώρας όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων η δύναμη θα έπρεπε κανονικά να καθιστά αυτούς πολύ προσεκτικούς.
Στην Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών τα μέτρα προστασίας των συλλογών εφαρμόσθηκαν αμέσως μόλις άρχισε η Ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου. Τα υπόγεια της Γενναδείου διαμορφώθηκαν ως κρυψώνες και καταφύγια, η βιβλιοθήκη όμως εξακολουθούσε να είναι ανοικτή για τους επιστήμονες. Με την είσοδο της Αμερικής στον Πόλεμο (11 Δεκ. 1941) τα κτήρια της Σχολής, αφού πρώτα σφραγίσθηκαν οι χώροι συλλογών και αρχείων, παραχωρήθηκαν στην πρεσβεία της πάντοτε ουδέτερης Ελβετίας, χωρίς τούτο να αποτρέψει τελείως τους κατακτητές. Τελικά το πρόβλημα αντιμετωπίσθηκε με την παραχώρηση των κτηρίων της Σχολής στον Ερυθρό Σταυρό της ουδέτερης Σουηδίας, ο οποίος τα μετέτρεψε σε νοσοκομείο, χωρίς όμως να μετακινηθούν οι βιβλιοθήκες με τα πολύτιμα βιβλία τους, οι οποίες απλώς καλύφθηκαν με λινάτσες και σεντόνια.
● Αλλά επειδή ακόμη και έτσι υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος κλοπής βιβλίων, σχεδίων και άλλων αναντικατάστατων αρχαιολογικών τεκμηρίων, ο διευθυντής της Σχολής, ο διάσημος αρχιτέκτων G. Ph. Stevens, γνωστός για την τεράστια συμβολή του στη μελέτη της αρχαίας αρχιτεκτονικής, έγινε νοσοκόμος, ώστε να μπορεί ταυτοχρόνως να είναι και φύλακας της κληρονομιάς της Σχολής.
Τότε επίσης, δεδομένης της ανεργίας, ο Stevens βρήκε τον χρόνο και για την δημιουργία των έξοχων ομοιωμάτων της Ακροπόλεως και της αρχαίας Αγοράς (νυν στη Στοά Αττάλου), σε συνεργασία με τους καλλιτέχνες Μαμέλη και Θεοχάρη.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο όπισθεν της Γενναδείου ωραίος δρόμος έλαβε το σημερινό του όνομα, οδός Σουηδίας, σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης για τη συμβολή αυτής της χώρας στη διαφύλαξη πολύτιμου μέρους της αθηναϊκής αρχαιολογικής κληρονομιάς.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Αρχαιολογική Υπηρεσία λειτουργούσε διοικητικά κυρίως, επειδή τα ελάχιστα μέσα της δεν αρκούσαν για εκτέλεση έργων.
●Παρά ταύτα, ο Ορλάνδος, καθηγητής του Πολυτεχνείου και διευθυντής της Υπηρεσίας Αναστηλώσεων, όχι μόνον εξακολουθούσε να παράγει έξοχες επιστημονικές μελέτες, ή να κάνει διαλέξεις, μια φορά με προσκεκλημένο στο Πολυτεχνείο τον Stevens, αλλά βρήκε τρόπους λίαν παραγωγικής απασχόλησης των λιγοστών παροπλισμένων και υποαπασχολούμενων εργατών της Υπηρεσίας σε σημαντικά έργα, εξαντλώντας κάθε όριο οικονομίας υλικών και άλλων δαπανών.
Σε αυτήν ακριβώς την πρωτοβουλία χρωστάμε σήμερα το αναστηλωμένο μέρος της κιονοστοιχίας της Ρωμαϊκής Αγοράς, αλλά και μια σημαντική επέμβαση στο νότιο τείχος της Ακροπόλεως.
Τα ανωτέρω, έστω δειγματοληπτικά και περιληπτικά, δείχνουν όχι μόνον σε ποιο βαθμό υπέφεραν τα αρχαία και οι κατά νόμον αρμόδιοι, αλλά και πως οι τελευταίοι, παρά τις εξουθενωτικές συνθήκες, αντί να καταθέσουν τα όπλα είπαν και αυτοί το δικό τους ΟΧΙ στην υποταγή και την παραίτηση.
Αλλά ως προς αυτό, οι άνθρωποι των αρχαίων και των μνημείων δεν ήταν μόνοι. Άλλοι συμπατριώτες τους, ή ξένοι, περισσότεροι και σε πολλά άλλα επαγγέλματα, ανέπτυξαν παρόμοια δράση σε πλείστους τομείς, διαδηλώνοντας καθημερινά από διάφορες θέσεις ευθύνης το δικό τους ΟΧΙ ενάντια ακριβώς σε εκείνο στο οποίο τους καταδίκαζε ο κατακτητής, την αδράνεια, την παραίτηση και την απελπισία.
● Ενδεικτικά σας δείχνω τον ζωγράφο Γ. Προκοπίου, ο οποίος παρά την ηλικία και της κακή υγεία του, χρησιμοποίησε ακόμη και πολιτικά μέσα για να γίνει δεκτός ως εθελοντής στο Αλβανικό Μέτωπο, ● όπου κάτω από σκληρές συνθήκες παρήγε μοναδικές εικόνες, φωτογραφικές και ζωγραφικές, αφήνοντας εκεί την τελευταία του πνοή.
● Αυτές τις μέρες τιμούμε και εμείς, όχι μόνον το ΟΧΙ του Ελληνικού κράτους, αλλά ομοίως το έμπρακτο ΟΧΙ των ενόπλων δυνάμεων, εκείνο της Εθνικής Αντίστασης και εκείνο των ανθρώπων της καθημερινής εργασίας και φροντίδας, που ακόμη και με κίνδυνο ζωής δεν παραιτήθηκαν μπροστά στις εξουθενωτικές δυσκολίες, αλλά κάθε