Η μεγάλη «αιμορραγία» της Ελλάδας: Οι «επενδυτές» – μετανάστες γδύνουν την οικονομία, 1,3 δισ. ευρώ έφυγαν στο εξωτερικό

Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2024, το ισοζύγιο προσωπικών εμβασμάτων της Ελλάδας κατέγραψε έλλειμμα 1,27 δισ. ευρώ, περίπου το 0,5% του ΑΕΠ.

Στην ελληνική δημόσια σφαίρα έχει παγιωθεί ένα αφήγημα: πως οι μετανάστες παρουσιάζονται ως πολύτιμοι «επενδυτές» για την οικονομία, ως ανθρώπινο κεφάλαιο που υποτίθεται ότι στηρίζει την ανάπτυξη, καλύπτει κενά στην αγορά εργασίας και ενισχύει τα δημόσια ταμεία.
Μόνο που, αν κανείς κοιτάξει προσεκτικά τα στοιχεία, η εικόνα θυμίζει λιγότερο επένδυση και περισσότερο καθαρή εκροή πόρων.
Σύμφωνα με τη Eurostat. το 2024, το ισοζύγιο προσωπικών εμβασμάτων της Ελλάδας κατέγραψε έλλειμμα 1,27 δισ. ευρώ, περίπου το 0,5% του ΑΕΠ.
Με απλά λόγια, από την ελληνική οικονομία έφυγαν καθαρά 1,27 δισ. ευρώ περισσότερα απ’ όσα μπήκαν, μέσω χρημάτων που έστειλαν στο εξωτερικό οι μετανάστες που εργάζονται στη χώρα.
Πρόκειται για μια αύξηση σε σχέση με το 2022, όταν το έλλειμμα ήταν 0,95 δισ. ευρώ, και συνδέεται άμεσα με δύο παράγοντες: περισσότερους μετανάστες στην αγορά εργασίας και καλύτερες αποδοχές, που τους επιτρέπουν να «επενδύουν» όχι στην Ελλάδα, αλλά στις χώρες προέλευσής τους.
Έτσι, οι περίφημοι «επενδυτές» κάνουν ακριβώς αυτό που κάνει κάθε ορθολογικός επενδυτής: παίρνουν το κέρδος και το μεταφέρουν αλλού.
Μόνο που εδώ μιλάμε για μια οικονομία που αιμορραγεί πόρους σε μια περίοδο δημοσιονομικών πιέσεων, χαμηλών μισθών και υψηλής φορολόγησης για τους μόνιμους κατοίκους της – ενώ οι μετανάστες επωφελούνται κανονικά από τους πόρους που τους εξασφαλίζουν οι ιθαγενείς (π.χ. ).
Βεβαίως, η Ελλάδα δεν είναι μόνη. Αρνητικά ισοζύγια εμβασμάτων εμφανίζουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Μάλτα, η Κύπρος, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Γαλλία.
Όμως αυτό δεν αναιρεί το πρόβλημα· απλώς δείχνει ότι πρόκειται για μια δομική παθογένεια που συνδέεται με το μεταναστευτικό μοντέλο απασχόλησης.
Την ίδια στιγμή, χώρες όπως η Κροατία, η Βουλγαρία και η Πορτογαλία απολαμβάνουν πλεονάσματα άνω του 1% του ΑΕΠ, χάρη στα εμβάσματα των δικών τους πολιτών που εργάζονται στο εξωτερικό.
Εκεί, οι «επενδυτές» βρίσκονται εκτός συνόρων και στέλνουν χρήμα πίσω· εδώ, το χρήμα φεύγει.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εικόνα είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική: το 2024 οι εκροές εμβασμάτων έφτασαν τα 52,1 δισ. ευρώ, ενώ οι εισροές μόλις τα 14,8 δισ., δημιουργώντας ένα συνολικό έλλειμμα 37,3 δισ. ευρώ.
Μια τεράστια καθαρή εκροή πόρων από την ευρωπαϊκή οικονομία, την ώρα που οι πολιτικές ηγεσίες επιμένουν να μιλούν για «αναπτυξιακή συμβολή».Στην πρώτη γραμμή

Παράλληλα, η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στην πρώτη γραμμή του μεταναστευτικού.
Αν και το 2023 οι ροές προς την ΕΕ μειώθηκαν, η καθαρή μετανάστευση παραμένει ισχυρά θετική, με σχεδόν 3 εκατ. περισσότερους ανθρώπους να εισέρχονται στην Ένωση απ’ όσους αποχωρούν.
Η χώρα μας, ως πύλη εισόδου, δέχεται δυσανάλογες πιέσεις: υψηλά ποσοστά αιτήσεων ασύλου σε σχέση με τον πληθυσμό και ένα καθεστώς αδειών διαμονής που βασίζεται κυρίως σε «λοιπούς λόγους», δηλαδή διεθνή προστασία και ανθρωπιστικά καθεστώτα, και όχι σε στοχευμένη εργασία υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Το αποτέλεσμα είναι διπλό. Από τη μία, αυξημένες δημοσιονομικές και κοινωνικές δαπάνες για μια χώρα με περιορισμένους πόρους.
Από την άλλη, μια σταθερή οικονομική διαρροή προς το εξωτερικό, μέσω εμβασμάτων, που αποδυναμώνει την εγχώρια ζήτηση και την αποταμίευση.
Ίσως, λοιπόν, ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να μιλάμε με ευκολία για «επενδυτές» και «αναπτυξιακούς πολλαπλασιαστές».
Οι αριθμοί δείχνουν ότι, τουλάχιστον στο σημερινό πλαίσιο, η Ελλάδα λειτουργεί περισσότερο ως ενδιάμεσος σταθμός άντλησης εισοδήματος παρά ως ωφελημένος αποδέκτης επένδυσης.

Σχεδόν 1 στους 10 κατοίκους της ΕΕ είναι αλλοδαπός

Πέρα από τα παραπάνω χρήσιμο θα ήταν να γίνει μνεία σε μία σειρά από άλλα στοιχεία τα οποία δίνει η Eurostat:
Το 2024, περίπου 43 εκατ. κάτοικοι της ΕΕ – σχεδόν το 10% του πληθυσμού – ζούσαν σε χώρα διαφορετική από εκείνη της ιθαγένειάς τους. Από αυτούς, 29 εκατ. ήταν πολίτες τρίτων χωρών.
Το Λουξεμβούργο, η Μάλτα και η Κύπρος εμφάνισαν τα υψηλότερα ποσοστά αλλοδαπών, ενώ χώρες όπως η Σλοβακία, η Πολωνία και η Ρουμανία κινούνται κοντά στο 1%.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το ηλικιακό προφίλ: οι αλλοδαποί είναι αισθητά νεότεροι, με υψηλή συγκέντρωση στις ηλικίες 20–49 ετών, γεγονός που επηρεάζει άμεσα τις αγορές εργασίας και τα ασφαλιστικά συστήματα.

Άδειες διαμονής: Η Ελλάδα ξεχωρίζει

Το 2024 εκδόθηκαν 3,5 εκατ. πρώτες άδειες διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών στην ΕΕ.
Κύριος λόγος ήταν η εργασία (32%), ακολουθούμενη από την οικογένεια και την εκπαίδευση.
Η Ελλάδα, ωστόσο, ξεχωρίζει αρνητικά, καθώς το 55% των αδειών εκδόθηκαν για «άλλους λόγους», κυρίως διεθνή προστασία και ανθρωπιστικά καθεστώτα – το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Το στοιχείο αυτό υπογραμμίζει τον ρόλο της χώρας ως πύλη εισόδου προσφύγων και αιτούντων άσυλο.
Το 2024 υποβλήθηκαν σχεδόν 913.000 αιτήσεις ασύλου για πρώτη φορά στην ΕΕ.
Η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία συγκέντρωσαν το 74% των αιτήσεων σε απόλυτους αριθμούς.
Ωστόσο, αναλογικά με τον πληθυσμό, η Ελλάδα μαζί με την Κύπρο κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό, με 7 αιτούντες ανά 1.000 κατοίκους, γεγονός που επιβεβαιώνει τις δυσανάλογες πιέσεις που δέχεται.
Κυρίαρχες εθνικότητες αιτούντων ήταν οι Σύροι, οι Βενεζουελάνοι και οι Αφγανοί.
Σε επίπεδο ΕΕ, πάνω από το 50% των αποφάσεων πρώτου βαθμού το 2024 ήταν θετικές.
Σε τελικές αποφάσεις μετά από προσφυγές, το ποσοστό μειώνεται στο 27%. Παράλληλα, 453.000 πολίτες τρίτων χωρών έλαβαν εντολή αποχώρησης, ενώ 110.000 τελικά επέστρεψαν εκτός ΕΕ – αύξηση 19% σε σχέση με το 2023.
Οι περισσότερες επιστροφές καταγράφηκαν σε Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία και Κύπρο.
Εμείς ας κρατήσουμε στο μυαλό μας το εξής: Καμία οικονομία δεν μπορεί να χτίσει βιώσιμη ανάπτυξη όταν οι «επενδύσεις» της έχουν ως τελικό προορισμό το εξωτερικό.

www.bankingnews.gr

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.