Τα αγροτικά μπλόκα δεν εμφανίζονται στο κενό. Είναι το αποτέλεσμα χρόνιων προβλημάτων: αυξημένο κόστος παραγωγής, χαμηλές τιμές, ενεργειακή πίεση και αίσθηση εγκατάλειψης της υπαίθρου. Όλα αυτά συνιστούν απολύτως θεμιτούς λόγους κινητοποίησης.
γράφει ο Γιώργος Αθανασίου
Όμως, όταν οι κινητοποιήσεις λαμβάνουν τη μορφή παρατεταμένων αποκλεισμών, με σαφή χρονοδιαγράμματα κλιμάκωσης και πανελλαδικό συντονισμό, τότε παύουν να είναι μόνο κοινωνική διαμαρτυρία. Αποκτούν αναπόφευκτα πολιτική διάσταση.
Η δήλωση εκπροσώπων 14 μπλόκων και 4 αγροτικών συλλόγων ότι «ανοίγουν παράθυρο διαλόγου με την κυβέρνηση, χωρίς να διαρρηγνύουν το κοινό μέτωπο του αγώνα», είναι αποκαλυπτική. Από τη μία πλευρά, διατηρείται η πίεση. Από την άλλη, αναγνωρίζεται ότι η σύγκρουση χωρίς δίαυλο επικοινωνίας οδηγεί σε αδιέξοδο.
Αυτό ακριβώς είναι το κρίσιμο σημείο:
Τα μπλόκα δεν είναι απλώς εργαλείο διεκδίκησης· λειτουργούν και ως μοχλός πολιτικής πίεσης προς την κυβέρνηση, ιδιαίτερα σε περιόδους κοινωνικής κόπωσης. Δεν είναι παράνομο. Είναι όμως επικίνδυνο όταν η πίεση μετατρέπεται σε γενικευμένη κοινωνική όχληση χωρίς σαφή προοπτική λύσης.
Διάλογος ή αντιπαράθεση;
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική, αλλά είναι σαφής:
Ο διάλογος είναι φρόνημος μόνο αν είναι ουσιαστικός.
Η αντιπαράθεση είναι αδιέξοδη όταν γίνεται αυτοσκοπός.
Η κυβέρνηση οφείλει να καλέσει άμεσα σε θεσμικό διάλογο, με συγκεκριμένη ατζέντα, χρονοδιάγραμμα και δεσμεύσεις. Όχι επικοινωνιακές συναντήσεις, όχι γενικόλογες υποσχέσεις. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε η ένταση θα κλιμακωθεί και το πολιτικό κόστος θα είναι αναπόφευκτο.
Από την άλλη πλευρά, οι αγρότες οφείλουν να αναλογιστούν ότι η κοινωνία δεν είναι αντίπαλος. Όταν η πίεση στρέφεται κατά της καθημερινότητας των πολιτών, τότε η κοινή γνώμη απομακρύνεται και το δίκαιο αίτημα χάνει τη δύναμή του.
Τα αγροτικά μπλόκα δεν είναι συνωμοσία ούτε υποκίνηση, αλλά ούτε και πολιτικά ουδέτερα.
Έχουν κοινωνική βάση και πολιτική προέκταση.
Η λύση δεν βρίσκεται ούτε στη σύγκρουση μέχρι τελικής πτώσης, ούτε στον προσχηματικό διάλογο.
Βρίσκεται σε σοβαρή διαπραγμάτευση, πριν η ένταση μετατραπεί σε γενικευμένο πολιτικό πρόβλημα — όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά για την ίδια την κοινωνική συνοχή.