Oι τρεις επόμενοι μήνες έως τον Δεκέμβρη θα είναι μήνες υγειονομικής και οικονομικής φωτιάς. Οι λοιμωξιολόγοι θεωρούν δεδομένη την έκρηξη των κρουσμάτων κορονοϊού, η επιδημιολογική καμπύλη τροφοδοτεί σταθερά τους δείκτες της ύφεσης, και η αγορά μετρά ήδη το βαρύ αποτύπωμα της θερινής κατάρρευσης του τουρισμού.

Το θερμό αυτό μίγμα όμως δεν θεωρείται απαραιτήτως κακό για την κυβέρνηση. Διότι στον πολιτικό σχεδιασμό του Μαξίμου η πανδημία εξακολουθεί να αξιολογείται ως ευκαιρία. Και ως άλλοθι κοινωνικής ανοχής – ενδεχομένως και πολιτικής αμνηστίας.

‘Η άλλως, κόντρα στο σοκ της υγειονομικής κρίσης και της ύφεσης η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να παίξει το χαρτί του «μεταρρυθμιστικού σοκ».

Η τελική έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη που αναμένεται εντός των ημερών θα είναι ο μπούσουλας αυτής της μεταρρυθμιστικής αντεπίθεσης, η αρχή θα γίνει με τα εργασιακά και το νομοσχέδιο Βρούτση εντός του Οκτωβρίου, και θα ακολουθήσει – πιθανότατα στο πρώτο τρίμηνο του 2021 – το ασφαλιστικό, με την εισαγωγή του ιδιωτικού και κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, το οποίο «τρέχει» αποκλειστικά ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου.

Σε πρώτο χρόνο, πρόκειται για μια επιλογή που εμπεριέχει υψηλό πολιτικό ρίσκο, δοθέντος και του ότι, ιστορικά, το «δόγμα Πισσαρίδη» και το μοντέλο των νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων σε συγκυρίες βαθιάς οικονομικής συρρίκνωσης το μόνο που έχει επιτύχει είναι να λειτουργήσουν ως επιταχυντές της ύφεσης.

Πρόκειται όμως για ένα σταθμισμένα ρίσκο – τουλάχιστον, με βάση τα πολιτικά εργαλεία στα οποία ποντάρει η κυβέρνηση. Στα εργασιακά, ο βασικός πυλώνας του νομοσχεδίου Βρούτση θα είναι η περαιτέρω «ευελιξία» στην αγορά εργασίας. Το επικοινωνιακό βάρος όμως θα δοθεί στην αλλαγή του εμβληματικού –  «παρωχημένου», όπως τον έχει χαρακτηρίσει ο πρωθυπουργός – συνδικαλιστικού νόμου του Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι ένα πεδίο στο οποίο η κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να παίξει προνομιακά, αφ’ ενός μέσα από ένα αφήγημα «εκσυγχρονισμού και κατάργησης των συνδικαλιστικών «προνομίων», και αφετέρου κινητοποιώντας υπογείως αντανακλαστικά κοινωνικού αυτοματισμού.

Ως προς τον πυρήνα επίσης των παρεμβάσεων, την περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, στο κυβερνητικό επιτελείο δεν διαβλέπουν σοβαρές εστίες κοινωνικής αντίδρασης. Πιστεύουν ότι το σοκ της πανδημίας και η εργασιακή ανασφάλεια – ήτοι, το δίλημμα «μισή δουλειά ή ανεργία» – περιορίζουν ντε φάκτο και τις αντιστάσεις, ενώ σε κάθε περίπτωση το πολιτικό κόστος θεωρείται διαχειρίσιμο αφού ούτως ή άλλως οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν αποτελούν προνομιακή εκλογική ομάδα για τη ΝΔ.

Στο ασφαλιστικό, το αφήγημα θα στηθεί πάνω στον γνωστό πλέον καμβά «σταματάμε να παίρνουμε τα λεφτά των νέων για να τα δίνουμε στους ηλικιωμένους», όπως ήδη το έχει θέσει ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης. Και εδώ επίσης οι κίνδυνοι του άμεσου πολιτικού κόστους σταθμίζονται ως χαμηλοί, διότι οι συνέπειες των αλλαγών θα φανούν σε βάθος χρόνου, κοινώς, δεν θα υπάρξουν άμεσες συνέπειες στις «τσέπες» των ασφαλισμένων.

Το πρώτο στοιχείο που ίσως υποτιμάται όμως, είναι πως οι – όποιας κλίμακας – αντιδράσεις στις «μεταρρυθμιστικές τομές» σε ασφαλιστικό και εργασιακά, μπορεί να λειτουργήσουν σωρευτικά στις ενδείξεις φθοράς που ήδη αποτυπώνουν για την κυβέρνηση οι δημοσκοπήσεις στο πεδίο της οικονομίας.

Το δεύτερο είναι μια, πιθανή, επιτάχυνση και κλιμάκωση αυτής της φθοράς μέσα από παράπλευρα μέτωπα, όπως εκείνο της Παιδείας και των μαθητικών καταλήψεων.

Και στις δύο επισημάνσεις, οι απαντήσεις κυβερνητικών στελεχών δείχνουν μάλλον υψηλό πολιτικό εφησυχασμό. Η κυβερνητική φθορά θεωρείται «μικρή και αναστρέψιμη» όσο δεν την εισπράττει ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι δε οφθαλμοφανείς πλέον υστερήσεις και ανεπάρκειες σε κρίσιμα μέτωπα  όπως η Παιδεία και η Υγεία  εκτιμάται ότι μπορούν να καλυφθούν μέσα από τον δομικό ανασχηματισμό που φέρεται να έχει– μεσοπρόθεσμα έστω – στο μυαλό του ο Κυριάκος Μητσοτάκης…