Τέλος στην υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων επιδιώκει να βάλει ο κώδικας διευθέτησης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας, μέσω του οποίου επιχειρείται να στηριχθούν οι πραγματικά αδύναμοι οφειλέτες και να μπει ένα τέλος στην προστασία των στρατηγικών κακοπληρωτών. Αυτό επεσήμανε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην τοποθέτησή του στο υπουργικό συμβούλιο, υπογραμμίζοντας ότι πρώτη ασφαλιστική δικλίδα για την προστασία των πραγματικά αδύναμων αποτελεί μεταξύ άλλων «η κατάργηση του απορρήτου για κάθε περιουσιακό στοιχείο των ενδιαφερομένων, ώστε να γίνονται οι αναγκαίες διασταυρώσεις και να μη διασώζονται στρατηγικοί κακοπληρωτές, όπως έχει επανειλημμένα συμβεί στο παρελθόν».
Πριν από το στάδιο της πτώχευσης ο νόμος θα δίνει τη δυνατότητα της ρύθμισης των χρεών μέσω εξωδικαστικής διαδικασίας, στην οποία θα συμμετέχει και το Δημόσιο. Ο νέος κώδικας προβλέπει επίσης έναν μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης, προκειμένου να προβλεφθεί η υπερχρέωση, ενώ για όποιον προσφεύγει στο στάδιο της ρύθμισης, θα αναστέλλονται κατασχέσεις και πλειστηριασμοί. Μετά τη δίμηνη διαβούλευση στο στάδιο της εξωδικαστικής διευθέτησης, οι πιο αδύναμοι, δηλαδή τα νοικοκυριά που χαρακτηρίζονται ευάλωτα, θα λαμβάνουν ειδική επιδότηση επί των ρυθμισμένων δόσεων του νέου δανείου με τη μορφή επιδόματος στέγης. Το ποσό του επιδόματος στέγασης ορίζεται ως εξής:
• Για τον δικαιούχο: 70 ευρώ τον μήνα.
• Για κάθε επιπλέον μέλος του νοικοκυριού προσαύξηση 35 ευρώ τον μήνα.
Το ανήλικο παιδί προσμετρείται ως ενήλικος τόσο στον υπολογισμό των εισοδηματικών κριτηρίων όσο και στον υπολογισμό του εισοδήματος. Στη μονογονεϊκή οικογένεια, για το πρώτο ανήλικο μέλος του νοικοκυριού ορίζεται προσαύξηση 70 ευρώ τον μήνα. Στα νοικοκυριά με απροστάτευτα τέκνα, ορίζεται προσαύξηση 70 ευρώ τον μήνα για κάθε απροστάτευτο τέκνο. Ως ανώτατο όριο του επιδόματος στέγασης ορίζονται τα 210 ευρώ μηνιαίως, ανεξαρτήτως της σύνθεσης του νοικοκυριού.
Ευάλωτος οφειλέτης θα θεωρείται αποκλειστικά όποιος πληροί συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, τα οποία, όπως προβλέπει ο νέος κώδικας, προσδιορίζονται στον νόμο 4472/2017. Αυτά είναι:
Α) Εισοδηματικά
Το συνολικό εισόδημα να μην υπερβαίνει τις 7.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενο κατά 3.500 ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος του νοικοκυριού. Στη μονογονεϊκή οικογένεια για το πρώτο ανήλικο μέλος του νοικοκυριού ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ. Στα νοικοκυριά με απροστάτευτα τέκνα, ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ για κάθε απροστάτευτο τέκνο. Το συνολικό εισόδημα δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 21.000 ευρώ ετησίως, ανεξαρτήτως της σύνθεσης του νοικοκυριού.
Β) Περιουσιακά
Η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του νοικοκυριού να μην υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ για το μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενη κατά 15.000 ευρώ για κάθε πρόσθετο μέλος και έως των 180.000 ευρώ.
Το συνολικό ύψος των καταθέσεων του νοικοκυριού ή/και η τρέχουσα αξία μετοχών, ομολόγων κ.λπ. να μην υπερβαίνει τις 7.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενα κατά 3.500 ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος του νοικοκυριού. Στη μονογονεϊκή οικογένεια για το πρώτο ανήλικο μέλος του νοικοκυριού ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ. Στα νοικοκυριά με απροστάτευτα τέκνα, ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ για κάθε απροστάτευτο τέκνο.
Αποτροπή έξωσης
Ο νέος νόμος δίνει τη δυνατότητα στα ευάλωτα νοικοκυριά που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά να συνεχίσουν να διαμένουν στην πρώτη τους κατοικία, αφού όμως χάσουν την κυριότητα του ακινήτου τους στο πλαίσιο της πτώχευσης. Στην περίπτωση αυτή το ακίνητο του ευάλωτου οφειλέτη θα μπορεί να αγοράζεται από έναν ιδιωτικό φορέα που θα επιλεγεί ύστερα από διαγωνιστική διαδικασία και ο οποίος θα υποχρεούται να του το εκμισθώνει, προκειμένου να αποτραπεί η έξωσή του από την πρώτη του κατοικία. Οπως προβλέπει το σχετικό άρθρο, ο οφειλέτης θα έχει το δικαίωμα να διαμένει στο ακίνητο έχοντας μισθώσει το ακίνητό του από τον φορέα για 12 έτη, με δικαίωμα επαναγοράς κατά τη λήξη της μίσθωσης. Η ανάκτηση γίνεται σε τιμή που προσδιορίζεται μεταξύ άλλων με βάση την αγοραία αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς, ενώ το μίσθωμα ορίζεται με βάση απόδοση που αντιστοιχεί προς το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο του προηγουμένου κατά περίπτωση μήνα.