Πέρασε στα ψιλά μέσα στις πολιτικές τοξίνες της προανακριτικής και της δίωξης κατά Τουλουπάκη αλλά μπορεί να δείχνει τον επόμενο, και μεγάλο, «μεταρρυθμιστικό» στόχο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο λόγος, για την έκθεση του ΣΕΒ η οποία εντοπίζει ως μία από τις βασικές εστίες στρέβλωσης του παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου τις μεγάλες διαφορές στις αμοιβές των μισθωτών αναλόγως του κλάδου με τον οποίο απασχολούνται, και κυρίως τις υψηλές αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων συγκριτικά με εκείνες που ισχύουν σε άλλους, κομβικούς τομείς της παραγωγής.

Ενδεικτικά, όπως αναφέρεται στην μελέτη του ΣΕΒ, οι αμοιβές στο Δημόσιο (περιλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών) είναι σχεδόν διπλάσιες σε σχέση με το εμπόριο και τετραπλάσιες σε σχέση με τη γεωργία – κτηνοτροφία ενώ η μεταποίηση κατατάσσεται κοντά στο μέσο όρο.

Ειδικότερα, από τα στοιχεία του 2017 που επικαλούνται οι βιομήχανοι, προκύπτει ότι το μέσο ωρομίσθιο στην οικονομία διαμορφώνεται σε 11,2 ευρώ ενώ στη βιομηχανία είναι 11,8 ευρώ, στο εμπόριο 8,8 ευρώ, στις επαγγελματικές υπηρεσίες 8,1 ευρώ, στον τουρισμό 6,8 ευρώ, στις κατασκευές 5,7 ευρώ και στη γεωργία – κτηνοτροφία 4 ευρώ.

Στην Ελλάδα οι “νεοφιλελεύθεροι” χρηματοδοτούνται από το κράτος. Εμείς… από εσάς ! Στήριξε την ανεξαρτησία του tvxs.gr, κάνοντας κλικ εδώ.

Οι υψηλότερες αμοιβές καταγράφονται στον κλάδο διύλισης πετρελαίου (32,9 ευρώ) και ακολουθούν τράπεζες – ασφάλειες (25,5 ευρώ), ηλεκτρισμός – φυσικό αέριο (20,2 ευρώ), εκπαίδευση σε (19,3 ευρώ), ορυχεία (18 ευρώ) και δημόσια διοίκηση (15,3 ευρώ), ενώ το ωρομίσθιο στην υγεία είναι 10,3 ευρώ.

Με βάση αυτά τα στοιχεία, ο ΣΕΒ ζητά «προτεραιοποίηση της ανάπτυξης της βιομηχανίας» διότι θα έχει ως αποτέλεσμα «πολύ υψηλότερες μισθολογικές αμοιβές και υψηλότερα λειτουργικά πλεονάσματα από αντίστοιχες προσπάθειες σε άλλους κλάδους» και δείχνει ως μέσα για την επίτευξη του στόχου «την μείωση της υπερφορολόγησης, σε συνδυασμό με την πλήρη ανάπτυξη ενός μεταρρυθμιστικού φιλοαναπτυξιακού, και φιλοεπενδυτικού πλαισίου».

Κοινώς, ο ΣΕΒ δεν ζητά μεν ευθέως μείωση των μισθών στο Δημόσιο, ζητά όμως επαναπροσδιορισμό προτεραιοτήτων στον οικονομικό σχεδιασμό – άρα, και επαναπροσανατολισμό στα «κανάλια» εσόδων και δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, όπως και των κονδυλίων που θα έρθουν από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης.

Είναι ένα μοντέλο το οποίο ταυτίζεται με βασικές παραμέτρους του γνωστού – έστω και γενικόλογου – πορίσματος της επιτροπής Πισαρίδη, το οποίο επίσης θέτει σε κεντρική θέση την ανάγκη μείωσης της φορολόγησης της μισθωτής εργασίας. Όπως επισημαίνουν στελέχη της αντιπολίτευσης με γνώση των δημοσίων οικονομικών, πρόκειται για μια διατύπωση που ακούγεται θετική για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα που βλέπουν τις αμοιβές και τα εργασιακά τους δικαιώματα να εξανεμίζονται, πρόκειται όμως και για μια πρόταση που μπορεί να αποτελεί παγίδα σε ό,τι αφορά τους μισθούς στο Δημόσιο. Κι αυτό γιατί, όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, οποιαδήποτε ριζική μείωση στη φορολογία προϋποθέτει κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει από άλλες πηγές.  Με δεδομένη τη βαθιά ύφεση και τη δέσμευση για επιστροφή σε πλεονάσματα από το 2021, οι πηγές αυτές δεν μπορούν να είναι άλλες από τη μείωση των δαπανών για μισθούς ή συντάξεις, δηλαδή από τη μείωση και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων.

Τα ίδια στελέχη της αντιπολίτευσης υπενθυμίζουν ότι άνθρωπος – κλειδί, και νούμερο δύο στην Επιτροπή Πισσαρίδη είναι ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας. Το ΙΟΒΕ είναι το επίσημο think tank του ΣΕΒ, από το οποίο είχε ξεκινήσει την καριέρα του και ο νυν κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας, ενώ όλο το οικονομικό μοντέλο που επιχειρεί να εφαρμόσει εδώ κι έναν χρόνο η κυβέρνηση, με πρώτη την πλήρη απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, βασίζεται στην ατζέντα των βιομηχάνων.

Είναι γνωστό επίσης πως από την αρχή της πανδημίας και του lockdown η κυβέρνηση «φλέρταρε» με την ιδέα των περικοπών των μισθών στο Δημόσιο, με άλλοθι και την ανάγκη «κοινωνικής δικαιοσύνης» ενώπιον του πλήγματος που δέχεται ο ιδιωτικός τομέας. Υπέρμαχος της άποψης αυτής φέρεται να ήταν ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, σε πρώτο χρόνο όμως μπήκε «φρένο» κυρίως λόγω των φόβων του πολιτικού κόστους που προέταξαν άλλα κυβερνητικά όπως ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος και, κυρίως, λόγω των ανοιχτών σεναρίων που υπήρχαν στο Μαξίμου για πρόωρες εκλογές. Πλέον όμως, και με δεδομένη την επιδείνωση στο μέτωπο του τουρισμού και της ύφεσης, όλα μπορεί να ξαναμπούν στο τραπέζι – πόσο μάλλον, εάν όντως το σενάριο για διπλές κάλπες το φθινόπωρο έχει αποκλειστεί οριστικά όπως διαβεβαιώνει ο Κυριάκος Μητοστάκης.