O επικεφαλής του ΕSM Κλάους Ρέγκλινγκ μετά το χθεσινό Eurorgroup έκανε μια δήλωση με την οποία αφήνει, για πρώτη φορά δημόσια, ανοιχτό παράθυρο για μείωση των πλεονασμάτων μετά το 2021. Ηταν μια δήλωση που ικανοποίησε την κυβέρνηση αλλά κάποιοι μπορεί να βιάστηκαν – μάλλον θα έπρεπε να την προβληματίσει. Όπως θα έπρεπε να την προβληματίσουν και τα παράλληλα μηνύματα που έστειλαν τα δύο τελευταία 24ωρα ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνο Λεμέρ για τις οικονομικές και δημοσιονομικές στρεβλώσεις στην ευρωζώνη.

Ως προς το πρώτο σκέλος, στην πραγματικότητα η δήλωση Ρέγκλινγκ δεν ήταν παρά η, αυστηρή, υπόδειξη των όρων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες θα μπορέσει να ανοίξει, σε έναν χρόνο από τώρα, η συζήτηση για μείωση των πλεονασμάτων: «Ο μόνος δρόμος», είπε ο επικεφαλής του ESM, «που μπορώ να δω να διεξάγονται ουσιαστικές συζητήσεις (για τα πλεονάσματα) είναι εάν οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλότεροι από τις υποθέσεις μας στην τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους και τα επιτόκια, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, χαμηλότερα».

Κοινώς, και με δεδομένο ότι στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του ESM το δυσμενές σενάριο δίνει ως μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης για την Ελλάδα το 2,8% και το βασικό σενάριο το 3%, ο Κλάους Ρέγκλινγκ θέτει ως όρο για να συζητηθεί μείωση των πλεονασμάτων να έχει επιτευχθεί, σε έναν χρόνο από τώρα, ρυθμός ανάπτυξης πάνω από 3%.

Θα είναι ένα μικρό… οικονομικό θαύμα μέσα σε ένα άκρως δυσμενές , παγκόσμιο και ευρωπαϊκό, περιβάλλον: Η ευρωζώνη βυθίζεται σε αναπτυξιακό τέλμα, η Γερμανία τελεί ήδη σε τεχνική ύφεση και το ινστιτούτο Ifo προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ της μόλις κατά 0,5%, το 2020, και η πολυαναμενόμενη ποσοτική χαλάρωση (QE) του Ντράγκι περιορίζεται σε ρευστότητα 20 δις μηνιαίως μετά τις εκπτώσεις τις οποίες επέβαλλαν τα «γεράκια» της ΕΚΤ. Ακόμη κι έτσι, δε, παραμένει άκρως αμφίβολο εάν το QE θα «χωρέσει» και αυτή την φορά την Αθήνα καθώς τα ελληνικά ομόλογα δεν αναμένεται να ανέβουν σε επενδυτική βαθμίδα πριν από το 2021. Και σ’ αυτές ακριβώς τις συνθήκες η μετα-χρεοκοπημένη Ελλάδα καλείται να εκτοξεύσει, μέσα σε έναν χρόνο, τον ρυθμό ανάπτυξής της στο 3% με 4%.

Εάν η κυβέρνηση έχει υπολογίσει το μέγεθος της πρόκλησης, καλό θα ήταν να ξανασυζητήσει με τον κ. Ρέγκλινγκ τους όρους και τις προϋποθέσεις για την μείωση των πλεονασμάτων. Εάν τους έχει (προ)συμφωνήσει μαζί του – εξ ου και ο αναπτυξιακός πήχης του 4% που έθετε προεκλογικά ο πρωθυπουργός – τότε, το πρόβλημα είναι δομικό.

Κι εδώ, μπαίνει η δεύτερη πηγή προβληματισμού – η συζήτηση που (ξανα)άνοιξαν η Γαλλία και ο Μάριο Ντράγκι για την δημοσιονομική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης κι από την οποία δείχνει εκκωφαντικά απούσα η Ελλάδα.

Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο ΛεΜερ επανέφερε στο χθεσινό Eurogroup την πρόταση της Γαλλίας για ένα Σύμφωνο Ανάπτυξης το οποίο θα περιλαμβάνει περισσότερες επενδύσεις από χώρες που έχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια για να προχωρήσουν σε πρόσθετες δαπάνες. Μία ημέρα πριν ο Μάριο Ντράγκι κάλεσε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που έχουν την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη δημοσιονομική πολιτική για να στηρίξουν την ευρωπαϊκή αναιμική ανάπτυξη. Αμφότεροι εν ολίγοις έστειλαν καθαρό μήνυμα στην Γερμανία να ανοίξει το «σεντούκι» των πλεονασμάτων – που έχτισε από τα ελλείμματα του Νότου – για να μοχλεύσει την ευρωπαϊκή οικονομία. Αντί απάντησης, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς κατέθεσε ξανά προϋπολογισμό με μηδενικό έλλειμμα και η Bild κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο που εμφανίζει τον Μάριο Ντράγκι ως κόμη Δράκουλα.

Σ’ αυτήν την συζήτηση η ελληνική κυβέρνηση δεν πήρε θέση, επιλέγοντας να δικαιώσει τον… Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ο οποίος, σε τελευταίο του άρθρο έγραψε ότι «η Ν.Δ. είναι ένα ευρωπαϊκό κόμμα χωρίς θέσεις για την Ευρώπη. Μένουμε Ευρώπη. Σωστά. Αλλά σε ποια Ευρώπη θέλουμε να μείνουμε;».

Εάν η απάντηση είναι στην Ευρώπη του δόγματος Ρέγκλινγκ-Βερολίνου- ΕΛΚ, τότε η κυβέρνηση κινδυνεύει να αυτοακυρωθεί μέσα από στις ίδιες της αντιφάσεις της: Να διεκδικεί «μείωση των πλεονασμάτων δια της ανάπτυξης» μέσα από το πιο… αντιαναπτυξιακό μοντέλο της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Και η Ελλάδα, που πλέον «συζητά και απαιτεί, αντί να επαιτεί», όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ΔΕΘ, κινδυνεύει να ξαναγίνει επαίτης των επιγόνων του Σόιμπλε και του Τόμσεν…