«Θετικό βήμα» χαρακτηρίζει την έξοδο της χώρας στις αγορές το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, τονίζοντας ότι μπορεί να έχει συνέχεια, αλλά υπό προϋποθέσεις.
Η χαμηλότερη εκτίμηση για την πορεία της οικονομίας (2,7% στον κρατικό προϋπολογισμό) οφείλεται:
– στη μεγάλη καθυστέρηση της διαδικασίας ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης
– στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας
– στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, όπως γράφει η «Ναυτεμπορική», το Γραφείο Προϋπολογισμού χαρακτηρίζει «θετική εξέλιξη» το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης, το οποίο δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Συγκεκριμένα, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, σύμφωνα με την έκθεση, συνεπάγεται τα εξής:
– Πρώτον, τη θετική εκτίμηση των εταίρων για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος, καθώς αναγνωρίζεται ρητά ότι η ελληνική πλευρά έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία.
– Δεύτερον, τη συνέχεια της ροής της χρηματοδότησης.
– Τρίτον, την προοπτική αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους μετά το τέλος του προγράμματος το 2018.
Στα θετικά προστίθεται, επίσης, το κλείσιμο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, όπως προτάθηκε προσφάτως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Συνολικά, συνεχίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού, με την απόφαση του Eurogroup δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη μείωση της αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας.
Μάλιστα, όπως επισημαίνει στη συνέχεια, αν δεν υπάρξουν άλλες εμπλοκές -σε σχέση με την εφαρμογή της β’ και την ολοκλήρωση της γ’ αξιολόγησης- η άρση της αβεβαιότητας θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Έξοδος στις αγορές
Το Γραφείο Προϋπολογισμού χαιρετίζει την έκδοση του 5ετούς ομολόγου και κάνει λόγο για ένα «θετικό βήμα» προς τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, ερμηνεύει την απόφαση της κυβέρνησης για έξοδο στις αγορές ως δήλωση πρόθεσης εκπλήρωσης των τρεχουσών συμφωνιών.
«Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε μια καμπή στη διαχείριση της οικονομίας και στις οικονομικές επιδόσεις. Αν όχι, τότε θα υπάρξουν παλινδρόμηση σε συνθήκες ύφεσης, κοινωνικές εντάσεις και δυσκολίες στη χρηματοδότηση από τις αγορές» σπεύδει να επισημάνει.
Την ίδια ώρα, εκτιμά ότι η έξοδος στις αγορές θα έχει συνέχεια, εφόσον:
– συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, ώστε η πίεση των τόκων από τις αγορές να μην οδηγήσει – στον φαύλο κύκλο ελλειμμάτων, ύφεσης, πολιτικής αστάθειας
– διασφαλισθεί η οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια, πράγμα που συνυφαίνεται με την εφαρμογή του μνημονίου και κυρίως των μεταρρυθμίσεων
– επιτευχθεί κοινωνική σταθερότητα και συνοχή με θεραπείες των ανισοτήτων, της ανεργίας, της φτώχειας και διασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου υγιούς επιχειρηματικού ανταγωνισμού και προστασίας της εργασίας
– διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα με όσο το δυνατόν ευρύτερη πολιτική συναίνεση.
Δημοσιονομική προσαρμογή
Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, η δημοσιονομική μακρο-προσαρμογή δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα, μολονότι επιτεύχθηκε με ένα συζητήσιμο, λόγω φοροκεντρικού χαρακτήρα, μείγμα πολιτικής.
Όσον αφορά στην υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, εξηγείται πως οφείλεται στην επιβράδυνση της εξόφλησης των οφειλών του Δημοσίου, στη μείωση των επιχορηγήσεων σε νοσοκομεία και στη μείωση των επενδυτικών δαπανών.
Παράλληλα, ενώ διαπιστώνεται μία αδυναμία εξορθολογισμού των δαπανών, επιδοκιμάζεται η εντατικοποίηση των προσπαθειών ελέγχου της φοροδιαφυγής.
Τρίτη αξιολόγηση
Η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού κάνει ειδική μνεία και στη γ’ αξιολόγηση, σημειώνοντας ότι ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμό της είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τις προηγούμενες δύο αξιολογήσεις.
Μάλιστα, προειδοποιεί ότι «οι δυσκολίες εκπλήρωσης των ελληνικών δεσμεύσεων πιθανώς θα είναι μεγαλύτερες, καθώς θα εισέλθουμε στο όγδοο έτος δοκιμασίας της οικονομίας».
Σ’ αυτό το σημείο βέβαια, το Γραφείο Προϋπολογισμού στέκεται στην «πολιτική βούληση της κυβέρνησης να ενστερνιστεί τα μέτρα του μνημονίου και να υλοποιήσει τα 113 προαπαιτούμενα».