Επώδυνες διορθώσεις σε ψηφισμένα μέτρα με υψηλό πολιτικό και κοινωνικό κόστος αφορούσαν οι τρεις από τις πέντε τροπολογίες οι οποίες ενσωματώθηκαν χθες άρον άρον σε ένα νομοσχέδιο για την αλιεία αφού χωρίς τις αλλαγές έμπαινε σε κίνδυνο η δόση που είναι απολύτως απαραίτητη για τις υποχρεώσεις χρέους του Ιουλίου.
Η πρώτη τροπολογία διόρθωση αφορούσε το ασφαλιστικό. Ο νόμος Κατρούγκαλου του 2016 προέβλεπε ότι το πάγωμα των αυξήσεων των συντάξεων θα διαρκούσε μέχρι και 2021 και από το 2022 οι νέες συντάξεις που θα υπολογίζονταν με βάση το νέο ασφαλιστικό νόμο θα έπαιρναν αυξήσεις που θα υπολογίζονταν με βάση το 50% της αύξησης του πληθωρισμού και το 50% του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.
Μετά όμως την ντε φάκτο αποδοχή από την Ελλάδα της διατήρησης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ χωρίς ακόμη να είναι ορατή μια ελάφρυνση του χρέους οι δανειστές ζήτησαν περαιτέρω εξασφαλίσεις ότι ο στόχος και για το 2022 θα επιτευχθεί.
Μοιραία λοιπόν και το κονδύλι των συντάξεων και οι αυξήσεις να αναβληθούν από το 2023 και μετά , Το αποτέλεσμα είναι πρόσθεση απώλεια για τα εισοδήματα των συνταξιούχων 250 εκατ. ευρώ.
Μαζί με τα με τελικό αποτέλεσμα η απώλεια τους εισοδήματος για τους συνταξιούχους να αυξηθεί περαιτέρω από τα 2,8 δισ. ευρώ που θα χάσουν το 2021 σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο να φτάνουν να χάνουν πάνω από 3 δισ. ευρώ το 2022.
Η δεύτερη επώδυνη διόρθωση ήταν αυτή στο εργασιακό όπου μετά από εντολή Τόμσεν επιβεβαιώθηκε με τροπολογία ότι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων της μετενέργειας και της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμιση θα βρίσκονται υπο αναστολή μέχρι και το τέλος του προγράμματος.
Εδώ διορθώνεται μια πονηρία του εφαρμοστικού νόμου της δεύτερης αξιολόγησης με τον οποίο θεσμοθετήθηκε η περικοπή των συντάξεων και η περικοπή του αφορολόγητου.
Στην εισηγητική έκθεση του νόμου αναφέρονταν σαφώς ότι η επαναφορά των τριών ευνοϊκών αλλαγών θα ερχόταν από τις 21 Αυγούστου του 2018 .παρότι το νομοσχέδιο ανάφερε αορίστως την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων μετά την λήξη του προγράμματος. Ωστόσο ο σκληρός του ΔΝΤ το είδε και ζήτησε την αλλαγή όπερ και εγένετο.
Η τρίτη τροπολογία διόρθωση ήταν καθαρό καψώνι και αφορούσε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αν η Ελλάδα δεν πετύχει το 2019 το δημοσιονομικό στόχο του 2019 για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% θα πρέπει η περικοπή του αφορολόγητου να εφαρμοστεί το 2019 και όχι το 2020.
Στο άρθρο 15 υπήρχε μια παράγραφος που ανέφερε: «Προκειμένου να διασφαλιστεί, ως αποτέλεσμα της ως άνω εμπροσθοβαρούς εφαρμογής, η επίτευξη του ανωτέρω δημοσιονομικού στόχου κατά τρόπο ευνοϊκό για την ανάπτυξη, οι ελληνικές αρχές μπορούν να εφαρμόζουν τις αναγκαίες προσαρμογές στο άρθρο 10 (αφορά την περικοπή του αφορολόγητου), σε συμφωνία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.»
Η διατύπωση αυτή φάνηκε ύποπτη και ζήτησαν να αλλάξει . Η νέα διατύπωση που πέρασε με τροπολογία ήταν η εξής : «Προκειμένου να διασφαλιστεί, ως αποτέλεσμα της ως άνω εμπροσθοβαρούς εφαρμογής, η επίτευξη του ανωτέρω δημοσιονομικού στόχου κατά τρόπο ευνοϊκό για την ανάπτυξη, οι ελληνικές αρχές σε συμφωνία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας,μπορούν να εφαρμόζουν τις αναγκαίες προσαρμογές στο άρθρο 10»
Συμπληρωματικές του εφαρμοστικού νόμου ήταν και οι δύο τελευταίες τροπολογίες που αφορούσαν συμπλήρωση των διατάξεων για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και την χρηματοδότηση των κομμάτων.