Η κεντρική ιδέα πίσω από τη μάχη που δίνει ο Τζέιμς Λαβ εδώ και τέσσερις δεκαετίες σε πέντε ηπείρους είναι ότι η μαζική παραγωγή φαρμάκων έχει πολύ μικρό κόστος. Το πραγματικό κόστος βρίσκεται στην έρευνα και στις κλινικές δοκιμές που απαιτούνται για την ανακάλυψη και την παραγωγή του πρώτου από το κάθε φάρμακο. Αν η κοινωνία βρει έναν τρόπο να ανταμείβει τα δημόσια εργαστήρια και τις ιδιωτικές εταιρείες για την έρευνα και την καινοτομία, αφήνοντας εν συνεχεία ελεύθερη τη μαζική παραγωγή από οποιαδήποτε εταιρεία το επιθυμεί, η φαρμακευτική δαπάνη θα μειωθεί δραστικά και το άλμα για τη δημόσια υγεία σε παγκόσμιο επίπεδο θα είναι τεράστιο.
Ο Λαβ υποστηρίζει ότι η «αποσύνδεση» (delinkage) του κόστους της έρευνας από την τελική τιμή του φαρμάκου είναι μια αναπόφευκτη αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου ανάλογη με τη μετάβαση από το «αργό Ιντερνετ με χρονοχρέωση για λίγους» στην πληρωμή «παγίου για ελεύθερη απεριόριστη πρόσβαση με γρήγορες ταχύτητες για όλους». Η ακούραστη καμπάνια του Λαβ κατόρθωσε να ρίξει τις τιμές των φαρμάκων του έιτζ στην Αφρική στο 1 δολάριο την ημέρα, ενώ η σύνταξη μελέτης για την «αποσύνδεση» περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο για την υγεία που εξετάζει το Κογκρέσο των ΗΠΑ. Ο Λαβ, επικεφαλής του ιδρύματος Knowledge Ecology International, ήρθε στην Αθήνα προσκεκλημένος του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας.
– Η μάχη σας με τον καρκίνο ξεκίνησε πολύ πριν αυτός πλήξει την οικογένειά σας.
– Ναι. Τα αντικαρκινικά ήταν τα πρώτα φάρμακα για τα οποία ενδιαφέρθηκα, το 1991. Ασχολήθηκα με όλες τις πρώτες υποχρεωτικές αδειοδοτήσεις στην Ασία και στην Αφρική, έχω επίσης δουλέψει σε υποθέσεις στην Αμερική και στην Ευρώπη. Ο καρκίνος της γυναίκας μου διαγνώστηκε το 2010 και το φάρμακο που τον κρατάει υπό έλεγχο τιμολογείται 100.000 ευρώ τον χρόνο, που τα καλύπτει η ασφάλειά της στην Αμερική. Δεν ξέρω πώς θα μπορέσουν τα συστήματα υγείας να αντιμετωπίσουν τέτοια κόστη, ιδίως ενόψει της γήρανσης του πληθυσμού.
– Τι είναι αυτό που σας παρακίνησε εξαρχής;
– Ξεκινάς όταν βλέπεις ότι υπάρχουν θεμιτοί λόγοι να αμφιβάλλεις για τις τιμές των φαρμάκων. Οχι μόνο των αντικαρκινικών αλλά και αυτών για το έιτζ, τις σπάνιες ασθένειες κ.τ.λ. Οταν ένα φάρμακο είναι πολύ ακριβό, συχνά η απάντηση των Ταμείων είναι να μην το καλύπτουν. Αυτό συμβαίνει με το φάρμακο της γυναίκας μου στο βρετανικό σύστημα υγείας (σ.σ.: ούτε στην Ελλάδα καλύπτεται). Με την υποχρεωτική αδειοδότηση, σπας το μονοπώλιο του κατόχου της πατέντας και επιτρέπεις τον ανταγωνισμό στην παραγωγή. Λίγο αργότερα διερωτήθηκα αν υπάρχει κάποιος τρόπος να αποφευχθεί εξαρχής το μονοπώλιο. Κατανοώ τα προσωρινά μονοπώλια (πατέντες) για άλλα ζητήματα, π.χ. για τον σχεδιασμό καθισμάτων στα αεροσκάφη, όπου υπάρχουν μεγάλες δικαστικές διαμάχες, αλλά στην ιατρική οι καταχρήσεις της πατέντας είναι πολύ μεγαλύτερες και οι συνέπειες της ανισότητας στην πρόσβαση δεν είναι κοινωνικά αποδεκτές.
– Και πώς θα χρηματοδοτείται η έρευνα;
– Πρέπει να δούμε το θέμα στις σωστές διαστάσεις του. Αν αυξήσεις την τιμή ενός φαρμάκου κατά 1.000 δολάρια, δεν πηγαίνουν 1.000 δολάρια στην έρευνα. Πηγαίνουν μόνο 100. Ο τζίρος της διεθνούς αγοράς φαρμάκου είναι 1 τρισ. δολάρια, ενώ οι εταιρείες γράφουν στα βιβλία τους κόστος έρευνας 100 δισ. δολάρια και στην πραγματικότητα ξοδεύουν ακόμη λιγότερα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θα αποφασίσει τον Μάιο αν θα χρηματοδοτήσει μελέτη βιωσιμότητας που θα εξετάζει πώς θα χρηματοδοτηθεί η κατάργηση των πατεντών στα αντικαρκινικά φάρμακα. Επίσης, υπάρχει μεγάλη πρόοδος στις συζητήσεις για τα αντιβιοτικά.
– Γιατί ειδικά για τα αντιβιοτικά;
– Κάθε καινούργιο αντιβιοτικό που ανακαλύπτεται πρέπει να χρησιμοποιείται όσο το δυνατόν λιγότερο για να μη δημιουργηθεί αντίσταση. Αν όμως είσαι η εταιρεία που το παράγει, θέλεις να το διαθέτεις όσο ευρύτερα γίνεται, όχι μόνο στις περιπτώσεις που τα άλλα αποτυγχάνουν. Γι’ αυτό η έννοια της ανταμοιβής της έρευνας ανεξάρτητα από την κυκλοφορία έχει μεγάλη αποδοχή στον τομέα των αντιβιοτικών. Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ενώσεων Φαρμακευτικής Βιομηχανίας έχει υιοθετήσει την ιδέα αυτή σε σχέση με τα αντιβιοτικά. Το ίδιο και διευθυντές εταιρειών, όπως ο CEO της Glaxo, σερ Αντριου Γουίτι. Eίναι πολύ καλός στο θέμα της αποσύνδεσης, λέει ας πειραματιστούμε με την αποσύνδεση στα φάρμακα για σπάνιες ασθένειες ή στα αντιβιοτικά. Ρωτάμε τι λέει για τα αντικαρκινικά και απαντάει, ας μην αρχίσουμε από εκεί.
– Η αλλαγή μοντέλου είναι κάτι μακροπρόθεσμο. Πώς μπορεί να αυξηθεί η διαθεσιμότητα των φαρμάκων στο υπάρχον σύστημα;
– Ο νόμος για τις πατέντες παντού, και στην Ελλάδα, έχει ασφαλιστικές δικλίδες προστασίας απέναντι στην υπερτιμολόγηση. Λέγονται υποχρεωτική αδειοδότηση. Η ηπατίτιδα C μπορεί να εξαλειφθεί στην Ελλάδα, αλλά όχι με τις τρέχουσες τιμές του φαρμάκου (55.000 ευρώ τιμή καταλόγου, 42.000 ευρώ με έκπτωση). Το γενόσημο κοστίζει 200 ευρώ. Στην Ελλάδα έχετε τα υψηλότερα ευρωπαϊκά ποσοστά διάδοσης της ηπατίτιδας C, μαζί με τη Ρουμανία και τμήματα της Ιταλίας. Νομίζω ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει σε υποχρεωτική αδειοδότηση του φαρμάκου της ηπατίτιδας C, καθώς και κάποιων αντικαρκινικών. Αν εκδώσετε έστω και μία υποχρεωτική άδεια για ένα φάρμακο, έχετε αμέσως πολύ μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη για τα άλλα φάρμακα. Εχω υπόψη μου τρεις περιπτώσεις έκδοσης υποχρεωτικής άδειας στη Γερμανία για διαγνωστικά τεστ για το έιτζ και την ηπατίτιδα, καθώς για ένα φάρμακο για την κυστική ίνωση. Τα αμερικανικά δικαστήρια επιτρέπουν τη χρήση πατεντών με αποζημίωση όλη την ώρα, απλώς δεν το ονομάζουν υποχρεωτική άδεια. Αν λοιπόν κάποια ελληνική εταιρεία θέλει να παράξει το φάρμακο για την ηπατίτιδα, μπορεί είτε να ζητήσει υποχρεωτική άδεια με βάση το άρθρο 13 της ελληνικής νομοθεσίας, ή να πείσει την κυβέρνηση να τη ζητήσει εκείνη για λογαριασμό της με βάση το άρθρο 14, κάτι που θα ήταν πολύ πιο εύκολο.
– Τι θα συνέβαινε μετά;
– Η πρώτη υποχρεωτική άδεια που εκδίδει μια χώρα είναι πάντα πιο δραματική, είναι η αγωνία του αγνώστου. Το πολύ να σας ζητήσουν να μην εκδώσετε άλλη. Στην Ελλάδα κανονικά πρέπει να υπάρχει ευελιξία στο θέμα αυτό, γιατί πρόκειται για μέτρο περιστολής δαπανών.
– Τα φθηνότερα φάρμακα δεν ενθαρρύνουν τις παράλληλες εξαγωγές;
– Ναι, είναι ένα παράδειγμα των δυσκολιών στη διαχείριση του τρέχοντος συστήματος υψηλών τιμών που διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Το βασικό ερώτημα είναι: θεωρούμε το μονοπώλιο παρόμοιο με τα υπόλοιπα δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας ή του δίνουμε κάποιο «υπερ-καθεστώς»; Το σπίτι μου είναι μια ιδιοκτησία, αλλά το κράτος μπορεί να το πάρει αν πρόκειται να περάσει από εκεί νέος αυτοκινητόδρομος. Ούτε το δικαίωμα στο σπίτι μου δεν είναι απόλυτο. Οι πατέντες δημιουργήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν την έρευνα και την καινοτομία, φτιάχθηκαν για εξυπηρετήσουν την κοινωνία, όχι για να είμαστε εμείς το κυρίως πιάτο. Ειναι σαν το σύνδρομο της Στοκχόλμης, έχουν όλοι συνηθίσει τόσο πολύ στον πόνο, που τον θεωρούν φυσιολογικό.
Πηγή: Καθημερινή