Έλληνες παραγωγοί μετέφεραν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα στο εξωτερικό και πλέον… εξάγουν την παραγωγή τους στη χώρα καταγωγής τους, επιβαρύνοντας το εμπορικό ισοζύγιο. Έλληνες καταναλωτές απέκτησαν νέες συνήθειες και «πρότυπα», ενώ στράφηκαν μαζικά στα εισαγόμενα για να εκμεταλλευτούν τη χαμηλότερη τιμή πώλησης.
Αν σε αυτούς τους παράγοντες προστεθούν η παντελής έλλειψη παραγωγής αγαθών ζωτικής σημασίας –κυρίως πετρέλαιο και φάρμακα–, η αποβιομηχάνιση και η ανάγκη να εξυπηρετηθούν οι τουρίστες που κάθε καλοκαίρι διπλασιάζουν τον πληθυσμό της χώρας, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί οι εισαγωγές διατηρούνται στο… ύψος τους παρά την κρίση –περίπου 43-44 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση όσες και το 2004–, επιβαρύνοντας το εμπορικό ισοζύγιο με έλλειμμα 18-19 δισ. ευρώ κάθε χρόνο, ακόμη και σήμερα.
Ο κατάλογος με τα προϊόντα που κυριαρχούν στη λίστα με τα εισαγόμενα και τον οποίο παρουσιάζει σήμερα η «Καθημερινή» εμπεριέχει πολλές εγγραφές που εντυπωσιάζουν. Προφανώς δεν αποτελεί έκπληξη ότι στις πρώτες θέσεις κυριαρχούν το πετρέλαιο και τα παράγωγά του (με 10 δισ. ευρώ), τα φάρμακα (με περίπου 1,76 δισ. ευρώ) και τα αυτοκίνητα (με περίπου 900 εκατ. ευρώ), καθώς η Ελλάδα δεν έχει αντίστοιχη παραγωγή. Βεβαίως, το γεγονός ότι πετρέλαιο, φάρμακα και φυσικό αέριο καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στα εισαγόμενα, και μάλιστα με τέτοια διαφορά, αποτελεί σαφή απάντηση στο ερώτημα τι θα γινόταν εξωφρενικά ακριβότερο σε περίπτωση Grexit και υποτίμησης του νέου νομίσματος. Στον κατάλογο με τα «δημοφιλέστερα» εισαγόμενα προϊόντα που συνέταξε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων ξεχωρίζουν:
1. Τα smartphones, τα tablets και τα laptops, η αξία των οποίων έχει εκτοξευτεί στα 492 εκατ. ευρώ από 197,6 εκατ. ευρώ το 2011. Ψηλά στη σχετική λίστα είναι και οι τηλεφωνικές συσκευές με 382 εκατ. ευρώ, όπως και οι τηλεοράσεις και οι αποκωδικοποιητές με 185 εκατ. ευρώ. Περίπου 63 εκατ. ευρώ είναι η αξία των εισαγωγών μόνο για τους… φορτιστές.
2. Το χοιρινό κρέας, με την αξία των εισαγωγών να διαμορφώνεται στα 358,2 εκατ. ευρώ. Πολύ ψηλά στη λίστα βρίσκεται και το βοδινό κρέας, με εισαγωγές 260 εκατ. ευρώ (το βοδινό κρέας χωρίς κόκαλο αναφέρεται σε ξεχωριστό κωδικό και προσθέτει επιπλέον 103 εκατ. ευρώ στις εισαγωγές). Αυτά τα νούμερα αποτελούν και σαφή εξήγηση του γιατί δόθηκε μάχη το 2015, ώστε το μοσχαρίσιο κρέας να μην επιβαρυνθεί με ΦΠΑ 23% (τότε) αλλά να παραμείνει στο 13%. Τα συμφέροντα των εξαγωγικών επιχειρήσεων (κυρίως γαλλικών) είναι πολύ μεγάλα, όπως φαίνεται και από τους αριθμούς.
3. Σημαντική παραγωγή στην Ελλάδα δεν υπάρχει, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές ψημένου καφέ να ανέρχονται στα 103 εκατ. ευρώ, και μάλιστα με αυξητική τάση (το αντίστοιχο νούμερο του 2011 ήταν 64 εκατ. ευρώ). Τα αποστάγματα καφέ προσθέτουν επιπλέον 87 εκατ. ευρώ. Παραγωγή γάλακτος όμως υπάρχει. Παρ’ όλα αυτά, οι εισαγωγές ανέρχονται στα 115 εκατ. ευρώ. Και παραγωγή ζάχαρης γίνεται στην Ελλάδα αλλά οι εισαγωγές (παρά την πτωτική πορεία των τελευταίων ετών) παραμένουν στα 107 εκατ. ευρώ.
4. Παρά τη μεγάλη παραγωγή φρούτων στη χώρα, στα κορυφαία εισαγόμενα προϊόντα συγκαταλέγονται και οι μπανάνες, με αξία εισαγωγών 97 εκατ. ευρώ.
5. Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ελληνικές χαρτοβιομηχανίες αποτυπώνονται πλέον στα στοιχεία των εισαγωγών. Η αξία του εισαγόμενου χαρτιού υγείας ήταν 35 εκατ. ευρώ το 2011 και το 2015 έχει φτάσει στα 87,6 εκατ. ευρώ.
6. Η μεταφορά εταιρειών παραγωγής ενδυμάτων στις γειτονικές βαλκανικές χώρες και ο πόλεμος τιμών που δέχθηκαν όσες ελληνικές εταιρείες απέμειναν σε ελληνικό έδαφος από τα εισαγόμενα προϊόντα είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί κωδικοί ενδυμάτων και υποδημάτων να εμφανίζονται πλέον στις πρώτες θέσεις της σχετικής λίστας. Ενδεικτικοί είναι οι ακόλουθοι κωδικοί: Ανδρικά παντελόνια, 96,17 εκατ. ευρώ. Πλαστικά υποδήματα και παντόφλες: 111 εκατ. ευρώ. Παπούτσια: 153 εκατ. ευρώ. Πλεκτές μπλούζες: 154,5 εκατ. ευρώ. Γυναικείες πλεκτές μπλούζες: 81,9 εκατ. ευρώ. Αθλητικά παπούτσια: 69 εκατ. ευρώ.
Διαρκώς διευρύνεται το έλλειμμα ελληνικής εμπορικής εξωστρέφειας
Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο από το 2004 μέχρι και το 2016 έφτασε στα 376 δισ. ευρώ, καθώς σε αυτό το διάστημα οι εισαγωγές ανήλθαν στα 659 δισ. ευρώ, με τις εξαγωγές να περιορίζονται στα 283 δισ. ευρώ. Οι τρεις αριθμοί αποκαλύπτουν το μέγεθος του προβλήματος που δημιουργήθηκε στην ελληνική οικονομία από την πλήρη στροφή της ζήτησης προς τα εισαγόμενα προϊόντα. Δεν είναι τυχαίο ότι το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο είναι ένας από τους τρεις λόγους –οι άλλοι δύο ήταν το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών– που έφεραν την πολυετή κρίση και τα τρία μνημόνια. Μόνο το 2008 –το τελευταίο έτος πριν ξεκινήσει ο οκταετής υφεσιακός κύκλος– το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο είχε φτάσει στα 44 δισ. ευρώ. Ακόμη και σήμερα, όμως, η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει έλλειμμα 18,6 δισ. ευρώ (με βάση τα στοιχεία του 2016), καθώς, παρά τη μείωση των εισαγωγών, λόγω πτώσης της κατανάλωσης, αυτές διατηρούνται στα επίπεδα των 43-44 δισ. ευρώ ετησίως.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα από τη λίστα με τα εισαγόμενα προϊόντα, η πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Εξαγωγέων Χριστίνα Σακελλαρίδη σημειώνει ότι «η Ελλάδα υπολείπεται κατά 10 μονάδες του ευρωπαϊκού μέσου όρου σε εξωστρέφεια, καθώς μόλις το 30% του ΑΕΠ αντιστοιχεί σε εξωστρεφείς κλάδους στην Ελλάδα, έναντι 40% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση», και συμπληρώνει: «Παράλληλα με τη συζήτηση περί δημοσιονομικών πλεονασμάτων, θα πρέπει να αρχίσει και ένας σχεδιασμός για περιορισμό των εμπορικών ελλειμμάτων». Ο περιορισμός δεν είναι εύκολος, καθώς, όπως επισημαίνει και η κυρία Σακελλαρίδη:
1. Ποσοστό άνω του 50% των εισαγωγών αφορά εισροές προς τη μεταποίηση για την παραγωγή ελληνικών προϊόντων στην Ελλάδα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πρώτες ύλες).
2. Μεγάλο ποσοστό αφορά τη φαρμακευτική δαπάνη ή τις σύγχρονες καταναλωτικές ανάγκες (smartphones, tablets, επώνυμα ρούχα και παπούτσια, διατροφικά πρότυπα).
3. Σημαντικό ποσοστό των εισαγόμενων προϊόντων επανεξάγονται, αφήνοντας στη χώρα υπεραξία γεωγραφικής θέσης και υποδομών μεταφορών.
4. Κάθε χρόνο, η Ελλάδα διπλασιάζει τον πληθυσμό της κατά την τουριστική περίοδο, οφείλοντας να καλύψει ακόμη και πολυπολιτισμικές διατροφικές ανάγκες των επισκεπτών της.
Πηγή:Καθημερινή