Η Ελλάδα έκλεισε με θετικό τρόπο τον φετινό κύκλο αξιολογήσεων, καθώς ο οίκος Fitch αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας στο «BBB» από «BBB-», διατηρώντας τις προοπτικές σταθερές.
Η εξέλιξη αυτή ολοκλήρωσε έναν κύκλο προσδοκιών που είχε δημιουργηθεί από τις αρχές της χρονιάς, όταν ο οίκος είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας αναβάθμισης. Η απόφαση έρχεται μετά τη σταδιακή βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, την ενίσχυση της ανάπτυξης και την αισθητή υποχώρηση του δημόσιου χρέους.
Ο οίκος είχε προετοιμάσει το έδαφος από τον Μάιο, όταν είχε αυξήσει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από «σταθερές» σε «θετικές», διατηρώντας την αξιολόγηση στο «BBB-». Τότε είχε δώσει έμφαση στα δημοσιονομικά πλεονάσματα και στη σημαντική μείωση του χρέους, στοιχεία που ενίσχυαν την εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία. Οι προσδοκίες εντάθηκαν τον προηγούμενο μήνα, όταν σε νέα ανάλυσή της, η Fitch σημείωσε ότι βλέπει δημοσιονομικά πλεονάσματα, ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2% έως το 2027 και υποχώρηση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ έως το τέλος της δεκαετίας, κάνοντας ξεκάθαρο ότι η «ώριμη» αναβάθμιση ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Η νέα αξιολόγηση της Fitch επιβεβαίωσε αυτή τη δυναμική. Ο οίκος αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε «BBB» από «BBB-» και διατήρησε τις προοπτικές σταθερές, αναγνωρίζοντας την πρόοδο στη δημοσιονομική διαχείριση, τη σταθερότητα στην ανάπτυξη και τη βελτίωση του τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με τη Fitch, η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη μείωση χρέους μεταξύ των χωρών με επενδυτική βαθμίδα, καθώς το χρέος μειώθηκε πάνω από 60 ποσοστιαίες μονάδες από το 2020. Το χρέος υποχώρησε στο 145% του ΑΕΠ το 2025 και αναμένεται να πέσει στο 120% έως το 2030, με εξαιρετικά ευνοϊκό προφίλ εξυπηρέτησης: μέση διάρκεια 19 έτη, επιτόκιο 1,5% και ταμειακό απόθεμα κοντά στο 18% του ΑΕΠ. Αυτά τα στοιχεία περιορίζουν τους κινδύνους και ενισχύουν την αντοχή της οικονομίας σε εξωτερικές αναταράξεις.
Η δημοσιονομική επίδοση της χώρας παραμένει ιδιαίτερα ισχυρή. Η Ελλάδα καταγράφει πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ και πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης περίπου 1%, επιδόσεις που υπερβαίνουν τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση «BBB». Η Fitch θεωρεί ότι η αύξηση των εσόδων, η αποτελεσματική φορολογική διοίκηση και η πειθαρχία στις δαπάνες στηρίζουν αυτό το αποτέλεσμα, ενώ εκτιμά πως οι στοχευμένες φοροελαφρύνσεις του 2026 δεν διαταράσσουν τη δημοσιονομική ισορροπία. Η οικονομία παραμένει σταθερή με ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 2%, υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, χάρη στην αυξημένη εγχώρια ζήτηση, τις επενδύσεις, την άνοδο της απασχόλησης και τη βελτίωση των ισολογισμών των νοικοκυριών. Παράλληλα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εμφανίζει σταθεροποιημένη εικόνα, με θετική κερδοφορία και εξυγιασμένους ισολογισμούς ως προς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Παρότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό, περίπου στο 6% του ΑΕΠ, η Fitch δεν το θεωρεί άμεσο κίνδυνο λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ευρωζώνη και της σταθερότητας των εξωτερικών κεφαλαιακών ροών.
Στο πλαίσιο της αναβάθμισης, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Η σημερινή αναβάθμιση της Fitch επιβεβαιώνει κάτι που είναι πλέον ορατό σε όλους: Η Ελλάδα αλλάζει επίπεδο. Την ώρα που προχωρούμε στη μεγαλύτερη μείωση φόρων της Μεταπολίτευσης, δίνοντας πραγματική ανάσα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ένας κορυφαίος διεθνής οίκος αξιολόγησης αναγνωρίζει τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Αυτό αποδεικνύει ότι μπορούμε να μειώνουμε φόρους, να στηρίζουμε την κοινωνία και ταυτόχρονα να ενισχύουμε την οικονομική αξιοπιστία της Ελλάδας.
Η αναβάθμιση της Fitch αφορά κάθε πολίτη, γιατί σημαίνει χαμηλότερο κόστος για το κράτος, περισσότερη ρευστότητα για τις επιχειρήσεις, ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και μεγαλύτερη σιγουριά για τις επενδύσεις που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Ενισχύεται η εμπιστοσύνη των θεσμικών επενδυτών και διευρύνεται η δεξαμενή κεφαλαίων που μπορούν να τοποθετηθούν σε ελληνικά ομόλογα και assets, κάτι που βελτιώνει συνολικά τους όρους χρηματοδότησης της οικονομίας μας.
Η σημερινή απόφαση επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα χτίζει μια νέα θέση στο επενδυτικό και οικονομικό περιβάλλον της Ευρώπης. Συνεχίζουμε την προσπάθεια για μια Ελλάδα πιο δυνατή, πιο σύγχρονη και πιο δίκαιη για όλους».