Όταν σε μια χώρα οι κάτοικοι μειώνουν την κατανάλωση μέχρι και στα βασικά είδη διατροφής, για λόγους ακρίβειας, κάτι δεν πάει καλά
Μια φράση του Γεωργίου Παπανδρέου, που χρησιμοποιώ συχνά, είναι αυτή που λέει ότι «ευημερούν οι αριθμοί, οι άνθρωποι δυστυχούν». Το κάνω για να υπογραμμίσω ότι παρά την εικόνα ανάπτυξης, όπως αυτή καταγράφεται στους επίσημους δείκτες, η κοινωνική πραγματικότητα παραμένει δύσκολη.
Μόνο που κάποιες στιγμές δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που δυστυχούν αλλά και οι αριθμοί. Ή για να το πω διαφορετικά, κάποιες στιγμές τα κοινωνικά προβλήματα είναι – κυριολεκτικά – μετρήσιμα.
Η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών για το 2023 που ανακοίνωσε στις 27 Σεπτεμβρίου η ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει ότι ανάμεσα στο 2022 και το 2023 υπήρξε μείωση της κατανάλωσης (ως προς την ποσότητα των σχετικών αγαθών) σε όλα τα βασικά είδη διατροφής: ελαιόλαδο (-13,6%), οινοπνευματώδη ποτά (-12,7%), Ψάρια (-11,8%), ρύζι (-10,7%), τυρί (-6,1%), κρέας (-6,11%), αυγά (-5,2%), ψωμί και είδη αρτοποιίας (-4,3%), φρούτα (-4,3%).
Οι μειώσεις αυτές στην κατανάλωση ως προς την ποσότητα ακολουθούν τις περίπου αντίστοιχες αυξήσεις στις τιμές στο ίδιο διάστημα, πράγμα που πολύ απλά δείχνει ότι το διαθέσιμο εισόδημα δεν αυξήθηκε σε ανάλογο βαθμό και οι άνθρωποι επέλεξαν να αγοράζουν λιγότερα.
Και όλα αυτά όταν τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά το 33,8% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ τα μη φτωχά το 19,6%. Πράγμα που σημαίνει ότι η αύξηση του κόστους διατροφής κατεξοχήν πλήττει τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας.
Αυτό φαίνεται και από το ότι το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,8%.
Την ίδια στιγμή η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2023 εμφανίζεται μειωμένη κατά 20,5% σε σύγκριση με το 2008. Πράγμα που σημαίνει ότι η τεράστια απώλεια εισοδήματος που ήρθε με την κρίση, εξακολουθεί ακόμη να έχει επιπτώσεις. Από αυτή την άποψη κάθε άλλο παρά έχουμε επιστρέψει στην «κανονικότητα».
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν, με αριθμούς αυτή τη φορά, αυτό που αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά. Η ελληνική κοινωνία είναι αντιμέτωπη με μια κρίση κόστους ζωής. Αυτή δεν εκδηλώνεται με τον εκρηκτικό τρόπο της περιόδου της κρίσης και των μνημονίων όταν το «δεν πληρώνω» γινόταν η μόνη διέξοδος, αλλά κυρίως με την υποχρέωση των νοικοκυριών να προσαρμόζονται στο αυξημένο κόστος ζωής. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα νοικοκυριά δεν αισθάνονται πιεσμένα, τόσο όσο να ψωνίζουν μικρότερες ποσότητες στο σουπερμάρκετ.
Και όλα αυτά σε μια κοινωνία που ουσιαστικά μόλις στη δεκαετία του 1980 αισθάνθηκε ότι κανείς μπορεί να πάει και να ψωνίσει τρόφιμα, χωρίς να μετράει τις ποσότητες. Και τώρα ξαναμετράει – μεταφορικά και κυριολεκτικά – τις μπουκιές της.
Αυτό δείχνει ότι την ώρα που αυξάνονται οι ονομαστικοί μισθοί και εμφανίζεται μια έστω και υποτονική «οικονομική ανάπτυξη» για τα περισσότερα νοικοκυριά τα πράγματα είναι όλο και πιο πιεστικά. Ναι, μπαίνουν περισσότερα λεφτά, αλλά και φεύγουν περισσότερα λεφτά. Ναι, ανοίγουν θέσεις εργασίας και μειώνεται η ανεργία, αλλά απέχουν από το να είναι «καλοπληρωμένες». Ναι, οι άνθρωποι δεν έχουν την αίσθηση ότι «χάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια τους» που είχαν το 2011, όμως αντιμετωπίζουν το μέλλον με άγχος και όχι με αισιοδοξία.
Και αυτό σημαίνει ότι η απλή επίκληση της ανάπτυξης, ή τον επενδύσεων (που ενίοτε δεν είναι υψηλής προστιθέμενης αξίας), ή της βελτίωσης κάποιων δεικτών, χωρίς τοποθέτηση πάνω στο κοινωνικό (και όχι απλώς παραγωγικό) μοντέλο που θέλουμε, δεν μπορεί να δώσει διέξοδο.
Χωρίς μια συζήτηση για την αναδιανομή εισοδήματος σήμερα και την πραγματική αναβάθμιση της οικονομικής και κοινωνικής θέσης των λαϊκών στρωμάτων και της μεσαίας τάξης και οι αριθμοί θα συνεχίσουν να δυστυχούν (ακόμη και όταν από μία άποψη «ευημερούν») και οι άνθρωποι να αγανακτούν.