Υπάρχουν ενδείξεις συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης σχεδόν στα δύο τρίτα των κρατών μελών της ΕΕ, ενώ η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε στη μισή Ευρώπη
Στην ΕΕ η ανισότητα αυξάνεται και η μεσαία τάξη συρρικνώνεται, σύμφωνα με μεγάλη έρευνα που διεξήγαγε το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας, αναλύοντας στοιχεία σε βάθος 15 ετών.
Η έρευνα παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα των εισοδηματικών ανισοτήτων εντός και μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ από το 2006 έως το 2021, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα αλληλένδετων δεικτών, που αποτυπώνουν την εισοδηματική ανισότητα, τη μεσαία τάξη, τον βαθμό εισοδηματικής πόλωσης και τον ρόλο των δημόσιων πολιτικών σε αυτές τις τάσεις.
Παράλληλα, εξετάζει την επίδραση της πανδημίας COVID-19 στην εισοδηματική ανισότητα και παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο των πρώτων σταδίων της κρίσης στο κόστος ζωής, χρησιμοποιώντας στοιχεία του 2022 σχετικά με τις υλικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά λόγω και της ακρίβειας.
Η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε στα μισά κράτη μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας
Υπάρχουν σημαντικές εισοδηματικές διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Στο διάγραμμα 6 παρουσιάζεται το ετήσιο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών που ανέφεραν οι συμμετέχοντες στην έρευνα σε όλες τις χώρες της ΕΕ το 2021. Αποκαλύπτει έντονες διαφορές, με το μέσο εισόδημα να κυμαίνεται από άνω των 50.000 ευρώ στο Λουξεμβούργο έως μόλις άνω των 6.000 ευρώ στη Ρουμανία.
Στην κατηγορία των κρατών με χαμηλό εισόδημα ανήκει και η Ελλάδα (με μέσο εισόδημα λίγο πάνω από 10.000 ευρώ), την οποία ακολουθούν μόνο οι: Πολωνία, Κροατία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και Ρουμανία.
Θα μπορούσε η σύγκλιση μεταξύ των χωρών της ΕΕ να ήταν ακόμη μεγαλύτερη, εάν η μικρή ομάδα χωρών που χαρακτηρίζονταν από μεσαία επίπεδα εισοδήματος το 2006 είχε καταφέρει να συγκλίνει σημαντικά προς υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος, όπως έκαναν οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Μεταξύ αυτών των χωρών, οι οποίες μπορούν γενικά να χαρακτηριστούν ως μεσογειακές, η μόνη που κατάφερε να μειώσει σημαντικά το χάσμα με τις χώρες που χαρακτηρίζονται από υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος (και επομένως να συγκλίνει) είναι η Μάλτα.
Η Ισπανία και η Σλοβενία δεν κατάφεραν να συγκλίνουν σημαντικά, επειδή η αύξηση του εισοδήματός τους ήταν μάλλον μέτρια, ενώ τα επίπεδα πραγματικού εισοδήματος μειώθηκαν ακόμη και στην Πορτογαλία, αλλά κυρίως στην Ελλάδα.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί, η Ελλάδα – με τον κωδικό EL – κατατάσσεται στα κράτη μέλη με χαμηλό εισόδημα, λίγο παραπάνω από 12.000 ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, το θετικό είναι πως η όποια διόρθωση των εισοδηματικών επιπέδων ήταν γενικά ισχυρότερη μεταξύ πολλών χωρών μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος.
Ήταν πολύ σημαντική σε επτά μεσογειακές χώρες – Ελλάδα και Ισπανία και, σε μικρότερο βαθμό, Ιταλία και Πορτογαλία – γεγονός που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί οι χώρες αυτές γενικά δεν κατάφεραν να συγκλίνουν προς υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος κατά την περίοδο αυτή.
«Αγάπη μου, συρρίκνωσα τη… μεσαία τάξη»
Στα περισσότερα κράτη μέλη, η μεσαία τάξη έχει συρρικνωθεί. Το διάγραμμα που ακολουθεί συγκρίνει το μέγεθος της μεσαίας τάξης το 2006 σε όλες τις χώρες και τις μεταβολές του κατά την περίοδο 2006-2021.
Για παράδειγμα, η μεσαία τάξη διευρύνθηκε σημαντικά στη Ρουμανία (κατά σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες), αντίθετα, συρρικνώθηκε σημαντικά στη Σουηδία (κατά σχεδόν 7 ποσοστιαίες μονάδες μονάδες), ενώ στην Ελλάδα παρέμεινε σχεδόν σταθερή.
Ευρήματα που προκαλούν ανησυχία
Η εισοδηματική ανισότητα σε ολόκληρη την ΕΕ μειώθηκε σημαντικά μεταξύ 2006 και 2021. Αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην έντονη σύγκλιση των εισοδημάτων μεταξύ των κρατών μελών, ενώ η μέση εισοδηματική ανισότητα παρέμεινε σε γενικές γραμμές παρόμοια.
Η σύγκλιση αυτή εξηγείται από την αξιοσημείωτη αύξηση του εισοδήματος στα κράτη μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ με τη διεύρυνση του 2004 και την υποτονική πρόοδο (ή ακόμη και τη μείωση) σε πολλά από τα κράτη μέλη πριν από το 2004. Σε αντίθεση με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τα επίπεδα εισοδήματος στις μεσογειακές χώρες δεν κατάφεραν γενικά να συγκλίνουν με τα κράτη μέλη με υψηλότερο εισόδημα.
Η σταθερότητα της μέσης εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ των χωρών κρύβει αποκλίνουσες τάσεις. Η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε στα μισά περίπου κράτη μέλη, ιδίως σε αρκετές σκανδιναβικές και ηπειρωτικές χώρες, ενώ μειώθηκε σε λίγο πάνω από τα μισά, κυρίως σε αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου (μεταξύ των οποίων η Ρουμανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Πολωνία και η Κροατία, οι οποίες εμφάνιζαν πολύ πιο μεγάλες ανισότητες αρχικά).
Μισθολογικές ανισότητες και μεσαία τάξη
Ένας από τους παράγοντες που οδηγούν στην εισοδηματική ανισότητα είναι η διεύρυνση των μισθολογικών ανισοτήτων (η οποία έχει σημειωθεί περίπου στα μισά κράτη μέλη), ενώ ένας άλλος είναι ο αποδυναμωμένος αναδιανεμητικός ρόλος της οικογένειας στις περισσότερες χώρες.
Το κράτος πρόνοιας διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην άμβλυνση των επιπτώσεων της εισοδηματικής ανισότητας στην αγορά, μειώνοντάς την κατά μέσο όρο κατά 42% περίπου στα κράτη μέλη, αφού ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές παροχές και οι φόροι.
Μια μεγάλη μεσαία τάξη είναι χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών χωρών και αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του πληθυσμού σε όλα τα κράτη μέλη, κάτι που αντανακλά σε κοινωνίες χωρίς αποκλεισμούς. Το μέγεθος της μεσαίας τάξης μειώθηκε σχεδόν στα δύο τρίτα των κρατών μελών, ωστόσο, η ανάλυση δεν δείχνει μια γενικευμένη σημαντική συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Να σημειωθεί ότι έχει γίνει όλο και πιο δύσκολο για τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, τους νέους και τους άνεργους να εισέλθουν στη μεσαία τάξη.
Το ποσοστό των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας (60% του διάμεσου εισοδήματος) αυξήθηκε στα δύο τρίτα των κρατών μελών μεταξύ 2006 και 2021, γεγονός που συνάδει με τη μείωση του μεγέθους της μεσαίας τάξης, αντανακλώντας μια μετακίνηση από τη μεσαία τάξη προς την τάξη των χαμηλών εισοδημάτων σε πολλές χώρες.
Η καλύτερη ένδειξη του πρώιμου αντίκτυπου της κρίσης του κόστους ζωής το 2022 είναι το υψηλότερο ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να διατηρήσουν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά, δεδομένου ότι τα επίπεδα των τιμών της ενέργειας αυξήθηκαν πολύ πάνω από τον μέσο πληθωρισμό το 2022. Τα πιο επισφαλή νοικοκυριά επλήγησαν περισσότερο, ιδίως τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, οι νέοι, οι γυναίκες και όσοι ζουν σε νοικοκυριά με έναν ενήλικα (ιδίως με παιδιά).
Το ισχυρό κράτος πρόνοιας θα μειώσει την ανισότητα
Ένα από τα κύρια εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για τη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας είναι ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας. Ως εκ τούτου, η πολιτική για την αντιμετώπιση της εισοδηματικής ανισότητας πρέπει να επικεντρωθεί στην ενίσχυση του αναδιανεμητικού ρόλου των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, ιδίως στα κράτη μέλη όπου η αποδυνάμωση του ρόλου αυτού συνέβαλε στην αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, υπογραμμίζεται στην έρευνα.
Ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Στην περίπτωση της πανδημίας COVID-19, η μαζική αύξηση των κονδυλίων που διατέθηκαν για κοινωνικές παροχές το 2020 και το 2021, κυρίως μέσω επιδομάτων ανεργίας για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων διατήρησης θέσεων εργασίας, απέτρεψε έναν πιο αρνητικό αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας.
Παράλληλα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να έχουν επίγνωση της ανάγκης προσέγγισης των πλέον μειονεκτουσών ομάδων κατά τον σχεδιασμό πολιτικών κοινωνικών παροχών, δεδομένου ότι πολλοί από τους εργαζόμενους με το χαμηλότερο εισόδημα δεν έχουν πρόσβαση στις παροχές που χρειάζονται.
Φορολογία στον πλούτο
Επιπλέον, οι περισσότερες χώρες πρέπει να επανασχεδιάσουν τα συστήματα παροχών, ώστε να γίνουν πιο προοδευτικά. Η αναδιανομή του εισοδήματος σε μεγαλύτερη κλίμακα θα βελτίωνε την ικανότητα του κράτους πρόνοιας να αμβλύνει τις εισοδηματικές ανισότητες της αγοράς. Οι φόροι επί του πλούτου, οι οποίοι είναι αμελητέοι στις περισσότερες χώρες, θα παρείχαν περισσότερα μέσα για μια τέτοια αναδιανομή.
Η κατάσταση των ατόμων που βρίσκονται χαμηλά στην κατανομή του εισοδήματος τα τελευταία χρόνια θα πρέπει να προβληματίσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην ΕΕ και ξεχωριστά στα κράτη μέλη της.
Εκτός από την αύξηση του ποσοστού των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας το 2021 στα μισά κράτη μέλη, τα στοιχεία για το 2022 που δεν αφορούν στο εισόδημα και καλύπτουν τα πρώτα στάδια της κρίσης κόστους ζωής αντικατοπτρίζουν τις αυξανόμενες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά. Οι δυσκολίες αυτές θα μπορούσαν να αμβλυνθούν με στοχευμένες πολιτικές, που θα αντιμετώπιζαν τον άνισο αντίκτυπο της ραγδαίας αύξησης των τιμών στα νοικοκυριά – ένα πρόβλημα που στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα έντονο εδώ και καιρό.