Η Ευρώπη φιλοξενεί μερικές από τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι ένας τρόπος για να συγκριθούν οι χώρες της περιοχής.
Γ.Αθανασίου
Με βάση δεδομένα από το ΔΝΤ, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία και η Ελβετία κατέχουν τις υψηλότερες θέσεις με επίπεδα ΑΕΠ άνω των 100.000 δολαρίων.
Τα δεδομένα για αυτή την απεικόνιση και το άρθρο προέρχονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) μέσω του εργαλείου DataMapper, τα οποία επικαιροποιήθηκαν τον Απρίλιο του 2024.
Τρεις σκανδιναβικές χώρες (Νορβηγία, Ισλανδία, Δανία) κατέχουν επίσης υψηλές θέσεις, μεταξύ 70.000-90.000 δολαρίων.
Οι Σουηδία και η Φινλανδία βρίσκονται λίγο έξω από την πρώτη δεκάδα με κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ 55.000-60.000 δολαρίων. Αντίθετα, οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, κατατάσσονται πιο κοντά στο ενδιάμεσο της πρώτης 20άδας, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ γύρω στα 50.000 δολάρια.
Στην λίστα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 28η θέση με $24.000, ενώ η Ουκρανία κατέχει την τελευταία θέση, αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες μετά την εισβολή της Ρωσίας το 2022. Παρά τις προκλήσεις αυτές, η οικονομική ανάπτυξη της Ουκρανίας έχει κάπως σταθεροποιηθεί, αλλά οι πολεμικές συγκρούσεις συνεχίζονται.
Η Ουκρανία βρίσκεται σε μία οικονομική κατάσταση παρόμοια με άλλες χώρες όπως ο Ιράν, ο Ελ Σαλβαδόρ και η Γουατεμάλα, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να κυμαίνεται γύρω στα 5.000-6.000 δολάρια. Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ, η οικονομία της Ουκρανίας έχει ιστορικά υπολείπει των προσδοκιών.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η οικονομία της χώρας συρρικνώθηκε για πέντε συνεχόμενα έτη, ενώ η μετάβασή της σε μια δυτική, απελευθερωμένη οικονομική δομή επικεντρώθηκε από προβλήματα όπως η διαφθορά και η περιορισμένη φορολογική βάση.
Η πολιτική μετάβαση από αυταρχικό καθεστώς σε αστική δημοκρατία αποδείχθηκε δύσκολη, κυρίως λόγω της δυσκολίας στην οικοδόμηση θεσμών.
Η εισβολή της Ρωσίας στη χώρα το 2022 προκάλεσε σημαντική οικονομική ύφεση, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά 30% σε ένα έτος, ενώ η μεγάλης κλίμακας μετανάστευση επίσης επηρέασε την οικονομία, με έξι εκατομμύρια πρόσφυγες να εγκαθίστανται σε άλλες χώρες.