Αλέξανδρος Κασιμάτης
Η διαδικασία αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τράπεζες εξελίσσεται κατά τον καλύτερο τρόπο. Σε μια περίοδο μεγάλης ρευστότητας, με σημαντικές γεωπολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες, η Ελλάδα και η οικονομία της καταφέρνουν να προσελκύουν μεγάλους θεσμικούς οργανισμούς όπως η Unicredit στην περίπτωση της Alpha Bank και διεθνή επενδυτικά κεφάλαια όπως στην περίπτωση της Εθνικής τράπεζας.
Η ελληνική οικονομία δείχνει να είναι εξαίρεση στον προβληματισμό που κυριαρχεί στις μεγάλες οικονομίες, κάτι που αναγνωρίζει και το δύσκολο ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση, αποδίδοντας εύσημα στη χώρα μας. Το Ταμείο που προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,5% για το 2023 και 2% για το 2024 αναφέρει ότι οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, με το ΑΕΠ να αυξάνεται και το χρέος να έχει μειωθεί ως αναλογία του ΑΕΠ κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα. Θετικά είναι τα σχόλια για τις επενδύσεις, αλλά και για το ποσοστό ανεργίας, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι η οικονομία αντιμετωπίζει μακροοικονομικές προκλήσεις λόγω της σημαντικής αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, του επίμονου δομικού πληθωρισμού και της αύξησης των τιμών των ακινήτων. Οι συντάκτες της έκθεσης στέκονται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες αναφέρουν πως ήδη λειτούργησαν θετικά στην αγορά και σημειώνουν ότι το τραπεζικό σύστημα παρέμεινε ανθεκτικό και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι κάτω του 5%.
Η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις τράπεζες απαλείφει ένα κατάλοιπο της 10ετούς κρίσης και είναι απαραίτητη και για να υπάρξουν περαιτέρω αποφάσεις για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Μπορεί οι περισσότεροι να θεωρούν πως η αποχώρηση του Δημοσίου από τις τράπεζες δεν τους αφορά, αλλά αποτελεί εξέλιξη που επιδρά ευεργετικά για το τραπεζικό σύστημα και κατ΄ επέκταση για τις συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας. Οι τράπεζες ήδη λειτουργούν σε ένα υπερβολικά ρυθμισμένο εποπτικό περιβάλλον και η παρουσία του Κράτους καθιστά ακόμη πιο περίπλοκη τη λειτουργία τους. Με την κατοχύρωση της επενδυτικής βαθμίδας και τη βελτίωση των μεγεθών τους, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να απευθύνονται σε ισότιμη βάση στις αγορές για την άντληση κεφαλαίων τα οποία διοχετεύουν στην οικονομία, βελτιώνοντας τις συνθήκες ρευστότητας αλλά και τη δυνατότητα υποδοχής ξένων επενδύσεων.