Η αγοραστική δύναμη μειώνεται αλλά ο πλούτος των Ελλήνων αυξάνεται

Το αυξημένο κόστος ζωής μείωσε τη δυνατότητα του μέσου νοικοκυριού να αγοράζει περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες παρά τις όποιες αυξήσεις μισθών το 2022. Αν η ίδια τάση θα συνεχισθεί φέτος ή θα αντιστραφεί, αποτελεί ακόμη ερώτημα.

Φυσικά, δεν μπορούμε να βάλουμε όλο τον κόσμο στο ίδιο καλούπι. Κάποιοι, π.χ. όσοι έλαβαν μισθολογικές αυξήσεις πάνω από τον μέσο πληθωρισμό, είδαν την αγοραστική τους δύναμη να αυξάνεται πέρυσι. Όμως, αυτό δεν ισχύει για τους περισσότερους.

Από τα αναθεωρημένα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών προκύπτει ότι ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανά εργαζόμενο -αμοιβές κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων σε είδος- στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 3,8% πέρυσι σε σχέση με το 2021, ανερχόμενος σε 16 χιλ. ευρώ.

Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, υπολειπόταν κατά 24% περίπου του ιστορικού υψηλού των 21 χιλ. ευρώ που είχε καταγραφεί το 2009. Επίσης, υπολειπόταν κατά πολύ περισσότερο του μέσου μισθού στην ευρωζώνη των 20 που ανερχόταν σε 35,2 χιλ. ευρώ, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει την τελευταία θέση.

Αν όμως ο μέσος ονομαστικός μισθός στην Ελλάδα προσαρμοσθεί με βάση τον εναρμονισμένο πληθωρισμό της ΕΛΣΤΑΤ, τότε τα πράγματα αντιστρέφονται. Ο μέσος πραγματικός μισθός παρουσιάζει μείωση κατά 5,1% το 2022, έχοντας αυξηθεί το 2021. Από την άλλη πλευρά, εμφανίζει αύξηση κατά 1,4% το πρώτο εξάμηνο του 2023 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα το 2022, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση.

Αν όμως η αγοραστική δύναμη των μισθωτών στην Ελλάδα υπέφερε πέρυσι, δεν συνέβη το ίδιο με τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά τους στοιχεία, που αυξήθηκαν σύμφωνα με το Global Wealth Report της Allianz. Τα ακαθάριστα χρηματοοικονομικά στοιχεία αυξήθηκαν κατά 1,7% περίπου το 2022, έναντι μείωσης 4,6% περίπου στην ευρωζώνη κατά μέσο όρο.

Συγκεκριμένα, η αξία των ακαθάριστων χρηματοοικονομικών στοιχείων ανήλθαν σε 305 δισ. ευρώ από 300 δισ. το 2021. Εν τω μεταξύ συνεχίσθηκε η μείωση των υποχρεώσεων των Ελλήνων, η οποία ξεκίνησε το 2010, όταν είχαν φθάσει στο ζενίθ με 155 δισ. ευρώ. Οι υποχρεώσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν σε 104 δισ. ευρώ πέρυσι από 111 δισ. το 2021.

Ο συνδυασμός της αύξησης των ακαθάριστων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και της μείωσης των υποχρεώσεων συνέβαλε στην αύξηση των καθαρών χρηματοοικονομικών στοιχείων των νοικοκυριών σε 201 δισ. ευρώ το 2022. Η καλύτερη επίδοση ήταν 215 δισ. ευρώ το 2007.

Τα κατά κεφαλήν καθαρά χρηματοοικονομικά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκαν σε 19.280 ευρώ πέρυσι, σκαρφαλώνοντας στην 29η θέση της παγκόσμιας κατάταξης της Allianz. Μάλιστα, σχεδόν ακούμπησαν το ρεκόρ των 19.380 ευρώ του 2007.

Στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά  στοιχεία συμπεριλαμβάνονται τα μετρητά, οι καταθέσεις, οι μετοχές, τα χρεόγραφα, τα ασφαλιστικά προϊόντα και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Οι καταθέσεις αντιπροσωπεύουν το 60% περίπου του συνόλου στην Ελλάδα και εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη.

Όμως, τα νούμερα της Allianz για τον πλούτο δεν συμπεριλαμβάνουν τα ακίνητα. Τα τελευταία αποτελούν, ως γνωστόν, το βασικότερο περιουσιακό στοιχείο των ελληνικών νοικοκυριών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκθεση για τον παγκόσμιο πλούτο της UBS (UBS Wealth Report) τοποθετεί την Ελλάδα στην 25η θέση της κατάταξης. Ο μέσος πλούτος ανά ενήλικα στην Ελλάδα ήταν στις 106 χιλ. δολάρια πέρυσι, μια θέση πιο κάτω από την Πορτογαλία, που έχει να επιδείξει 159 χιλ. δολάρια. Στην πρώτη θέση της UBS φιγουράρει η Ελβετία με 685 χιλ. ευρώ ανά ενήλικα. Η χώρα της οποίας το 15% του πληθυσμού είναι εκατομμυριούχοι.

Κλείνοντας, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το  μεν μέσο ελληνικό νοικοκυριό πιέζεται από την ακρίβεια, όμως ο πλούτος του μέσου Ελληνα ενήλικα αυγατίζει.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.