Γιατί το υπουργείο Οικονομικών βλέπει δύσκολο χειμώνα

Η υλοποίηση του δυσμενούς σεναρίου για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το φθινόπωρο, με την Ρωσία να έχει σχεδόν διακόψει την παροχή του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη από τα μέσα του καλοκαιριού, συμπλήρωσε για υπουργείο Οικονομικών το “κενό” που έλειπε για να φτιάξει το μακροοικονομικό σενάριο μέχρι και το τέλος του 2023.

Από τις επιπτώσεις που αφορούν την Ελλάδα, εκτός από τη γενική πανευρωπαϊκή οδηγία για μείωση της κατανάλωσης του φυσικού αερίου κατά 15%, η πιο βασική είναι η τιμή του φυσικού αερίου. Στο ΥΠΟΙΚ έχουν πλέον πειστεί ότι θα είναι δύσκολο να επιστρέψει στα 100 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα που βρισκόταν μόλις δύο μήνες πριν, από τα 203-209 που έχει φτάσει σήμερα. Οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου διατηρούν ψηλά και την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, που απασχολεί περισσότερο το ΥΠΟΙΚ αλλά και την κυβέρνηση. Τούτο με δεδομένο ότι πλέον είναι βέβαιο πως θα χρειαστούν περισσότερα από 2 δισ. ευρώ που είχε υπολογιστεί για να συνεχίσει να απορροφάται σε ποσοστό έως και 90% η ρήτρα αναπροσαρμογής, μέχρι και το τέλος του χρόνου.

Τα χρήματα για να ενισχυθεί η προσπάθεια ανάσχεσης των ανατιμήσεων στο ρεύμα θα έρθουν από δύο πλευρές: Η πρώτη είναι η καλή πορεία των εσόδων και του τουρισμού. Η δεύτερη είναι η επανεκκίνηση των λιγνιτικών μονάδων. Η λειτουργία των μονάδων αυτών θα αυξήσει τα έσοδα του ταμείου που συγκεντρώνονται τα έσοδα από τις δημοπρασίες των δικαιωμάτων ρύπων, το οποίο συνδράμει στις επιδοτήσεις ρεύματος από τον περασμένο Νοέμβριο.

Η αύξηση των επιτοκίων

Το δεύτερο πρόβλημα που αφορά άμεσα την Ελλάδα είναι η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα είναι ταχύτερη από ό,τι αναμενόταν. Λόγω της συγκυρίας και του ράλι που κάνει ο ευρωπληθωρισμός, ο οποίος έφτασε το 9,6% τον Ιούνιο, η ΕΚΤ αναγκάστηκε στην πρώτη κίνηση που κάνει για να συγκρατήσει το επίπεδο των τιμών, να αυξήσει τα επιτόκιά της κατά 0,50% αντί 0,25% όπως αναμένονταν.

Όλοι περιμένουν και τη δεύτερη αύξηση επιτοκίων τον Σεπτέμβριο για να επιβεβαιώσουν αν η ΕΚΤ θα ακολουθήσει την πρακτική της FED, έστω και με καθυστέρηση. Αν δηλαδή θα έχουμε ταχύτερη αύξηση των βασικών παρεμβατικών της επιτοκίων του Ευρώ για τη συγκράτηση του πληθωρισμού.

Το ΥΠΟΙΚ ανησυχεί όχι τόσο για την επίπτωση που θα έχει η αύξηση του κόστους χρήματος στον δημόσιο δανεισμό, όσο για τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα. Η αύξηση του κόστους χρήματος θα καθυστερήσει, αν δεν ακυρώσει, κάποιες επενδύσεις. Η λύση που θα δοθεί, θα έρθει μέσα από τα χαμηλότοκα δάνεια ύψους 12,7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, για ιδιωτικές επενδύσεις, από επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικό προφίλ. Για τις μικρότερες επιχειρήσεις, το έλλειμμα χρηματοδότησης αναμένεται να καλυφθεί από ένταση στην αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ 2021-2027.

Η απειλή ύφεσης στην Ευρωζώνη

Ίσως το πιο σημαντικό και δύσκολο στην αντιμετώπισή του πρόβλημα, είναι η σημαντική επιβράδυνση των μεγάλων οικονομιών της Ευρωζώνης, που θα δημιουργήσει μια δίνη η οποία απειλεί να παρασύρει και τις μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα. Σε συνδυασμό και με τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό, το φαινόμενο απειλεί να εξανεμίσει το κέρδος από την μείωση φόρων που έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια και τις αυξήσεις ύψους 9% που δόθηκαν στον βασικό μισθό από την αρχή του χρόνου.

Οι λύσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι του ΥΠΟΙΚ είναι: Άμεσα, μια νέα, πιο γενναία στήριξη για τους οικονομικά ευάλωτους, η καταβολή αναδρομικών για τους συνταξιούχους από τις επικουρικές και τα δώρα κατ’ εφαρμογή της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, η επίσπευση της επόμενης αύξησης του κατώτερου μισθού το πρώτο τρίμηνο του 2023, αλλά και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.

Πηγή: capital.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.