Στους διακανονισμούς καταφεύγουν οι καταναλωτές για να αποπληρώσουν τον λογαριασμό ρεύματος, ενώ περισσότεροι από 1.000 την εβδομάδα προσφεύγουν στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας διαμαρτυρόμενοι για τις ρήτρες αναπροσαρμογής.
Με τους λογαριασμούς να παραμένουν φουσκωμένοι, παρά τις κρατικές επιδοτήσεις για έκτο συνεχόμενο μήνα και το πραγματικό εισόδημα να βαίνει συνεχώς μειούμενο, ελέω της γενικευμένης ακρίβειας, η δυσκολία αποπληρωμής αγγίζει πλέον όλους τους καταναλωτές και οι ανησυχίες τόσο στην πλευρά της αγοράς όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο κορυφώνονται, καθώς οι γεωπολιτικές εξελίξεις μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία προεξοφλούν μακρά περίοδο υψηλών τιμών.
Εκρηξη χρεών
Από τους πρώτους μήνες του 2022 διαφαίνεται ξεκάθαρα πλέον ότι έχουν εξαντληθεί οι αντοχές νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καθώς κλήθηκαν να πληρώσουν εκκαθαριστικούς λογαριασμούς χειμερινών καταναλώσεων με τις υψηλές χονδρεμπορικές τιμές του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου. Ενδεικτικό της δυστοκίας των καταναλωτών είναι ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της ΔΕΗ, της μεγαλύτερης εταιρείας της αγοράς, τους τελευταίους μήνες έχουν αυξηθεί σε ποσοστό 5% σε σχέση με τις προβλέψεις της, παρά την απορρόφηση μέρους των αυξήσεων μέσω της έκπτωσης που παρέχει στους πελάτες της.
Υπερδιπλασιασμό των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε σχέση με πέρυσι καταγράφουν οι περισσότερες ιδιωτικές εταιρείες. Οι διακανονισμοί έχουν διπλασιαστεί σε σχέση με πέρυσι, ενώ από τις αρχές του έτους αυξάνονται σε ποσοστό 10% από μήνα σε μήνα και με εκθετικό ρυθμό από μέρα σε μέρα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ίδιες οι εταιρείες προτείνουν διακανονισμό σε πελάτες τους που βλέπουν ότι καθυστερούν πληρωμές, προκειμένου να διευκολύνουν και να εισπράξουν έστω με καθυστέρηση. Μάλιστα, πολύ σύντομα στην αγορά θα βγουν προϊόντα που θα πληρώνονται με διακανονισμούς. Σημαντικά αυξάνεται και ο αριθμός των καταναλωτών που καθυστερεί να εξοφλήσει τον λογαριασμό του αλλά και ο χρόνος εξόφλησης. Το ποσοστό που πληρώνει μετά την πάροδο των 45 ημερών, από 25% προ κρίσης αυξήθηκε στο 50%, ενώ ο χρόνος αποπληρωμής από τις 45 ημέρες έφτασε τους τρεις μήνες. «Είναι ζήτημα χρόνου οι καθυστερήσεις πληρωμών να μεταφραστούν σε επισφάλειες», τονίζει στην «Κ» εκπρόσωπος ιδιωτικής εταιρείας.
Στην αγορά έχει επανεμφανισθεί και το φαινόμενο του «ενεργειακού τουρισμού». Καταναλωτές που γνωρίζουν πολύ καλά τα κενά νόμου και την πλημμελή εποπτεία της αγοράς, μετακινούνται από πάροχο σε πάροχο, αφήνοντας τα φέσια στον προηγούμενο.
Είναι κοινή η εκτίμηση στην αγορά ότι οι καταναλωτές δεν θα αντέξουν να συνεχίσουν να πληρώνουν το ρεύμα σε αυτές τις υψηλές τιμές. Η ίδια ανησυχία εκφράστηκε δημόσια και διά στόματος πρωθυπουργού από το βήμα του Φόρουμ των Δελφών. «Δεν μπορούμε να αντέξουμε για καιρό τις υψηλές τιμές στην ενέργεια», είπε ο Κυρ. Μητσοτάκης, σημειώνοντας ότι χρειάζονται ευρωπαϊκά μέτρα και ότι «εάν αυτό δεν συμβεί, τότε θα δράσουμε μόνοι σε εθνικό επίπεδο».
Εξαρση και του «ενεργειακού τουρισμού». Καταναλωτές μετα- κινούνται από πάροχο σε πάροχο, αφήνοντας τα φέσια στον προηγούμενο.
Το κυβερνητικό επιτελείο εξετάζει σειρά εναλλακτικών σεναρίων για τη μείωση της τιμής, ακόμη και την επιβολή πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά, καθώς υποχωρούν οι προσδοκίες για μια ευρωπαϊκή απόφαση αντιμετώπισης των υψηλών τιμών ρεύματος στη Σύνοδο Κορυφής του Μαΐου.
Διχασμένη η Ε.Ε.
Οι χώρες του Βορρά και της Κεντρικής Ευρώπης δεν συναινούν στο να χρηματοδοτήσει η Ευρώπη τις υψηλές τιμές ρεύματος κι αυτό γιατί οι επιπτώσεις είναι πολύ μικρότερες σε αυτές σε σχέση με τις χώρες του Νότου. Εχουν αναπτυχθεί εξαρχής στη βάση των διμερών σταθερών συμβολαίων, με αποτέλεσμα ένα πολύ μικρό ποσοστό της ενέργειας να περνάει μέσα από τη χρηματιστηριακή αγορά, σε αντίθεση με την Ελλάδα που περνάει σχεδόν το 100% ή την Ισπανία που περνάει το 40%.
Η χρηματοδότηση με εθνικούς πόρους είναι μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση λόγω του υψηλού δημοσιονομικού κόστους. Το κενό που θα πρέπει να καλυφθεί είναι τεράστιο, καθώς το συνολικό κόστος που θα πρέπει να πληρώσουν για ρεύμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις φέτος (με τις επιδοτήσεις) έχει διπλασιαστεί, από τα προ κρίσης επίπεδα των 4,5 δισ. ευρώ, σε 10-12 δισ. ευρώ.
Οποιαδήποτε παρέμβαση πέραν της συνέχισης των στοχευμένων επιδοτήσεων για καταναλώσεις έως 300 κιλοβατώρες/μήνα προϋποθέτει περαιτέρω επιβάρυνση του προϋπολογισμού και αύξηση του δημόσιου χρέους. Στο τραπέζι πάντως βρίσκεται τόσο το σενάριο της επέκτασης των επιδοτήσεων, ώστε να καλύπτει μεγαλύτερες καταναλώσεις όσο και αυτό της επιβολής πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά, της υιοθέτησης δηλαδή του μοντέλου που έχει καταθέσει προς έγκριση στην Ε.Ε. η Ισπανία, με κάποιες παραλλαγές.
Το πλαφόν
Η επιβολή πλαφόν, σύμφωνα με τις εισηγήσεις προς το Μέγαρο Μαξίμου, θα περιορίσει τα συμμετοχή του Δημοσίου στην κάλυψη του αυξημένου κόστους, αφού ένα σημαντικό μέρος θα προέλθει από τη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των εταιρειών που συμμετέχουν στη χονδρεμπορική αγορά και τα υπερκέρδη των ΑΠΕ και των υδροηλεκτρικών. Επίσης καταργείται η ρήτρα αναπροσαρμογής και άρα οι επιδοτήσεις. Επίσης δεν τίθεται και ζήτημα φορολόγησης των υπερκερδών (αφού με το πλαφόν δεν θα υπάρχουν), μέτρο ωστόσο που είναι μαχητό, μπορεί να προκαλέσει δικαστικές προσφυγές (κάτι που έγινε στην Ισπανία, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση της χώρας να το πάρει πίσω) και σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή του απαιτεί χρόνο.