Τρεις βασικούς λόγους που εξηγούν τη μειωμένη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες καταγράφει το Ελεγκτικό Συνέδριο στην εκτενή έκθεση που δημοσίευσε την Τρίτη για το τραπεζικό σύστημα, με τίτλο «Χρηματοδότηση από τις τράπεζες της πραγματικής οικονομίας: Συνέβαλε η δημοσιονομική παρέμβαση του κράτους στην αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής κανονικότητας;». Οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής:
• Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
• Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση.
• Η ηθική χαλάρωση λόγω καθυστερήσεων στη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων των κόκκινων δανείων.
Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου διενεργήθηκε έπειτα από αίτημα της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στην πολυσέλιδη έκθεσή του συμπεραίνει ότι «η επάνοδος στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα, που αυτή θα σημάνει την τακτική χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες, προϋποθέτει την απαλλαγή του ισολογισμού των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τη διευθέτηση της τυχόν στρέβλωσης στη συμπεριφορά των τραπεζών από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, που βαρύνει επίσης την εικόνα του ισολογισμού τους, την τακτική συνέχιση της διαδικασίας ρευστοποιήσεων με κοινωνικώς αποδεκτό τρόπο και το πέρας των έκτακτων μέτρων και καταστάσεων λόγω της πανδημίας, που δημιουργεί ανασφάλεια σε γενικότερο επίπεδο».
Τα μέτρα
Στην έκθεσή του το Ελεγκτικό Συνέδριο κάνει αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχει λάβει η πολιτεία για την εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας μέσω και του ΤΧΣ, μεταξύ των οποίων η παροχή κρατικών εγγυήσεων ύψους 24 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του «Ηρακλή» για τη μείωση των κόκκινων δανείων, αλλά και του μηχανισμού της αναβαλλόμενης φορολογίας, που επιτρέπει στις τράπεζες να αποσβέσουν σε βάθος 30ετίας τις ζημίες από το PSI, αλλά και αυτές –σε βάθος 20ετίας– από την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους.
Κόκκινα δάνεια, αναβαλλόμενη φορολογία και αδυναμία ρευστοποίησης αποτελούν τα μεγάλα «αγκάθια».
Το Ελεγκτικό Συνέδριο κάνει εκτενή αναφορά στην πρόταση που έχει κάνει η ΤτΕ για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων με παράλληλη επίλυση του θέματος της αναβαλλόμενης φορολογίας (σχέδιο «Αργώ»). Οπως σημειώνει, το σχέδιο «πρέπει, εφόσον ακόμη διατηρεί την επικαιρότητά του, να αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης». Σε διαφορετική περίπτωση πρέπει να εξηγηθούν οι λόγοι που δεν προκρίνεται έστω ως συμπλήρωμα του προγράμματος «Ηρακλής».
Με δεδομένο ότι «η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών είναι προς το παρόν δεδομένη, ενώ η ρευστότητα που διαθέτουν είναι αν μη τι άλλο ικανοποιητική», το Ελεγκτικό Συνέδριο παρατηρεί ότι «οι καθαρές ροές χρηματοδότησης ήταν το 2021 σε αρνητικό έδαφος και άρα τα ποσά των δανείων που χορηγήθηκαν εντός του 2021 τελούν σε δυσαρμονία με τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, στα οποία πρέπει να συμπεριληφθούν και οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας».
Οπως χαρακτηριστικά συμπεραίνει, «για μια οικονομία στην οποία και το ΑΕΠ και οι καταθέσεις στις τράπεζες προσεγγίζουν τα 200 δισ. ευρώ, τα ποσά χορηγηθέντων νέων δανείων ύψους 3,8 δισ. ευρώ για τις επιχειρήσεις και 1,1 δισ. για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια είναι μικρά» και οι λόγοι «συνδέονται αμέσως ή εμμέσως με κρατική ευθύνη ή συμπεριφορά», γι’ αυτό «στοιχειοθετούν επιτακτική ανάγκη ικανή να δικαιολογήσει την επέμβαση του κράτους για την άρση τους».
Η έκθεση διαπιστώνει ως βασικό αίτιο της επιφυλακτικότητας των τραπεζών την αβεβαιότητα τόσο ως προς την εξέλιξη όσο και ως προς το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία παρά την προσαρμογή που έχει γίνει παραμένουν σε πολλαπλάσιο επίπεδο από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών. «Η παρουσία σημαντικών όγκων μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητά τους να εκπληρώνουν τη λειτουργία τους ως φορείς χορήγησης πιστώσεων στην πραγματική οικονομία και εμποδίζει την επιχειρησιακή ευελιξία και εν γένει την κερδοφορία», επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, υπονομεύοντας παράλληλα και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογίας που προκύπτει από την απαλλαγή των τραπεζών από τον φόρο για τη ζημία που έχουν από τις πωλήσεις κόκκινων δανείων, το Ελεγκτικό Συνέδριο σημειώνει ότι αποτελεί ένα ακόμη λόγο για τις τράπεζες ώστε να είναι απρόθυμες στην ανάληψη πιστωτικού ρίσκου. «Οι τράπεζες πρέπει να ακολουθούν μια πολιτική που θα περιορίζει στο ελάχιστο το ενδεχόμενο ζημιών». Γι’ αυτό «πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στην ανάληψη δανειοδοτικών κινδύνων» και άρα «επιδιώκουν κέρδη από βέβαιες πηγές κερδοφορίας». Ετσι, την όποια ρευστότητα διαθέτουν οδηγούνται να την επενδύουν ώστε να επωφελούνται με βεβαιότητα από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Στρατηγικοί κακοπληρωτές
Βασική αδυναμία μέχρι σήμερα αποτέλεσε επίσης η έγκαιρη διάκριση των «στρατηγικών κακοπληρωτών» από τους πράγματι αδυνατούντες να εξυπηρετούν το δάνειό τους. Οπως συμπεραίνεται στην έκθεση, «το κενό αυτό σε συνδυασμό με την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας επιτείνει την επιφυλακτικότητα των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια».
Επιπλέον, στην εκτίμηση των κινδύνων που εγκυμονεί η χορήγηση νέων δανείων εισήλθε πλέον ο κίνδυνος της αδυναμίας ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων μη αποπληρωμής των δανείων, με συνέπεια οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν άλλη μια δυσχέρεια που τις εμποδίζει να χορηγήσουν δάνεια χωρίς συνεκτίμηση και του ιδιαίτερου αυτού κινδύνου. «Η πτυχή αυτή του προβλήματος βρίσκεται στο κέντρο του συνολικού ζητήματος της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες, γι’ αυτό και πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αντιμετώπισή του», καταλήγει το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Αιχμές για τη συνέχιση λειτουργίας του ΤΧΣ
Επανεξέταση της σκοπιμότητας συνέχισης της λειτουργίας του ΤΧΣ συνιστά το Ελεγκτικό Συνέδριο προκειμένου να διαπιστωθεί με «ανάλυση κόστους – οφέλους το κατά πόσο το Ταμείο μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλο μέσο για την πλήρη αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα».
Κάνοντας ειδική αναφορά στην απομείωση της επένδυσης του ΤΧΣ στις τράπεζες και ενόψει της προοπτικής επέκτασης της δραστηριότητάς του, το Ελεγκτικό Συνέδριο στην έκθεσή του διευκρινίζει ότι «δεν αποκλείεται η διατήρηση του Ταμείου και μετά το καταληκτικό του έτος 2022 να είναι χρήσιμη». Υπογραμμίζει ωστόσο ότι πριν από κάθε σχετική απόφαση πρέπει να προηγηθεί μια ανάλυση, νομική και οικονομική, περί του κόστους και του οφέλους που προκύπτει ή αναμένεται να προκύψει από τη λειτουργία του. Στην ανάλυση αυτή πρέπει να «συσταθμισθούν το κόστος λειτουργίας του, η τεχνογνωσία που έχει τυχόν συγκεντρώσει και το αντικείμενο της διαχείρισής του, σε συνάρτηση με το νέο κανονιστικό τοπίο που έχει δημιουργηθεί από την τραπεζική ένωση και την εξαιτίας αυτού του λόγου συρρίκνωση του πεδίου ευθύνης του Ταμείου».
Οπως εξηγεί, από τις έντεκα κατηγορίες αρμοδιοτήτων που προβλέπονται για το ΤΧΣ στον ιδρυτικό του νόμο του 2010, όπως αυτός ισχύει, οι μόνες που εμφανίζουν επικαιρότητα, χωρίς να έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου ή να έχουν απορροφηθεί από τους θεσμούς της τραπεζικής ένωσης, είναι όσες συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη διαχείριση των δικαιωμάτων του Ταμείου των σχετικών με την προστασία της περιουσίας του Δημοσίου που κατέχει. Πρόκειται για 40 δισ. ευρώ που διατέθηκαν για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, τα οποία το Ταμείο κλήθηκε να διαχειριστεί και τα οποία προέρχονται από δανεισμό της χώρας. Οπως διαπιστώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, «η αξία της περιουσίας αυτής έχει απομειωθεί σε σημείο που να εγείρεται ζήτημα αναλογικότητας για το κατά πόσο δικαιολογείται η διατήρηση του Ταμείου ενόψει του υπαρκτού αντικειμένου των δραστηριοτήτων του». Οσον αφορά την αρμοδιότητα του Ταμείου για την εξυγίανση των τραπεζών, αυτή διατηρείται. Οπως όμως παρατηρεί, «δεν προβλέπεται από τον νόμο άλλη αρμοδιότητα για το Ταμείο εκτός από την αορίστως διατυπωμένη της συμβολής του στην επίλυση του εν λόγω προβλήματος». Το ενδιαφέρον του ΤΧΣ για την τιμή των μετοχών και ομολόγων που κατέχει δεν είναι άσχετο με την επίλυση του ζητήματος των κόκκινων δανείων, καθώς η ύπαρξη αυτών μπορεί να καθηλώνει τις τιμές των μετοχών και ομολόγων των τραπεζών, επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση. Στο επίμαχο θέμα της χορήγησης ρευστότητας στην οικονομία, ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου «αποκάλυψε ότι η δυνατότητα παρέμβασης του Ταμείου προς επίτευξη αυτού του στόχου είναι μη αποφασιστικής σημασίας». Τέλος, παρατηρεί ότι «οι αρμοδιότητες του Ταμείου ορίζονται με αόριστες αναφορές σε κείμενα της μνημονιακής περιόδου κατά τρόπο ανεπίτρεπτο για δημόσιο φορέα υποκείμενο στην αρχή της νομιμότητας».